Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τοῦ σοφωτάτου Νικολάου Καβάσιλα τοῦ καὶ Χαμαετοῦ

Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τοῦ σοφωτάτου Νικολάου Καβάσιλα τοῦ καὶ Χαμαετοῦ


λόγοι

1 · 2 · 3 · 4 · 5 · 6 · 7
Ξαναγυρίζοντας τώρα στο Βυζάντιο είναι καλό να πάμε πρώτα στον τελευταίο μεγάλο μυστικό του, τον Νικόλαο Καβάσιλα (+ 1471), που εμπνέεται πολύ από τον Συμεώνα.
Το οικογενειακό του όνομα ήταν Χαμαετός, γνωστή βυζαντινή οικογένεια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καβάσιλας. έφτασε στις ακρότερες συνέπειες, στις οποίες οδηγούσε η κατεύθυνση που με τόσο ζωηρό παλμό εχάραξεν ο Συμεών. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η «ζωή εν Χριστώ».Τό απλό και μαζί βαθύ, λυρικό και μαζί μυστικό ύφος του αποπνέει τη δροσιά και την αισιοδοξία των αποστολικών χρόνων. Όπως οι αρχαίοι Έλληνες αισθάνονταν συχνά την ανάγκη να ξαναγυρίζουν στο Σωκράτη για να βαπτιστούν στη γεμάτη αισιοδοξία αλλά και απλότητα σκέψη και ζωή του, έτσι και οι Βυζαντινοί, όσες φορές η εκλεπτυσμένη θεολογική σκέψη εστέγνωνε την ψυχήν των ξαναγυρίζουν στους αποστολικούς χρόνους, στην απλότητα της πίστης και στην αισιοδοξία των.
Θα σταματήσωμε σε δυο μόνο σημεία που δείχνουν σημαντική πρόοδο της μυστικής θεωρίας. «Ο νόμος του πνεύματος, λέγει ο Καβάσιλας, που είναι η αγάπη για το Θεό, είναι νόμος φιλίας και ευγνωμοσύνης. Για να ακολουθήση κανείς αυτό το νόμο δεν είναι ανάγκη να καταβάλη κόπους, ούτε έξοδα, ούτε να χύση ιδρώτα ... Ούτε, προσθέτει, είναι ανάγκη να αφήσης τη δουλειά σου, ή να αποσυρθής σε απόμερα μέρη, να διάγης μια παράξενη ζωή και να φορής ένα παράξενο ένδυμα. Δε χρειάζεται να κάμης όλα αυτά. Μπορείς να μείνης στο σπίτι σου, και, χωρίς να χάσης τα αγαθά σου, να βρίσκεσαι πάντα στη μελέτη του Θεού και του ανθρώπου, στη μελέτη της συγγενείας του ανθρώπου με το θείο και σε κάθε άλλη τέτοιας λογής μελέτη».
«Και πρώτα πρώτα, προσθέτει αλλού, δε χρειάζονται προετοιμασίες για την προσευχή μας, ούτε ειδικοί τόποι, ούτε φωνές όταν επικαλούμαστε το Θεό. Γιατί δεν υπάρχει τόπος από όπου λείπει ο Θεός, δεν είναι δυνατό να μην είναι μαζί μας, αφού ο Θεός είναι πάντα πιο κοντά σε κείνους που τοv καλούν, από όσο είναι η ίδια η καρδιά τους. Θα έλθη προς ημάς, ακόμη κι αν είμαστε κακοί, γιατί ο Θεός είναι αγαθός». Χάνεται τελείως, όπως βλέπομε, όχι μόνο η αντιδικία με τη σάρκα, αλλά και όλες οι εξωτερικές συνθήκες και μορφές της ζωής (αναχωρητισμός, ένδυμα κλπ.) που τις θεωρούσαν απαραίτητες. Η ευσέβεια είναι αποκλειστικά έργο της δικής μας εσωτερικής διαθέσεως, της δικής μας θέλησης. Γι' αυτό δεν είναι απαραίτητο επακόλουθο του μυστικισμού η εξωτερική αποχώρηση από τον κόσμο, ο αναχωρητισμός. Μένοντας μέσα στην καθημερινή, την κοινωνική του ζωή ο άνθρωπος, μπορεί και πρέπει να την μετουσιώνη με τη μελέτη των υψηλών πνευματικών θεμάτων, που απεργάζονται τη μεταστροφή της βουλήσεώς του.
Δεν είναι λοιπόν ο Καβάσιλας ο μυστικός των εκστατικών καταστάσεων. Σκοπός του να περιγράψη τη θεία χάρη μέσα στον κοινό χριστιανό. Και αυτό το κάνει με εξαιρετικά δυνατή θεολογική πνοή. Η εν Χριστώ ζωή είναι η ζωή του Χριστού, που μπαίνει μέσα στον καθένα μας με ένα μυστήριο οικειότητας. Είναι φυσικό, λέγει, κάθε πράγμα να είναι δεμένο με τον εαυτόν του περισσότερο παρά με κάθε άλλο. Έτσι πιστεύομε. Και όμως; προσθέτει ο Καβάσιλας, η ένωσή μας με το Χριστό είναι ακόμα πιο δυνατή. Οι μακάριοι άνδρες νοιώθουν τον εαυτό τους δεμένο περισσότερο με το Σωτήρα παρά με τον εαυτό τους. Ο Χριστός είναι την ίδια ώρα ξένος μας και ενδιαίτημά μας. Αναπνέομε το Χριστό. Σε τούτο ακριβώς διαφέρει η Νέα από την Παλαιά Διαθήκη, στην παρουσία μέσα μας του Χριστού, που διαθέτει την ψυχή του ανθρώπου και την μεταπλάθει. Χρέος μας ιερό να μη σβύσωμε τη μέσα μας αναμένη λαμπάδα, αλλά να σκάψωμε μέσα μας και να ανακαλύψωμε την καθαρή ουσία της αρετής, την αξία της ανθρώπινης φύσης και την φιλανθρωπία του Θεού. «Ούτε οι ναοί, λέγει ο Καβάσιλας, ούτε οτιδήποτε άλλο ιερό είναι τόσο άγιο όσο ο άνθρωπος με τη φύση του οποίου κοινωνεί ο ίδιος ο Θεός. Εκείνος που θα έλθη καθήμενος επί των νεφών είναι άνθρωπος, όπως είναι ασφαλώς Θεός. Καθένας μας. μπορεί να λάμψη περισσότερο από τον ήλιο, να ανέβη στα σύννεφα, να πετάξη προς το Θεό, να τον πλησιάση, να κάμη ώστε ο Θεός να τον κυττάξη με γλυκύτητα». Νάμαστε λοιπόν πάλι στη Σωκρατική αφετηρία, με νέο βάθος: να ανακαλύψης την αξία της φύσης σου και να οικοδομήσης τη ζωή σου πάνω σ' αυτήν. «Αν, προσθέτει ο Καβάσιλας, ύστερα από αυτή την ανακάλυψη αναλογισθή ο άνθρωπος την φτώχεια μέσα στην οποία ζει, -ενώ έχει τόσο πλούσια φύση,- επειδή άφησε την οκνηρία και τον ύπνο να τον περιτυλίξουν, μεγάλη λύπη και δάκρυα πολλά θα τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή. Αλλά την ημέρα όμως που θα κάμη τη ζωή του όπως έπρεπε να είναι, από πηγή θλίψεως και δακρύων που ήτανε, θα γίνη τότε η ζωή του πηγή ευδαιμονίας και πνευματικής χαράς». Με τον ιδεαλισμό του κατορθώνει ο Καβάσιλας, περισσότερο από κάθε άλλον Βυζαντινό, να ανακαλύψη τον πνενματικό άνθρωπο όχι στον αναχωρητή,.αλλά στην,έξοχη ανθρώπινη φύση, με την οποίαν επικοινωνεί ο Θεός, και να καλέση κάθε Χριστιανό να κάμη την ίδια ανακάλυψη. Η θρησκευτική σκέψη λυτρώνεται από κάθε δεσμό με έξωτερικές συνθήκες. Από τον ασκητισμό του σώματος; τον πόλεμο κατά της σάρκας των ερημιτών της Θηβαΐδος,ανεβαίνουμε στην κορφή της καθαρής πνευματικής χώρας τoυ ανθρώπου. Αυτή είναι από τις μεγαλύτερες πνευματικές νίκες του Βυζαντίου.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Ησυχασμός

Ησυχασμός

2. Ησυχασμός

Έχουμε μέχρι τώρα αναπτύξει, όσο ήταν δυνατόν, το τι είναι ησυχία, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα και ότι αυτή είναι απαραίτητη για την πνευματική μας ζωή. Συνιστάται από όλους τους αγίους Πατέρας, ως η καλύτερη μέθοδος καθάρσεως του ανθρώπου και επανόδου στον Θεό. Άλλωστε η Ορθοδοξία, όπως έχουμε επισημάνει, είναι μια θεραπευτική επιστήμη, που επιδιώκει την θεραπεία του ασθενούς ανθρώπου. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να παραθεωρήται, γιατί έτσι καταστρέφεται όλη η ουσία και το περιεχόμενο του Χριστιανισμού. Η κάθαρση, ως απαραίτητη προϋπόθεση θεώσεως, επιτυγχάνεται με την μέθοδο της ορθοδόξου ευσεβείας στην οποία η ησυχία κατέχει σημαντικότατη θέση.


Όλη αυτή η μέθοδος και ο τρόπος βιώσεώς της λέγεται ησυχασμός. Δηλαδή ο αγωνιζόμενος που βρίσκεται μέσα στην ατμόσφαιρα της ησυχίας λέγεται ησυχαστής και ο τρόπος βιώσεως της ησυχίας λέγεται ησυχασμός. Εμείς βέβαια γνωρίζουμε τον ησυχασμό σαν μια θεολογική κίνηση του ΙΔ’ αιώνος, που εκπροσωπείται κυρίως από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος χρησιμοποιεί μια ειδική ψυχοσωματική μέθοδο και επιδιώκει, με την βοήθεια της θείας Χάριτος, να ενώση τον νου με την καρδιά και έτσι να βιώση την κοινωνία με τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υποστήριζε ότι  αυτό γίνεται και στο σώμα. Δηλαδή και το σώμα μπορεί να αποκτήση εμπειρία της ζωής τουΘεού. Ο Βαρλαάμ αντίθετα, αγνοώντας αυτήν την μέθοδο, έγινε πολέμιός της, με αποτέλεσμα να καταδικασθή από την Εκκλησία και τελικά να απομακρυνθή από τον ορθόδοξο χώρο. Η ησυχαστική έρις, όπως ονομάστηκε, τελείωσε με τις Συνόδους που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη το 1341, 1346 και 1351. Η τελευταία Σύνοδος που «δικαίωσε» τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, εκφραστή της ησυχαστικής ζωής, θεωρείται Οικουμενική. «Νομίζομεν όμως, ότι η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά το 1351, κρίνοντας τουλάχιστον βάσει του μεγάλου θεολογικού έργου της, δύναται και αξίζει να συναριθμήται εις τας Οικουμενικάς Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, των οποίων δεν υστερεί εις τίποτε ως προς την σωτηριολογικήν σημασίαν της θεολογίας της. Η Σύνοδος αύτη αποτελεί την απόδειξιν της συνεχείας της συνοδικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της ζώσης εμπειρίας και θεολογίας περί της εν Χριστώ σωτηρίας»[34].

Όμως αυτή η ησυχαστική κίνηση δεν εμφανίσθηκε τον ΙΔ’ αιώνα, αλλά υπάρχει από τους πρώτους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας. Την ησυχία την συναντούμε στην Αγία Γραφή, στους πρώτους Πατέρας της Εκκλησίας. Ήδη στα προηγούμενα δειγματοληπτικά αναφέραμε Πατέρας από όλους τους αιώνες της ιστορίας της Εκκλησίας. Αναφέραμε τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον Μ. Βασίλειο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον όσιο Θαλάσσιο, τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Άλλωστε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν είναι ο εισηγητής του ησυχασμού, αλλά ο εκφραστής, εκείνος που έζησε και εξέφρασε όλη αυτή την ιερά πορεία της ψυχής. Ο ησυχασμός λοιπόν αποτελεί την γνήσια μορφή της χριστιανικής ζωής.

Με τον όρο όμως ησυχασμό χαρακτηρίζουμε και την μέθοδο εκείνη που χρησιμοποιείται για την συγκέντρωση του νου στην καρδιά. Το θέμα είναι πάρα πολύ μεγάλο και θα ήθελα απλώς να εντοπίσω μερικές θέσεις.

Ο νους του ανθρώπου στην προσπάθεια να καθαρισθή ίσταται «ευκτικώς εν τη καρδία». Συνεχώς επαναλαμβάνει την μονολόγιστη ευχή του Ιησού, που λέγεται μονολόγιστη ακριβώς γιατί έχει μόνον ένα λόγο. Δεν ασχολείται με πολλούς λόγους. Διαρκώς μνημονεύει  το Όνομα του Ιησού Χριστού. Ο νους συγχρόνως προσέχει τους λογισμούς για να μην εισχωρήσουν στην θύρα της καρδιάς. Έτσι, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, συνδυάζεται η νήψη με την προσευχή.

«Είναι όμως δυνατή και μία ακόμη βαθυτέρα κατάβασις του νοός εις την καρδίαν. Όταν κατ’ ενέργειαν Θεού συνενούται ο νους μετά της καρδίας, κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να απεκδύηται θετικώς πάσαν εικόνα και έννοιαν, ενώ ταυτοχρόνως αι είσοδοι της καρδίας κλείονται εις παν αλλότριον, τότε η ψυχή εισέρχεται εις «γνόφον» όλως ιδιαίτερως τάξεως, και κατόπιν αξιούται αφάτου συμπαραστάσεως ενώπιον του Θεού  καθαρώ τω νοΐ»[35].

Χρησιμοποιούνται πολλοί τρόποι για να επιτευχθή αυτή η συγκέντρωση του νου και ο περιπλανόμενος νους να επιστρέψη στην καρδιά. Με τους τρόπους που χρησιμοποιούμε πρέπει απαραίτητα να συνδέεται η μετάνοια, γιατί διαφορετικά εκφυλίζεται σε μια μηχανική μέθοδο.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε ομιλία του την Κυριακή του Τελώνου  και του Φαρισαίου παρουσιάζει την τελωνική προσευχή, τον τρόπο με τον οποίο προσευχόταν ο Τελώνης, σαν τύπο της προσευχής του ησυχαστού. Στο Ευαγγέλιο αναφέρεται: «ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων∙ ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ιη’, 13). Ερμηνεύοντας αυτή την περικοπή ο άγιος λέγει χαρακτηριστικά. Το «εστώς» δείχνει «την επί πολύ παράστασιν της στάσεως. Ομού και το επίμονον της δεήσεως και των ιλαστηρίων ρημάτων». Ο τελώνης έλεγεν «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τίποτε περισσότερο. «Μηδέν έτερον μήτε προτιθείς, μήτε διανοούμενος, εαυτώ μόνω προσείχε και τω Θεώ, αυτήν εφ’ εαυτήν στρέφων και πολλαπλασιάζων μόνην την μονολόγιστον δέησιν, όπερ ανυσιμώτατόν εστι προσευχής είδος». Φαίνεται εδώ η αξία της μονολογίστου ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ο ησυχαστής, σαν τον Τελώνη, δεν διανοείται απολύτως τίποτε, αλλά συγκεντρώνει τον νου στα λόγια της ευχής. Την φράση του Χριστού ότι ο Τελώνης «ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν άραι» ερμηνεύει προβάλλοντας το σχήμα του ησυχαστού: «Αύτη η στάσις και στάσις ην ομού και υπόπτωσις και ουκ ευτελούς δούλου μόνον, αλλά και καταδίκου παράστασις». Με τον τρόπο και το σχήμα αυτό ο Τελώνης εδείκνυε «την οικείαν κατάγνωσιν και αυτομεμψίαν∙ ανάξιον γαρ εαυτόν ηγείτο και του ουρανού και του κατά την γην ιερού». Το ότι έτυπτε το στήθος αυτού δείχνει και την συμμετοχή του σώματος στο άλγος και το πένθος της ψυχής. «Υπό της σφοδράς κατανύξεως τύπτων το εαυτού στήθος και πληγών εαυτόν άξιον παριστάς εντεύθεν, βαρυπενθών και τους στεναγμούς αναπέμπων εκείθεν και την κεφαλήν ως κατάδικος κλίνων, αμαρτωλόν εκάλει και τον ιλασμόν πιστώς επεζήτει»[36].

Φαίνεται εδώ καθαρά ο Χριστός με την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ερμηνεύοντας «ησυχαστικά» την παραβολή, παρουσιάζουν την ησυχία και την προσευχή ως την καλυτέρα μέθοδο για να λάβη ο άνθρωπος έλεος από τον Θεό. Αυτή είναι η αρτιοτέρα προσευχή. Είναι μονολόγιστη, διακατέχεται από βαθειά μετάνοια, το σώμα συμμετέχει στην προσευχή, αφού και αυτό θα λάβη την Χάρη του Θεού, το κλίμα της προσευχής είναι η αυτομεμψία και η οικεία κατάγνωση.

Επειδή ο αιρετικός Βαρλαάμ ειρωνευόταν τους ησυχαστάς της εποχής του που χρησιμοποιούσαν μια ιδιαίτερη κλίση της κεφαλής και του σώματος για να επιτύχουν την συγκέντρωση του νου και την ενοειδή συνέλιξη των δυνάμεων της ψυχής, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανέφερε την περίπτωση του Προφήτου Ηλιού, που προσευχήθηκε προς τον Θεό, αφού έθεσε την κεφαλήν του μεταξύ των γονάτων: «Και αυτός ο την θεοπτίαν τελεώτατος Ηλίας, την κεφαλήν τοις γόνασιν ερείσας και ούτω τον νουν εις εαυτόν και τον Θεόν φιλοπονώτερον συναγωγών, τον πολυετή εκείνον έλυσαν αυχμόν»[37]. Στην συνέχεια συνιστά ο αγιορείτης άγιος έναν τέτοιο τρόπο για την συγκέντρωση του νου: «... τον τε οφθαλμόν μη ώδε κακείσε περιάγειν, αλλ’ οίον ερείσματί τινι τω οικείω στήθει ή τω ομφαλώ τούτον προσερείδειν και την δι’ όψεως έξω χεομένην δύναμιν του νου της καρδίας είσω πέμπειν αύθις δια του τοιούτου σχήματος του σώματος...»[38].

Αναφερόμενος στα θέματα αυτά, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ευχή, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης συνιστά: «Και από μεν πρωΐας καθεζόμενος εν σπιθαμιαία καθέδρα, άγξον τον νουν εκ του ηγεμονικού εν καρδία και κράτει αυτόν εν αυτή∙ κύπτων δε εμπόνως, και τα στέρνα, ώμους τε και τον τράχηλον σφοδρώς περιαλγών, επιμόνως κράζε νοερώς ή ψυχικώς το, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Επίσης παραγγέλλει να κρατούμε την αναπνοή για να συγκεντρωθή ο νους. «Κράτει δε και τον ανασασμόν του πνεύματος, ίνα μη αδεώς πνης∙ η γαρ αύρα των πνευμάτων από καρδίας αναδιδομένη, σκοτίζει τον νουν και ριπίζει την διάνοιαν εκείθεν αυτόν απείργων»[39].

Στο θέμα της αναπνοής προσάγει άλλες πατερικές μαρτυρίες[40].

Σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος (Γρηγόριος Σιναΐτης) περιγράφει τον τρόπο της ευχής που συγκεντρώνει τον νου, πράγμα το οποίο συνιστά τον λεγόμενο ησυχασμό. «Ποτέ μεν επί σκάμνου, το πλείστον, δια το επίπονον∙ ποτέ δε, και επί στρωμνής ολιγάκις, έως καιρού, δια την άνεσιν∙ εν υπομονή δε οφείλει είναι το κάθισμά σου, δια τον ειπόντα, τη προσευχή προσκαρτερούντες∙ και μη ταχέως ανίστασθαι ολιγωρούντα δια το επίπονον άλγος και την του νοός νοεράν βοήν και συνεχή πήξιν∙ ιδού γαρ, φησίν ο Προφήτης, ωδίνες συνέλαβόν με, ώσπερ τίκτουσαν∙ αλλά κύπτων κάτωθεν και τον νουν εν τη καρδία συνάγων, είπερ διήνοικται, επικαλού τον Κύριον Ιησούν εις βοήθειαν. Πονών δε τους ώμους και την κεφαλήν πολλάκις αλγών, καρτέρει επιπόνως και ερωτικώς εν αυτοίς, ζητών εν καρδία τον Κύριον. Βιαστών γαρ εστιν η Βασιλεία του Θεού και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν∙ την σπουδήν εν τούτοις και των τοιούτων πόνων ο Κύριος υπέδειξεν αληθώς. Υπομονή γαρ και καρτερία εν πάσι, γεννήτρια πόνων και σώματος και ψυχής»[41].

Πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η αξία της νοεράς ησυχίας, η αδιάλειπτη προσευχή, η επανάληψη της μονολογίστου ευχής του Ιησού, ο ιδιαίτερος τρόπος συγκεντρώσεως του νου και της ενώσεως του με την καρδιά, η στάση του σώματος κατά την προσευχή και ο περιορισμός των αισθήσεων, η διδασκαλία ότι η Χάρη του Θεού είναι άκτιστη και ότι ο άνθρωπος μπορεί να την δεχθή μέσα  στην καρδιά του, ότι το Θαβώριο Φως είναι ανώτερο από την ανθρώπινη γνώση και όχι «χείρω νοήσεως», που όλα αυτά καθορίζουν τον λεγόμενο ησυχασμό, έχουν «δικαιωθή» από τις Συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως και επομένως ο αντιλέγων σ’ αυτά τα θέματα δεν  βρίσκεται μέσα στον χώρο της Ορθοδόξου Παραδόσεως  και δημιουργεί οπωσδήποτε προϋποθέσεις αποκοπής από την ζωή της.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ἀνάσταση! Ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀρχιμανδρίτη Εὐσέβιου Βίττη

Τρίτη, 29 Ιανουαρίου 2013


Ἀνάσταση! Ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀρχιμανδρίτη Εὐσέβιου Βίττη.

Ανάσταση! Ο θρίαμβος της αγάπης του Θεού
Α) Η αγάπη του Θεού

   «Ο Θεός αγάπη εστίν». Όσο κι αν μας φαίνεται κατανοητή η φράση αυτή και ο προσδιορισμός του νοήματός της, όμως αποτελεί μυστήριο, γιατί μυστήριο είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ταυτίζεται. Όσο άπειρος είναι ο Θεός, τόσο άπειρη είναι και η αγάπη του.
Και όσο λίγο κατανοούμε το Θεό, τόσο λίγο μπορούμε να κατανοήσουμε και το νόημα αυτής της φράσεως, ότι ο Θεός είναι αγάπη στην ολότητά του, γιατί ξεπερνάει τα όρια της περιορισμένης μας λογικής. Μένουν όμως κάποια στοιχεία και μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων εκδηλώσεων της αγάπης του Θεού, τόσο στη σύνολη δημιουργία, όσο και στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αλλιώς δε θα είχε νόημα η ομιλία αυτή.

   Μια προσπάθεια προσεγγίσεως της θείας αγάπης αποτελεί η περιγραφή, που επιχειρεί σχετικά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για την αγάπη του Θεού ως «εκστατικότητα του Θεού». Η αγάπη του Θεού είναι μια κατά κάποιον τρόπο μυστικόν και απροσπέλαστον νοητικά «έκσταση», δηλαδή έξοδος του Θεού από τον εαυτό του, χωρίς όμως να «εξίσταται» ο Θεός, χωρίς δηλαδή να βγαίνει από τον εαυτό του! Ακατανόητο αυτό και αντινομικό, αλλά μόνον έτσι μπορεί να εκφραστεί αυτή η διαπίστωση.
Ο Θεός πληροί τα πάντα και περιέχει τα πάντα, αλλά ο ίδιος δεν περιέχεται από τίποτε. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να «εξίσταται» ο Θεός, αφού δεν υπάρχει χώρος για να «εκστεί» έξω από αυτόν, γιατί είναι απερίληπτος; Πώς μπορεί δε να εξίσταται, και όμως να παραμένει μη εξισταμένος; «Μείωση» ή «σμίκρυνση» του Θεού είναι απαράδεκτη και ακατανόητη. Ας ιδούμε όμως τι ακριβώς μας λέει ο Άγιος και ας κατανοήσει ο καθένας μας ό, τι μπορεί, αφού ο χρόνος δε μας επιτρέπει αναλύσεις και σχολιασμούς.
   «Ας τολμήσουμε, λέει, να πούμε ετούτο χάριν της αλήθειας, ότι αυτός ο αίτιος των όλων εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτος για όλα από υπερβολή ερωτικής αγαθότητος βγαίνει έξω από τον εαυτό του με τις πρόνοιές του για όλα τα όντα.
Και θέλγεται κατά κάποιον τρόπο από την αγαθότητα και την αγάπη και τον θείο έρωτα. Από εκεί, που είναι πάνω από όλα και υψηλότερος απείρως από αυτά, κατεβαίνει σε όλα με εκστατική δύναμη υπερούσια, χωρίς να εξέρχεται ουσιαστικά από τον εαυτό του. Γι’ αυτό κι εκείνοι, που ξέρουν καλά τα θεία, τον αποκαλούν ζηλωτή, επειδή έχει πολύν αυτόν τον έρωτα προς τα όντα. Και επειδή γι’ αυτά προνοεί».

Και επεξηγεί ο άγιος Ιερόθεος την έννοια του όρου έρως: «Τον έρωτα είτε θείον ειπούμε είτε αγγελικόν είτε νοερόν είτε ψυχικόν είτε ακόμη και φυσικόν, πρέπει να τον εννοήσουμε ως μία δύναμη που προξενεί ένωση.
Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα, εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τα κινεί να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία, και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν στα καλύτερα και ανώτερά τους».
   Επομένως ο Θεός «εξίσταται» με μια πνευματική κίνηση αγαπητική προς τα δημιουργήματά του, και ειδικότερα προς τα λογικά πλάσματά του, όπως είναι ο άνθρωπος. Και ο άγιος Διονύσιος συνεχίζει: «Ο θείος έρως είναι από τη φύση του εκστατικός.
Δεν αφήνει τους εραστές να ανήκουν στον εαυτό τους. Και αυτό το δείχνουν από την πρόνοια, που δείχνουν για τα κατώτερα. Εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τη δείχνουν από τη μεταξύ τους συνοχή. Και τα χαμηλότερα από τη θειότερη επιστροφή τους προς τα πρώτα.

Γι’ αυτό ο θείος Παύλος, που κυριεύθηκε από τον θείον έρωτα και δοκίμασε την εκστατική του δύναμη, λέει με ένθεο στόμα: «δεν ζω εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός», ως αληθινός εραστής, που μέσα του είχε υποστεί έκσταση προς το Χριστό, όπως λέει ο ίδιος στην προς Κορινθίους 
Επιστολή του. Δε ζούσε επομένως τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του αγαπημένου του ως υπερβολικά αγαπητή και ποθητή».
   Και ο μεγάλος θεολόγος, ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέει τα εξής: «Οι θεολόγοι ονομάζουν το θείον άλλοτε έρωτα, άλλοτε αγάπη, άλλοτε εραστό και αγαπητό. Γι’ αυτό ο έρως, που είναι αγάπη, κινείται (προς τα έξω), ως εραστό δε και αγαπητό κινεί προς τον εαυτό του όλα όσα είναι δεικτικά έρωτος και αγάπης.
Και, για να το ξαναπούμε καθαρότερα και σαφέστερα, κινείται προς εκείνα που είναι δεικτικά έρωτος και αγάπης, προξενώντας μια εσωτερική σχέση. Και κινεί, γιατί είναι εκ φύσεως ελκυστικός της επιθυμίας εκείνων, που κινούνται προς αυτόν. Και πάλι κινεί και κινείται, γιατί ο θείος έρως διψάει να τον διψούν, ποθεί να ποθείται και αγαπάει να τον αγαπούν». το ίδιο άλλωστε ισχύει και από την πλευρά των αγαπημένων εν σχέσει προς τον Κύριο, ως πηγή της θείας αγάπης.
   Και συνεχίζει: «Πηγή και γεννήτορας της αγάπης και του θείου και αγίου έρωτος είναι ο ίδιος ο Θεός. Γιατί αυτός, ενώ υπήρχε αυτή η αγάπη μέσα του, την πρόβαλε προς τα έξω, δηλαδή προς τα κτίσματά του. Σύμφωνα με αυτό έχει λεχθεί ότι “ο Θεός είναι αγάπη”.
Και πάλι λέγεται για το Θεό, ότι είναι “γλυκύτης και επιθυμία”, δηλαδή αγάπη και θείος έρως. Υποκείμενο λοιπόν αλλά και αντικείμενο αγάπης και θείου έρωτος είναι ο ίδιος. Λοιπόν με το να ξεχύνεται από αυτόν ο θείος έρως και η θεία αγάπη, αυτή η έκβλυση σημαίνεται ως κίνηση. Με το να είναι αυτός το πράγματι αξιέραστο και αγαπητό και επιθυμητό και προτιμητό, κινεί εκείνα, που στρέφονται προς αυτόν ανάλογα προς τη δύναμη της επιθυμίας τους».

  Ανάσταση! Ένας μοναδικός θρίαμβος! Ένας θρίαμβος όχι συνηθισμένων διαστάσεων, αλλά θρίαμβος κοσμικώς και χρονικώς αιωνίων διαστάσεων.
   «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω, εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας αόρατος», γιατί «τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». «Άγγελοι και άνθρωποι την του Σωτήρος υμνούσι τριήμερον έγερσην». «Λαοί υμνούσι… Πάσχα μέγαν εξανατείλαν υπό του Αναστάντος εκ τάφου Χριστού του ζωοδότου και Λυτρωτού πάσης κτίσεως». «Ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» αναγνωρίζουν το μεγάλο και μοναδικό γεγονός της Αναστάσεως.
 Και δικαιολογημένα ψάλλει η Εκκλησία θριαμβευτικά και με ακράτητον ενθουσιασμό την Ανάσταση. «Ώφθη φως απρόσιτον ημίν, λάμπων από τάφου ωραίος Χριστός ο Κύριος˙ Άδης ηχμαλώτισται, σατάν ηφάνισται, χαίρει του κόσμου τα πέρατα», μέλπει η Εκκλησία του Χριστού.
   Και με το στόμα του μεγαλύτερου ρήτορός της κράζει θριαμβευτικά:
   «Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα˙ συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε.
Μηδείς φοβηθείσθω θάνατον˙ ηλευθέρωσε γαρ ημάς του Σωτήρος ο θάνατος… Εσκύλευσε τον Άδην ο κατελθών εις τον Άδην… Ο Άδης επικράνθη… Πού σου θάνατε το κέντρον; Πού σου Άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν Άγγελοι… Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς επί μνήματος… Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας».
   Αυτόν τον ενθουσιασμό με παραλήρημα χαράς ανεκφράστου ακράτητο βιώνει η Εκκλησία μας πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο της επετείου της Αναστάσεως του Κυρίου. Και τον εκφράζει διαποτισμένον με πίστη απαρασάλευτη και ζώσα με την πλούσια και ασύγκριτη υμνολογία της.
Αυτόν τον θρίαμβο εξυμνεί εκφράζοντας τα θεία και ουράνια αισθήματά της, καλώντας σε συμμετοχή τους πάντες, ιδιαίτερα όμως ετούτες τις ημέρες όλους τους πιστούς της. Και τους καλεί να συμμετάσχουν σε αυτά όχι για να προκαλέσει στις ψυχές κάποια έντονα στιγμιαία ιερά συναισθήματα, αλλά μόνιμα βιώματα και πεποιθήσεις εσωτερικές ακλόνητες και οδηγητικές της πορείας μέσα στη ζωή του καθενός.
Βιώματα εν πίστει, που να διαποτίζουν ολόκληρη την ύπαρξη, ώστε να αποτελούν όλο και πιο αποφασιστικά και με συνέπεια αποδοχή της καινής ζωής, που εμπνέει ο κενός τάφος ως μάρτυρας σιωπηλός μεν, αλλά αναμφίλεκτος, της αναχωρήσεως από αυτόν του προσωρινού Ενοίκου του, που αναχώρησε στο ολόφωτο βασίλειο του ουρανού ως ταυτόχρονα φορεύς και της εξαγιασμένης ανθρώπινης φύσεως της ενωμένης αχώριστα με τη θεϊκή του φύση.
Είναι όμως αδύνατο να περιγράψει κανένας με λόγια το γεγονός, που ολόκληρο το σύμπαν, όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος, αδυνατεί και να περιχωρήσει και να κατανοήσει εις βάθος και να εκτιμήσει ανάλογα με τη σημασία και το μέγεθός του.
Και βέβαια είναι απολύτως αδύνατη η περιγραφή του και παρουσίασή του στα πολύ περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας πενιχρής ομιλίας. Παραμένει μόνο η θελκτικότητα του βιώματος και η διαισθητική προσέγγιση του μεγάλου αυτού μυστηρίου εν πίστει και χαρά αφ’ ενός και εν βιώσει του στην πορεία και τον αγώνα της ζωής αφ’ ετέρου.
   Θα έπρεπε όμως να εκταθεί υπέρμετρα ο λόγος και με ακροθιγή, έστω, αναφορά του στο άφραστον αυτό θαύμα.
Όσα έχουν αναφερθεί ως το σημείο αυτό, αναφέρθηκαν μόνο ως στοιχειωδέστατη και ατελής υπογράμμιση της σημασίας της Αναστάσεως του Κυρίου και οπωσδήποτε αφετηριακά, γιατί το θέμα μας δεν είναι αυτό, αλλά «η Ανάσταση ως θρίαμβος της αγάπης».
 Ποιάς αγάπης; Και ποιού θριάμβου; Της αγάπης του Θεού και του θριάμβου της, όπως θα επιχειρήσει η συνέχεια του λόγου να καταδείξει. Αποτελεί άλλωστε το θέμα αυτό μια ουσιαστική, αν όχι την ουσιαστικότερη, πλευρά του γεγονότος της Αναστάσεως.
Και χρειάζεται, φρονώ, περισσότερη έξαρσή του, αφού η αγάπη του Θεού είναι εκείνη, που αποτελεί τον θρίαμβό της, και αυτή η αγάπη μας ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Στην πλευρά αυτή θα προσπαθήσουμε να στρέψουμε την προσοχή μας.
«Ο Θεός αγάπη εστίν». Όσο κι αν μας φαίνεται κατανοητή η φράση αυτή και ο προσδιορισμός του νοήματός της, όμως αποτελεί μυστήριο, γιατί μυστήριο είναι ο ίδιος ο Θεός, με τον οποίο ταυτίζεται. Όσο άπειρος είναι ο Θεός, τόσο άπειρη είναι και η αγάπη του.
Και όσο λίγο κατανοούμε το Θεό, τόσο λίγο μπορούμε να κατανοήσουμε και το νόημα αυτής της φράσεως, ότι ο Θεός είναι αγάπη στην ολότητά του, γιατί ξεπερνάει τα όρια της περιορισμένης μας λογικής. Μένουν όμως κάποια στοιχεία και μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων εκδηλώσεων της αγάπης του Θεού, τόσο στη σύνολη δημιουργία, όσο και στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο. Αλλιώς δε θα είχε νόημα η ομιλία αυτή.
   Μια προσπάθεια προσεγγίσεως της θείας αγάπης αποτελεί η περιγραφή, που επιχειρεί σχετικά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για την αγάπη του Θεού ως «εκστατικότητα του Θεού». Η αγάπη του Θεού είναι μια κατά κάποιον τρόπο μυστικόν και απροσπέλαστον νοητικά «έκσταση», δηλαδή έξοδος του Θεού από τον εαυτό του, χωρίς όμως να «εξίσταται» ο Θεός, χωρίς δηλαδή να βγαίνει από τον εαυτό του! Ακατανόητο αυτό και αντινομικό, αλλά μόνον έτσι μπορεί να εκφραστεί αυτή η διαπίστωση.
 Ο Θεός πληροί τα πάντα και περιέχει τα πάντα, αλλά ο ίδιος δεν περιέχεται από τίποτε. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να «εξίσταται» ο Θεός, αφού δεν υπάρχει χώρος για να «εκστεί» έξω από αυτόν, γιατί είναι απερίληπτος; Πώς μπορεί δε να εξίσταται, και όμως να παραμένει μη εξισταμένος; «Μείωση» ή «σμίκρυνση» του Θεού είναι απαράδεκτη και ακατανόητη. Ας ιδούμε όμως τι ακριβώς μας λέει ο Άγιος και ας κατανοήσει ο καθένας μας ό, τι μπορεί, αφού ο χρόνος δε μας επιτρέπει αναλύσεις και σχολιασμούς.
   «Ας τολμήσουμε, λέει, να πούμε ετούτο χάριν της αλήθειας, ότι αυτός ο αίτιος των όλων εξαιτίας του καλού και αγαθού έρωτος για όλα από υπερβολή ερωτικής αγαθότητος βγαίνει έξω από τον εαυτό του με τις πρόνοιές του για όλα τα όντα. Και θέλγεται κατά κάποιον τρόπο από την αγαθότητα και την αγάπη και τον θείο έρωτα.
Από εκεί, που είναι πάνω από όλα και υψηλότερος απείρως από αυτά, κατεβαίνει σε όλα με εκστατική δύναμη υπερούσια, χωρίς να εξέρχεται ουσιαστικά από τον εαυτό του. Γι’ αυτό κι εκείνοι, που ξέρουν καλά τα θεία, τον αποκαλούν ζηλωτή, επειδή έχει πολύν αυτόν τον έρωτα προς τα όντα. Και επειδή γι’ αυτά προνοεί».
   Και επεξηγεί ο άγιος Ιερόθεος την έννοια του όρου έρως: «Τον έρωτα είτε θείον ειπούμε είτε αγγελικόν είτε νοερόν είτε ψυχικόν είτε ακόμη και φυσικόν, πρέπει να τον εννοήσουμε ως μία δύναμη που προξενεί ένωση. Και κινεί τα ανώτερα να προνοούν για τα κατώτερα, εκείνα που είναι της ίδιας σειράς τα κινεί να έχουν αμοιβαία συνοχή και κοινωνία, και τέλος κινεί τα κατώτερα να επιστρέψουν στα καλύτερα και ανώτερά τους».



Αρχιμανδρίτη Ευσέβιου Βίττη
Εμείς και η αγάπη μας
Εκδόσεις Μονής Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος 2012
(σελ. 47-64)

Επιμέλεια και μεταφορά στο Διαδίκτυο  Αναβάσεις

Ὁ θάνατος τοῦ θανάτου Metr.Anthony Bloom

Παρασκευή, 3 Μαΐου 2013


Ὁ θάνατος τοῦ θανάτου

349739-kresta[1]
Metr.Anthony Bloom
Ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς διαπερνᾶ σὰν ἕνα κατακόκκινο νῆμα ὁλόκληρη τὴ Γραφή, τόσο τὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ὁ θάνατος μᾶς παρουσιάζεται σὰν κάτι τὸ παράλογο, τὸ ἄσκοπο, κάτι τὸ ὁποῖο δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει. Ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς λέει (Α΄ Κορ.15. 26) ὅτι ὁ τελευταῖος ἐχθρὸς ὁ ὁποῖος θὰ καταργηθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο εἶναι ὁ θάνατος. Ὁμολογοῦμε ὅτι κατὰ τὴν ἔσχατη μέρα θὰ γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ ἀναμένουμε τὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου. Καὶ πραγματικά, ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς δίδαξε πὼς θὰ ἀγωνιζόμαστε γενναῖα ἐναντίον τοῦ θανάτου, οὔτε καὶ μᾶς δίδαξε ἁπλῶς πῶς νὰ τὸν ἀντιμετωπίζουμε ἄφοβα: μᾶς ἔδειξε τὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου.
Ὁ θάνατος δὲν ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα· μπορεῖ κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ζωῆς νὰ ὑπάρξει ἕνας ὁποιοσδήποτε ἀριθμὸς θανατηφόρων, φονικῶν στιγμῶν εἶναι πάρα πολλὲς ζωὲς ποὺ βρῆκαν τὸ τέλος τους ἐνῶ τὸ πρόσωπο ἐξακολούθησε τὴ ζωὴ πάνω στὴ γῆ:
φτάνει κάποιος νὰ συνειδητοποιήσει ἤ νὰ φανταστεῖ ὅτι ἡ ζωὴ του εἶναι ἄσκοπη, ὅτι κανεὶς δὲν τὸν χρειάζεται, φτάνει νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι ὅλοι τὸν ἔχουν ἀποστραφεῖ, παραμελήσει, γιὰ νὰ βρεθεῖ στὴ χώρα τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος στὴν πιὸ τρομακτικὴ καὶ ἀληθινὰ τελειωτικὴ μορφή του δὲν εἶναι ἡ σωματικὴ νέκρωσή μας ἀλλὰ ὁ χωρισμὸς ἀνάμεσα στὶς ἀποξενωμένες καρδιές: «εἶσαι ἀνεπιθύμητος, ἄχρηστος· εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρχεις πιά». Αὐτὴ εἶναι ἴσως ἡ πιὸ τρομακτικὴ ἁμαρτία τὴν ὁποία ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ διαπράξει ἔναντι κάποιου ἄλλου, νὰ τὸν κάνει νὰ αἰσθανθεῖ μὲ λόγια ἤ ἐνέργειες ὅτι εἶναι περιττὸς καὶ ἀνεπιθύμητος, ὅτι ἁπλῶς ὑπάρχει καὶ θὰ ἔκανε τὸ ἴδιο ἂν δὲν ἦταν ἐκεῖ.
Θυμηθεῖτε τὰ φοβερὰ λόγια τὰ ὁποῖα ὁ ἄσωτος γιὸς λέει στὸν πατέρα του στὴν ἀρχὴ τῆς παραβολῆς τοῦ Χριστοῦ: «Δῶσε μου τώρα τὸ μερίδιο τῆς κληρονομιᾶς τὸ ὁποῖο θὰ μοῦ ἀναλογεῖ ὅταν θὰ ἔχεις πεθάνει» (Λουκ. 15.12). Αὐτὸ σημαίνει: «Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει τὸ ἂν ζεῖς ἤ ἂν ἔχεις πεθάνει καὶ δὲν σὲ χρειάζομαι. Αὐτὸ ποὺ θέλω εἶναι ἐκεῖνο ποὺ θὰ μοῦ δοθεῖ ὅταν πιὰ δὲν θὰ ζεῖς. Φύγε ἀπὸ τὸ δρόμο μου, εἶσαι ἀνεπιθύμητος, στέκεσαι ἀνάμεσα σ’ ἐμένα καὶ τὴν ἐλευθερία μου, τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Ἂς συμφωνήσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχεις πιά, ὅτι ἔχεις θαφτεῖ ζωντανός». Τί φοβερὰ λόγια! Τὰ λόγια ὅμως αὐτὰ τὰ ἐπαναλαμβάνουμε ἤ τὰ μεταδίδουμε στοὺς γύρω μας ἔστω καὶ χωρὶς νὰ τὰ προφέρουμε ὅταν τοὺς προσπερνοῦμε σὰν νὰ μὴν ὑπάρχουν, ἤ ἀκόμα χειρότερα σὰν νὰ μὴν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ζοῦν πάνω στὴ γῆ, σὰν νὰ ἀποτελοῦν ἐμπόδιο στὸ δρόμο μας.
Αὐτὴ εἶναι ἴσως ἡ πιὸ τρομακτικὴ ἄποψη στὸ καταστροφικὸ καὶ ἐναγώνιο μυστήριο τοῦ θανάτου, καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ κόλαση στὴν ὁποία κατέβηκε μετὰ τὸ Σταυρικό Του θάνατο. Ἡ κόλαση ἐκείνη δὲν ἦταν αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε σὰν γιὰ τόπο βασανισμοῦ, ὅσο φοβερὸς κι ἂν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτός, ἦταν κάτι πολὺ πιὸ τρομακτικό: ἦταν ὁ τόπος ὅπου δὲν ἦταν ὁ Θεός, τόπος ἀπόλυτου, τέλειου, ἀνέλπιδου χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τόπος ἀποξένωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄλλο ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἦταν ἡ κόλαση στὴν ὁποία περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους στὴ γῆ καὶ ἀφοῦ εἶχε ξαφνικὰ αἰσθανθεῖ πάνω στὸ σταυρὸ τὸν Ἑαυτὸ Του ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ (Ματθ. 27.46), ἡ κόλαση τοῦ ἀπόλυτου χωρισμοῦ. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὸ θάνατό Του πάτησε τὸ θάνατο, ὅτι ὁ Ἅδης ἔχει κατατροπωθεῖ καὶ κενωθεῖ ἐννοοῦμε ὅτι ὁ θάνατος ἐκεῖνος καὶ ἡ κόλαση ἐκείνη δὲν ὑπάρχουν πιά. Δὲν ὑπάρχει πιὰ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό: ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔχει κατεβεῖ στὸν Ἅδη καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ μέρος στὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς δὲν εἶναι παρὼν μαζὶ μὲ τὰ πλάσματά Του.
Ὁ Χριστὸς ἔχει κατεβεῖ καὶ στὴν κόλαση τῶν σκληρῶν ἐπίγειων ἀνθρώπινων σχέσεων, τὸ πεδίο τῆς ἀμοιβαίας ἀποξένωσης καὶ ἀποστροφῆς, τῆς ἀλληλοκαταστροφῆς καὶ τοῦ μίσους. Ὅταν λοιπὸν κατεβαίνουμε σὲ μιὰ τέτοια κόλαση ἤ ὅταν σερνόμαστε μέσα της ἀπὸ ἕνα φρικιαστικὸ ἀνθρώπινο πεπρωμένο δὲν εἴμαστε μόνοι: ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖ ἔχοντας ἑκούσια εἰσέλθει καὶ καλεῖ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς νὰ εἰσέλθουμε στὰ βάθη αὐτὰ τοῦ Ἅδη θεληματικά, σὰν ἄνθρωποι ζωντανοί, ἀνίκητοι καὶ ἀκαταμάχητοι· ὄχι σὰν νεκροὶ ἀλλὰ σὰν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ζοῦν μὲ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὴ δύναμη τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ὁ Χριστός, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη ( Ἰω. 17.3), λέει ὅτι ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Οὐράνιου Πατέρα ὡς τοῦ μόνου ζωντανοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς γιοῦ Του καὶ ὡς Σωτήρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ κληρονομιά μας, αὐτὸς εἶναι ὁ θησαυρός μας· μποροῦμε νὰ εἰσέλθουμε στὰ βάθη τῆς κόλασης, νὰ βυθιστοῦμε στὸ ὁποιοδήποτε σκοτάδι τῆς γῆς ἤ τοῦ Ἅδη χωρὶς φόβο διότι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο βρίσκεται κοντά μας ἀλλὰ καὶ ἔχει κατεβεῖ ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ μᾶς· ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο κοντά μας ἀλλὰ μέσω τοῦ βαπτίσματος, τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Θείας Κοινωνίας εἶναι μέσα μας κι ἐμεῖς μέσα σ’ Ἐκεῖνον κι εἴμαστε φόβος καὶ τρόμος γιὰ κεῖνες τὶς περιοχές.
Ὁ παροδικὸς θάνατος, ὅπως συχνὰ τὸ λένε οἱ προσευχὲς καὶ τὰ συγγράμματα τῆς ἐκκλησίας εἶναι ἕνας ὕπνος, ἕνας προσωρινὸς χωρισμὸς ὁ τελειωτικὸς ὅμως ἐκεῖνος χωρισμὸς ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε τὸν τρόμο τοῦ ἀρχαίου κόσμου δὲν ὑπάρχει πιά, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν φοβούμαστε. Ὁ θάνατος δὲν ὑπάρχει, ἔχει ὑπερνικηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅσο γιὰ τὸ θάνατο γιὰ τὸν ὁποῖο μίλησα προηγουμένως, τὴ ζωντανὴ νέκρωση τοῦ προσώπου ποὺ εἶναι ἀνεπιθύμητο, ἄχρηστο, ἀποδιωγμένο καὶ ξεχασμένο, αὐτὴ δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ στὸ χέρι μας εἶναι νὰ κάνουμε ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει στὸν κόσμο γύρω μας.
 Ἂς προσπαθήσουμε λοιπὸν νὰ δείχνουμε τὴν ἴδια προσοχή, τὴν ἴδια διαίσθηση καὶ εὐαισθησία ποὺ θὰ ἔδειχνε ὁ Χριστὸς καὶ σὲ ὁποιονδήποτε πεθαίνει ὄχι μόνο μὲ τὸ σωματικὸ ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο ἂς δώσουμε τὴ μαρτυρία ὅτι θάνατος δὲν ὑπάρχει, ὅτι ἔχει ἔλθει ἡ Βασιλεία, ὅτι ἡ ἀγάπη καθυπόταξε τὸ θάνατο μὲ τὸν ἀγώνα της πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ μὲ τὴ νίκη της μέσα στὶς καρδιές μας.
Ἀπό τό βιβλίο:Ἡμέρα Κυρίου, ἐκδόσεις Ἀκρίτας
http://www.imaik.gr/?p=8015#more-8015 

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΙΤΗΣ - Έτσι ανακαλύπτεις τον Χριστό...

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΙΤΗΣ - Έτσι ανακαλύπτεις τον Χριστό...


Σας έχει τύχει να θυμώνετε στο δρόμο, αν ακούτε κάποιον να βλασφημεί; Έχετε νιώσει πίκρα αν ειρωνεύεται κάποιος τα θεία;

Σας κατακρίνουν γιατί μιλάτε συνεχώς για το Θεό ή γιατί αντιμετωπίζετε με αγάπη τους γύρω σας;

Ακόμα κι αν έχετε με τη σκέψη σας καταδικάσει όσους το έπραξαν, αλλά κι αν νιώσατε καταδικασμένοι από τους γύρω σας, σκεφτείτε πως κανείς δεν είναι τέλειος. Πραγματικά, ο φιλεύσπλαχνος Κύριος ανύψωσε την ανθρωπότητα, απαλλάσσοντάς την από την αμαρτία. «Εκείνος που πετάει το λιθάρι προς τα πάνω, το ρίχνει στο κεφάλι του» (Σοφ. Σειρ. 27:25). Εκείνος δηλαδή που πετάει μια πέτρα προς τα πάνω, δέχεται τελικά δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του, γιατί η πέτρα δεν θα μπορέσει να διασχίσει τον ουρανό, αλλά θα επιστρέψει σ' αυτόν που την πέταξε (Μονή Παρακλήτου).

Πρακτικά, όταν κάποιος βλασφημεί, γίνεται υποχείριο της αμαρτίας, γιατί στηρίζεται στον εαυτό του, αναζητώντας ο δόλιος να λύσει μόνος του το όποιο πρόβλημά του. Οι πατέρες αναφέρουν ότι ο βλάσφημος που έπεσε μοιάζει με φορτωμένο ζώο, γιατί δεν μπόρεσε να βαστάξει το φορτίο του θυμού του. Όμως, «τίποτε δεν είναι πιο άνανδρο από το να κάνεις τον γενναίο ενάντια στο Θεό» (Σκέψεις Πασκάλ).

Εντούτοις η παραπτωματική μας συμπεριφορά δεν μας στέρησε το δικαίωμα να επιλέγουμε ελεύθερα αν θα ζούμε στην αλήθεια ή το ψέμα. Η αλήθεια είναι μόνο ο Χριστός και ο σκοπός του ανθρώπου είναι η Παραδείσια σωτηρία. Ψέμα είναι η ψυχρή και παγερή αδιαφορία μας απέναντι στο συνάνθρωπό μας, μια και με την επιφανειακή αγάπη μας δεν καταφέρνουμε να τον βοηθήσουμε να βρει το δρόμο, ώστε να απαλλαγεί από την πνευματική ασθένεια, την αμαρτία. Κι η οδός λέγεται μεταμέλεια και μετάνοια. Εξάλλου, όταν πλησιάζεις με συντριβή και μετάνοια το Σωτήρα, ικετεύεις με προσμονή Εκείνον που ίασε την ανθρώπινη ψυχή. Γι αυτό και ο φιλεύσπλαχνος Κύριος ανταποκρίνεται στην παράκλησή σου.

Κυρίως το στοργικό Του βλέμμα κινείται με αγάπη προς κάθε ανθρώπινο πλάσμα. Κι είναι σημαντικό κι εσύ ο άνθρωπος να αντιμετωπίζεις με αγάπη, χρηστότητα και μεγαλοψυχία τον πλησίον, εφόσον «η ευγένεια ψυχής είναι καθοριστικό στοιχείο της καλής συνεργασίας» (Λαϊκή ρήση). Για να ακολουθήσεις το μονοπάτι που οδηγεί στο Χριστό, χρειάζεται ευγένεια ψυχής και καλοσύνη: «Η αληθινή ευγένεια είναι σαν το καθαρό χρυσάφι που δεν σκουριάζει ποτέ», έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Μα και μια λαϊκή παροιμία μας λέει: «Ο καλός τρόπος βγάζει το θεριό από την τρύπα του».

Και μήπως θηρίο δεν είναι ο άνθρωπος, αν δεν ανακαλύψει πως η γαλήνη της ψυχής εκπορεύεται από τον ίδιο το Χριστό;

Πώς ο άνθρωπος να απαρνηθεί τον εαυτό του και να υποταχθεί σε Εκείνον που μας απάλλαξε από τα εσωτερικά μας τραύματα; Αλήθεια, όταν η ψυχή συνδέεται με την αμαρτία, νοσεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που φέρνει στο φως τη θεραπεία της άρρωστης ψυχής μας είναι η παραβολή του παραλυτικού της Καπερναούμ (Μάρκου β, 1-12). Εκεί αποδεικνύεται πως οι φυσικές μας ασθένειες είναι οι συνέπειες της αμαρτίας.

Ο μεγάλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλεγε ότι ο παράλυτος δείχνει ότι η ψυχή νοσεί κι ότι οι τέσσερις άνθρωποι που τον μεταφέρουν από τη στέγη του σπιτιού είναι οι αρετές του μετανοούντος ανθρώπου: αυτοκριτική, εξομολόγηση, διάθεση απομάκρυνσης από την αμαρτία και η θερμή προσευχή. Η οροφή που διαλύεται είναι το μυαλό μέσα στον εγωισμό, που δεν επιτρέπει τη μετάνοια. Γι' αυτό και όταν θεραπεύεται η ψυχή, μεταφέρει μόνη της το σώμα της (το κρεβάτι της). Γιατί, αν η αμαρτία είναι τραύμα, η μετάνοια είναι το φάρμακο της. Έτσι, όταν ο άνθρωπος ανακαλύπτει το Χριστό, μετανοεί για την αμαρτωλότητά του και ανακαινούται.

Ίσως το περίεργο μοναστικό ρητό να κρύβει μέσα του τη διέξοδο του ανθρώπου από την απελπισία, τη μοναξιά και την αβεβαιότητα: «αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις»: αν απαλλαχτείς από τον εγωιστικό εαυτό σου πριν από το βιολογικό σου θάνατο, δεν θα βρεις τον αιώνιο θάνατο μακριά από το Θεό, όταν επιτελεστεί ο σωματικός θάνατος. Κι έπειτα, η πίστη, η ελπίδα κι η αγάπη είναι οι λυχνοστάτες της εν Χριστώ ζωής, μια και η καθημερινότητά μας έχει ανάγκη την υπομονή, την ταπείνωση, αλλά και το «Κύριε, ελέησον».

Λύτρωση μοναδική η κολυμβήθρα της εκκλησίας, εφόσον μέσα στο χώρο της αναβαπτιζόμαστε ψυχικά και θεραπευτικά μέσω της Θείας λειτουργίας. Μεσίτριά μας η Παναγία: Πηγή υπάρχεις αληθώς, ύδατος ζώντος Δέσποινα· εκπλύνεις ούν νοσήματα, ψυχών σωμάτων χαλεπά, εν τη προσψαύσει μόνη σου ύδωρ της σωτηρίας, Χριστόν η προχέουσα.

(Δέσποινα, αληθινά υπάρχεις ως πηγή ζωντανού νερού· καθαρίζεις λοιπόν τις επικίνδυνες αρρώστιες των ψυχών και των σωμάτων, επειδή μόνη σου και με το απαλό άγγιγμά σου ξεχύνεις μπροστά μας το Χριστό, το νερό της σωτηρίας).

Η ανακάλυψη του Χριστού σημαίνει να κάνεις την ψυχή σου οίκο Κυρίου, σηκώνοντας το Σταυρό του Γολγοθά σου. Κι όταν το φως της ανάστασης το κρατάς μέσα σου αναμμένη δάδα, δεν υπάρχει φόβος, εφόσον ζεις ήδη στην νέα Ιερουσαλήμ, ελεύθερος κι ευτυχισμένος. Ποιος είναι ελεύθερος άνθρωπος; «Εκείνος είναι πραγματικά ελεύθερος ο οποίος υπακούει και συμμορφώνεται στο θέλημα του Θεού. Πάντοτε το όχι στην αμαρτία. Πάντοτε το ναι σε ότι μας ζητεί ο Χριστός (Κυριακοδρόμιο τόμος 5ος, Εκδόσεις Σωτήρ)».

Και ποιος είναι ο ευτυχισμένος άνθρωπος; «Μακάριος ός κρατήσει καί ἐδαφιεί τά νήπιά σου πρός τήν πέτρα: ευτυχισμένος είναι όποιος θα συντρίψει τις αμαρτίες του με την πέτρα - τον Χριστό - όσο είναι ακόμη μικρές.» (Ψαλμ. 136,9).

Μακάρι ο φιλάνθρωπος Κύριος να δίνει δύναμη στον καθένα μας, ώστε όχι μόνο να θαυμάζουμε το Δημιουργό μας μέσα από το μεγαλείο της φύσης, αλλά και με την προσευχή να ανακαλύπτουμε το Χριστό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δώρησέ μας αληθινή, δακρύβρεκτη μετάνοια. Εσύ μάς έμεινες μοναδική Ελπίδα σωτηρίας. Είσαι η Αλήθεια μέσα σε τόσα ψέματα. Είσαι η Χαρά μας μέσα σε τόσες θλίψεις. Είσαι η Λύτρωσίς μας μέσα σε τόση αμαρτία. Είσαι η Ειρήνη μέσα σ' ένα κόσμο τόσο ταραγμένο. Δόξα στη μακροθυμία και στην Ανοχή σου, Κύριε. Αμήν».

Πηγή: panagiaalexiotissa.blogspot.gr


_________________


Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι,
Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ

Πατροκοσμάς: Ο χτίστης της Ρωμηοσύνης
  • Γράφτηκε από  Δημήτρης Νατσιός
  •                                      

«Τα γράμματα είναι το στολίδι του ανθρώπου»
 
Είναι από ποίημα του Γεωργίου Αθάνα η ωραία φράση «χτίστης της Ρωμηοσύνης». Παραθέτω το τροπαιοφόρο στιχούργημα:
«Στο Μέγα Δέντρο ξεκινά,
στο Καλοντάει αγιάζει,
χτίζει σχολειά, χτίζει εκκλησιές,
χτίζει τη Ρωμηοσύνη.
Πάτερ Κοσμά, σαν να ‘ταν χτες
το κήρυγμά σου αχάζει (=βροντά)
στη Ρούμελη, στην Ήπειρο
στην απεραντοσύνη».
Στις 24 Αυγούστου κάθε έτους η Εκκλησία και το Γένος μας τιμά και γεραίρει την μνήμη του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του Ισαποστόλου και Εθναποστόλου, του αγιορείτη καλόγερου που προετοίμασε ηθικώς και πνευματικώς την Ελληνική Επανάσταση.
Τέσσερις αποστολικές περιοδείες έκανε. Με βαθιά μόρφωση, κάτοχος της «θύραθεν» παιδείας, αλλά κυρίως με το όπλο το αήττητον της αγιότητας, αφήνει το 1760 περίπου το Άγιον Όρος (Μονή Φιλοθέου) πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζητάει την ευλογία και άδεια του πατριάρχη Σεραφείμ Β’, προκειμένου να αρχίσει κηρυκτικό ιεραποστολικό έργο στην κυρίως Ελλάδα, «επειδή το γένος μας έπεσε εις αμάθειαν».
Έτσι ξεκινάει τις περιοδείες του που, σχεδόν χωρίς διακοπή, διαρκούν είκοσι ολόκληρα χρόνια. Περιόδευσε σχεδόν όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, από τη Θράκη ως και το βόρειο μέρος της Πελοποννήσου, πέρασε στις Κυκλάδες, έφτασε στα Επτάνησα και επέμεινε κυρίως στην Ήπειρο (και στην σκλαβωμένη Βόρειο) καθώς και στη Δυτική Μακεδονία, όπου υπήρχαν και τα περισσότερα κρούσματα αλλαξοπιστίας ή εγκατάλειψης της «πατρίου φωνής», της ελληνικής γλώσσας.
Περνούσε από χωριό σε χωριό και σταματούσε σε κάθε τόπο δύο μέρες. Έκανε ένα πρώτο κήρυγμα το βράδυ της άφιξής του, ένα δεύτερο το επόμενο πρωί και ένα τρίτο την ίδια μέρα το βράδυ. Το κήρυγμά του συγκλονίζει, ανασταίνει ψυχές, παρηγορεί, αφυπνίζει, τονώνει την ελπίδα των υπόδουλων Ελλήνων σε μία μελλοντική απελευθέρωση –ανάσταση του Γένους. Η γλώσσα του απλή, ζωντανή και χυμώδης, η γλώσσα του λαού, όπως είχε διαμορφωθεί μέσα στους αιώνες της δουλείας με τα ηρωικά τραγούδια των κλεφταρματολών και όχι τα γλωσσικά ξεφτίδια και οι πλαδαρές μεγαλοστομίες του λογιοτατισμού.
(Ο μακαριστός Επίσκοπος Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης στο περισπούδαστο σύγγραμά του για τον Άγιο Κοσμά με αφορμή αναφορά τού αγίου γιά το έργο των Αποστόλων, γράφει σε υποσημείωση στην σελίδα 100: «Το έργον των Αποστόλων, των κηρύκων, των τιμίων εργατών του Ευαγγελίου, μεταβάλλει την χέρσον γην εις κήπον Χριστού, εις επίγειον παράδεισον. Εάν όλοι οι κληρικοί, και μάλιστα οι επίσκοποι, μετά την απελευθέρωσιν του Έθνους, ειργάζοντο όπως ειργάσθη κατά τους χρόνους της δουλείας ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, σήμερον η Ελλάς θα ήτο κατοικία Αγγέλων, ο πλέον ευχάριστος τόπος, εις τον οποίον θα συνέρρεον οι ξένοι όχι διά να ίδουν τα αρχαία μνημεία, αλλά διά να ιδούν πώς η Ελλάς έγινε καινή κτίσις, υπόδειγμα χριστιανικής ζωής και πολιτείας». Μεγάλη αλήθεια! Πού ήταν οι επίσκοποι και οι πνευματικοί, πλην των τιμητικών εξαιρέσεων, όταν οι ανθρωποκάμπιες της πολιτικής βυσσοδομούσαν κατά του κράτους και του λαού; Τι πράμα είναι αυτό; να μιλούν οι διεφθαρμένοι τζιτζιφιόγκοι και να σιωπούν οι επίσκοποι, οι ποιμένες του λαού; Το λάβαρο της Επανάστασης του ’21 το κρατούσε ένας επίσκοπος και μόνο αυτό το γεγονός έδινε απερίστροφο δικαίωμα στην Εκκλησία να περιφρουρεί «ανυστάκτως» τα παιδιά της. Ανεξέλεγκτοι οι ξένοι λυμεώνες, συνεπικουρούμενοι από τους ημέτερους κύκλους της κακόνοιας «ων ο Θεός η κοιλία, οι εχθροί του σταυρού», μετέτρεψαν την πατρίδα μας όχι σε «καινή», αλλά σε κενή κτίση...).
Είχε συλλάβει με ενάργεια ο Πατροκοσμάς ότι το δούλον Γένος θα φθάσει στο «Παθούμενο» μόνο με τα φώτα της Παιδείας. Γι’ αυτό πρώτο του μέλημα στα κηρύγματά του ήταν το χτίσιμο σχολείων. Αλλά τι σχολείων;
«Να σπουδάζετε και σεις αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον μπορείτε. Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσεις τα ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβεις εκείνα οπού ομολογεί η Εκκλησία μας. Καλύτερον, αδελφέ μου, να έχεις ελληνικόν σχολείον εις την χώρα σου, παρά να έχεις βρύσες και ποτάμια και ωσάν μάθης το παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται άνθρωπος...».
Το άκουγαν οι αγαθοί Έλληνες, φιλοτιμούνταν από την θυσιαστική του προσπάθεια, πρόσφεραν τα τιμαλφή τους οι γυναίκες και πάνω από 1000 σχολεία χτίστηκαν χάρις στην επίδρασή του... αλλά σχολεία ελληνικά και όχι σχολεία-φυτώρια γενιτσαρισμού σαν τα σημερινά.
Σ’ εκείνα τα σχολεία της σκλαβιάς, τα φανερά και τα «κρυφά» όπου ο κατακτητής δεν τα επέτρεπε, «...η ψυχή του Έθνους αγρυπνούσε. Φτωχοί παπάδες και δάσκαλοι, που ετρέφοντο με λίγο ψωμί, είχαν το σθένος εις το βάθος της ψυχής των, σθένος ποιητών. Καταλάβαιναν την ευθύνην που τους εβάρυνε να συνεχίσουν την ελληνικήν παράδοσιν· διηγούντο εις τα Ελληνόπουλα ποιά ήταν άλλοτε η πατρίδα τους και τους εδίδασκαν δύο ονόματα: Ελλάς και ελευθερία», γράφει ο ακαδημαϊκός Σίμος Μενάρδος (αρχιμ. Ιω. Αλεξίου, «η Παιδεία στην Τουρκοκρατία», σελ. 181). Από τέτοια σχολεία ξεπήδησαν τα λιοντάρια του Εικοσιένα. Προφήτευσε κάποτε ο άγιος: «Το κακό θα σας έρθη από τους διαβασμένους». Δεν είπε μορφωμένους. Ο λαός μας τους μορφωμένους τους έλεγε γνωστικούς, ενώ τους διαβασμένους, πολύξερους. Πολύξεροι είναι οι ανόητοι ημιμαθείς που «μεταρρυθμίζουν», «αναγεννούν», «αναπτερώνουν» την Παιδεία, για να καταλήξουμε σήμερα, αντί να έχουμε σχολεία «ελληνικά», που θα φωτίζουν τους μαθητές, με «ψυχή και Χριστό», κατάντησαν μάνδρες αφιλοπατρίας, αθεϊας και γλωσσικής αφασίας. Γιατί σχολεία που δεν αρδεύονται από την αείρροη πηγή της παράδοσής μας «είναι ένα τίποτα». Αντιγράφω την σκέψη του Ζ. Λορεντζάτου από το βιβλίο του «Ρωμιές» (Δόμος, 1990).
«Κάθε νιόκοπη γενιά αν δεν φυσήξη το κάρβουνο της παράδοσής, να το κάνει να κοκκινίσει, κάλλιο να την κλαις. Είναι γενιά νεκρή και τα γεννήματά της κοιλάφαρνα. Αυτό που λέμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει, είναι ένα τίποτα. Όλα είναι παράδοση δηλαδή ζωή στην ανώτερη φάση της· ζωή και παράδοση ταυτόσημες. Όλα τέλος είναι: παράδοση ή τίποτα. Και αυτό είναι παράδοση μέσα σε μία γλώσσα, στο προκείμενο τη γλώσσα την ελληνική: ο Όμηρος- και-ο Σολωμός: εσύ».
«Θα ‘ρθη πρώτα ένα ψευτορωμαίικο· να μην το πιστέψετε· θα φύγη πίσω» έλεγε σε μία άλλη του προφητεία ο άγιος. Το ψευτορωμαίικο, το χαρτοβασίλειο της κομματοκρατίας καταρρέει. Ας μη φοβόμαστε και ας μην ακούμε τις εμετικές σειρηνωδίες των ξένων-«ο φιλήκοος των ξένων, είναι προδότης- έλεγε ο Καπποδίστριας. Έρχεται το αληθινό ρωμαίικο. Τώρα αποτινάζουμε τα σάπια λέπια του εξευρωπαϊσμού μας. Λίγο σκάψιμο θέλει και θα ξαναβρούμε τον εαυτό μας. Κι ας γίνουν τα σπίτια και οι αίθουσες διδασκαλίας «κρυφά σχολειά». Φωνάζει και βροντολαλεί το αγιασμένο πετραχήλι του νεομάρτυρα αγίου Κοσμά: «Είναι μία μηλιά και κάνει ξινά μήλα. Εμείς τώρα τι πρέπει, να κατηγορούμεν τη μηλιά ή τα μήλα; Την μηλιά. Λοιπόν κάμνετε καλά εσείς οι γονείς (και οι δάσκαλοι) οπού είστενε η μηλιά, να γίνωνται και τα μήλα γλυκά».
Έτσι χτίζονται Ρωμηοσύνες...
***
(Τόσο πολύ τιμά η κακορίζικη «Παιδεία» μας τον μεγαλύτερο Δάσκαλο του Γένους ώστε στο Δημοτικό δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη αναφορά στο έργο του, ενώ στο Γυμνάσιο στην «Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Α, Β, Γ Γυμνασίου, στην σελίδα 42 διαβάζουμε στις 5-6 μόνο αράδες και τα εξής: «Ανάμεσα στους πρώτους διαφωτιστές ανήκει και ο Κοσμάς ο Αιτωλός... Το 1779 συνελήφθη από τις οθωμανικές αρχές και εκτελέστηκε». Πρώτον δεν ήταν διαφωτιστής, όπως τον θέλουν οι γραικύλοι... φωταδιστές. Δεύτερον τα «συνελήφθη  και εκτελέστηκε», ταιριάζουν σε κατάδικους του ποινικού δικαίου. Οι άγιοι οδηγούνται στο μαρτύριο, δοξολογώντας τον Θεό και ευλογώντας τον κόσμο.
Τρίτον, ενώ ο Κοραής τιμάται, στο ίδιο βιβλίο, με τρεις σελίδες, ο άγιος που έδωσε και το αίμα του για την ανάσταση του Γένους τιμάται με μόνο με 7-8 σειρές, χωρίς μάλιστα να αναγράφεται το επίθετο «άγιος». Έργα και ημέρες του ψευτορωμαίικου...).
Δημήτρης Νατσιός
 
Δάσκαλος Κιλκίς