Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ἤγουν, περὶ βίας καὶ πλάνης δαιμονικῆς

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ἤγουν, περὶ βίας καὶ πλάνης δαιμονικῆς



ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περὶ βίας καὶ πλάνης δαιμονικῆς.
«…Τ πο­νη­ρ πνε­μα, πο ­πο­τε­λε τ βα­σι­κ κ­φρα­ση το κα­κο, διτ­τς δι­α­στρέ­φει κα ν­τι­στρα­τεύ­ε­ται τν ν­το­λ το Χρι­στο, μ σκο­π ν πα­ρα­πλα­νή­σει τν ν­θρω­πο. Πρ­τα λοι­πν τν πεί­θει ­τι ­πι­κρά­τη­ση το ­γα­θο προ­ϋ­πο­θέ­τει τ δι­ά­κρι­ση τν ν­θρώ­πων σ «φί­λους» κα «­χθρούς». ­στε­ρα, ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τ ρ­γο τς πλά­νης, τν ­ναγ­κά­ζει ν ­πο­δε­χθε ς ­θι­κ ρ­θ κα ­ναγ­καί­α τ χρή­ση πο­νη­ρν κα δό­λι­ων μέ­σων γι τν ­περ­νί­κη­ση τν  «­χθρν» κα τν τε­λι­κ ­πι­κρά­τη­ση το ­γα­θο.…».

«…Ἂν τὸ κα­κὸ δὲν «νι­κη­θεῖ» πρῶ­τα σὲ αὐ­τὸν τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ καὶ πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ἡ ἀ­δι­κί­α ἀ­πὸ τὴ ζω­ή μας, ἀ­φοῦ, ἀ­κό­μη καὶ ἂν ἀ­φαι­ρε­θεῖ βί­αι­α ὁ πλοῦ­τος ἀ­πὸ τὸν ἕ­να πλού­σιο, ὁ ἑ­πό­με­νος ποὺ θὰ τὸν ἰ­δι­ο­ποι­η­θεῖ ἢ θὰ κλη­θεῖ νὰ τὸν δι­α­χει­ρι­στεῖ στὸ ὄ­νο­μα τῆς δι­και­ο­σύ­νης, ὅ­ποι­ος καὶ ἂν εἶ­ναι αὐ­τός, ἐ­φό­σον θὰ δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια πά­θη, θὰ κά­νει ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ καὶ τὰ ἴ­δια λά­θη (ἴ­σως καὶ με­γα­λύ­τε­ρα), μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ἀ­δι­ά­κο­πη ἀ­να­κύ­κλω­ση τῆς ἴ­διας ἀ­πο­τυ­χί­ας καὶ τὴ δι­αι­ώ­νι­ση, ἀν­τὶ γιὰ τὴν ἑ­ξά­λει­ψη, τῆς ἀ­δι­κί­ας…»

 «Πάντες ο τν λόγων ατν ρασταί,
συνελθόντες μνοις τιμήσωμεν.
Ατοί γάρ τῇ Τριάδι, πέρ μν εί πρεσβεύουσιν»
 
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΕΚΛΕΚΤΟ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΜΟΥ κ.  ΚΟΡΔΑ ΘΕΟΔΩΡΟ
ΣΕ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΕΤΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΥ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΙΣ ΣΗΜΕΙΟΝ ΕΞΟΔΙΟΝ.
 
Ε
ἶ­ναι πραγ­μα­τικὰ ἀ­να­τρε­πτι­κὸς καὶ αἰφ­νί­διος ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξε­λίσ­σε­ται ἡ ἱ­στο­ρί­α καὶ ὁ ἀν­θρώ­πι­νος βί­ος. Ἡ τρε­πτό­τη­τα τῆς ὕ­παρ­ξής μας πολὺ συχνὰ με­ταλ­λάσ­σει τὰ πάν­τα μὲ γρήγορους ρυθ­μούς, δι­α­ψεύ­δον­τας τὶς προ­βλέ­ψεις καὶ τὶς προσ­δο­κί­ες μας. Ὅ­σο ἀ­πρό­βλε­πτη καὶ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτη εἶ­ναι ἡ πο­ρεί­α τοῦ νε­ροῦ μέσα στὸ φυ­σι­κὸ κό­σμο, τό­σο ἀ­πρό­βλε­πτη καὶ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτη ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται καί ἡ πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς μας.
Θ
ύ­μα αὐτῆς τῆς τρε­πτό­τη­τας τοῦ βί­ου εἴ­μα­στε, τρόπον τινά, καὶ ἐ­μεῖς. Τὴν πε­ρα­σμέ­νη χρο­νιὰ πα­ρου­σι­ά­σα­με τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν γιὰ τὸν πλοῦ­το, ἀ­να­πτύσ­σον­τας πα­ράλ­λη­λα καὶ τὴ βα­θύ­τε­ρη ἔν­νοι­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­κτη­μο­σύ­νης. Ἀ­να­φέ­ρα­με τό­τε πώς: «…ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας...ἀ­ναγ­γέλ­λει στν ἄν­θρω­πο τν ἀ­λή­θεια της, ἀ­φή­νον­τας τ ὑ­πό­λοι­πα στν ἐ­λευ­θε­ρί­α του...» κα «…σ κα­νέ­ναν δν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τ δι­καί­ω­μα τς ἐ­πι­βο­λῆς το δι­καί­ου…». Σχο­λι­ά­ζον­τας αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ στά­ση της, εἴ­πα­με ὅ­τι ὁ­ρι­σμέ­νοι ὑ­πο­στη­ρί­ζουν πώς «…στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τό βρί­σκε­ται ἡ ἀ­χίλ­λει­ος πτέρ­να τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἤ, ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, πὼς ἐ­δῶ κρύ­βε­ται ἡ πρό­θε­σή της νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ τὸν πλοῦ­το καί νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει ἔ­τσι τὴ δι­αι­ώ­νι­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­δι­κί­ας...». Προ­α­ναγ­γεί­λα­με μάλιστα ὅ­τι κάποια στιγμὴ θὰ ἀ­παν­τή­σου­με σὲ αὐ­τὴ τὴν κα­τη­γο­ρί­α, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας ἔτσι ἔμ­με­σα στοὺς ἀκροατές μας τὸ θέ­μα τῆς σημερι­νῆς ὁ­μι­λί­ας.
Κ
αὶ ἐ­νῶ αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ ἀρχικὴ πρό­θε­ση καὶ ὁ σχε­δια­σμός μας, ἡ τραγικὴ πο­ρεί­α τῶν πραγ­μά­των ἀ­νέ­τρε­ψε ἐν πολ­λοῖς τὶς ἀ­πο­φά­σεις μας. Οἱ πρό­σφα­τες δο­λο­φο­νί­ες τρι­ῶν νέ­ων ἀν­θρώ­πων σὲ δύ­ο ἐρ­γα­τι­κὲς συ­νοι­κί­ες τῆς Ἀ­θή­νας, τὸ Κε­ρα­τσί­νι καὶ τὸ Νέ­ο Ἡ­ρά­κλει­ο, ποὺ μὲ τὴν ἀ­γρι­ό­τη­τά τους συγ­κλό­νι­σαν τὸ πα­νελ­λή­νιο, κα­θὼς καί ἡ ἐ­πα­πει­λού­με­νη ἐ­πα­νά­λη­ψη ἀ­νά­λο­γων πε­ρι­στα­τι­κῶν, μᾶς ἀ­νάγ­κα­σαν νὰ μὴν πε­ρι­ο­ρί­σου­με τὸ κεν­τρι­κὸ θέ­μα τοῦ λό­γου μας, ποὺ εἶ­ναι ἡ κα­τα­δί­κη τῆς ἱ­ε­ρο­ποί­η­σης τῆς βί­ας, στὴ στε­νὴ οἰ­κο­νο­μι­κή του δι­ά­στα­ση, ἀλ­λὰ νὰ τὸ το­πο­θε­τή­σου­με σὲ ἕ­να εὐ­ρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κὸ πλαί­σιο. Θὰ ἐ­πι­χει­ρή­σου­με λοι­πόν, τὸ κα­τὰ δύ­να­μιν, τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ ἐν λό­γῳ ζη­τή­μα­τος, γνω­ρί­ζον­τας πώς ἡ Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­χει πολ­λὰ νὰ προ­σφέ­ρει σὲ ὅ­σους ἀ­γα­ποῦν τὴν Ἀ­λή­θεια καί, κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου, ἔ­χουν «...ὦ­τα ἀ­κού­ειν…» (Μτθ. 11,15). Σὲ αὐ­τοὺς ἄλ­λω­στε τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­πευ­θύ­νεται, κυρίως, ὁ λό­γος μας.
Κ
α­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἀνθρωπολογία, τὸ κα­κὸ σὲ ὅ­λες ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τὶς μορ­φές του δὲν εἶ­ναι δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ συ­νε­πῶς δὲν ἔ­χει πραγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη. Τὸ κα­κὸ ὑ­πάρ­χει μό­νο ὡς ἡ ἀ­που­σί­α τοῦ ἀ­γα­θοῦ. Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια, τὸ κα­κὸ εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ἐ­μεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι βι­ώ­νου­με ὀν­το­λο­γι­κά ὡς ἀ­που­σί­α τοῦ ἀ­γα­θοῦ, δη­λα­δή ὡς τὴ μερικὴ ἢ ὁλικὴ ἄρ­ση τῆς ζω­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­πως τὸ σκο­τά­δι μέ­σα στὸ φυ­σι­κὸ κό­σμο δὲν ἔ­χει πραγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη, ἀλ­λὰ ὁ­ρί­ζε­ται ὀν­το­λο­γι­κά ὡς ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἄρ­σης τοῦ φω­τός, ἔ­τσι καὶ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ τὸ κα­κὸ δὲν ἔ­χει πραγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη, εἶ­ναι «…μὴ ὄν…», καὶ ὁ­ρί­ζε­ται ὡς ἡ ζῶ­σα ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἄρ­σης τοῦ ἀ­γα­θοῦ. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν τὸ κα­κὸ δὲν ἔ­χει ἀ­λη­θι­νὴ ὕ­παρ­ξη, «ζεῖ» πάν­τα πα­ρα­σι­τι­κὰ δί­πλα στὸ ἀ­γα­θὸ καὶ γιὰ νὰ πε­τύ­χει τὸν ὅ­ποι­ο σκο­πό του εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νο νὰ ἀ­να­ζη­τᾶ μί­α μορ­φὴ λο­γι­κῆς καὶ ἠ­θι­κῆς δι­καί­ω­σης. Ἔ­τσι τὸ κα­κὸ προσ­λαμ­βά­νει μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους τὸ ἔν­δυ­μα τοῦ ἀ­γα­θοῦ, μὲ ἀ­πώ­τε­ρο σκο­πὸ νὰ πα­ρα­πλα­νή­σει τὸν ἄν­θρω­πο, πα­ρου­σι­ά­ζον­τάς του τὴν ὅ­ποι­α ὑ­πο­τι­θέ­με­νη θε­τι­κὴ πλευ­ρά του ὡς τὴν ὕ­ψι­στη καὶ ὑ­πέρ­τα­τη ἀ­ξί­α, ἡ πραγ­μά­τω­ση τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι τά­χα τό­σο σπου­δαί­α καὶ ση­μαν­τι­κή, ὥ­στε γιὰ τὴν ὑ­λο­ποί­η­ση καὶ ἐ­πι­τυ­χί­α της εἶ­ναι ἐ­πι­τρε­πτὰ ὅ­λα τὰ μέ­σα. Τὸ κα­κὸ συ­νε­πῶς ἐ­νερ­γεῖ πάν­τα μὲ βα­σι­κὸ ὅ­πλο του τὴν ἀ­πά­τη, μὲ τὴν ἐ­πι­κά­λυ­ψη δη­λα­δὴ τοῦ ἀ­γα­θοῦ, ἐ­νῶ, κα­τὰ τὴν ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, τὸ πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θὸ δὲν χρει­ά­ζε­ται τὴ συ­νερ­γα­σί­α τοῦ κα­κοῦ γιὰ τὴ δι­καί­ω­ση καὶ τὴν πραγ­μά­τω­σή του.
­πὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες ἡ δι­ά­κρι­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θοῦ ἀ­πὸ τὸ κα­κὸ κα­θί­στα­ται συ­χνὰ δυ­σχε­ρής. Πό­τε ἆρα­γε μί­α ἠ­θι­κὴ ἐ­πι­λο­γὴ ὑ­πη­ρε­τεῖ τὸ πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θὸ καὶ πό­τε ὑ­πη­ρε­τεῖ τὸ ἀ­πα­τη­λὰ ἐν­δε­δυ­μέ­νο τὴ μορ­φὴ τοῦ ἀ­γα­θοῦ κα­κό; Στὸ κρί­σι­μο αὐ­τὸ ση­μεῖ­ο ἡ Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς ὑ­πο­δει­κνύ­ει τὸ ἀ­πό­λυ­τα ὀρ­θὸ καὶ ἀ­λάν­θα­στο κρι­τή­ριο δι­ά­κρι­σης, ποὺ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἀ­πὸ τὴν ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τῶν μέ­σων τὰ ὁ­ποῖ­α προ­τεί­νον­ται ὡς ἡ ὁ­δὸς πρὸς τὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ. Κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α, ὅ­ταν προ­τεί­νον­ται δό­λια καὶ πο­νη­ρὰ μέ­σα γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ, αὐ­τὸ ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­ναν­τίρ­ρη­τη καὶ ἀ­σφα­λῆ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ὕ­που­λης πα­ρου­σί­ας τοῦ κα­κοῦ. Ὅ­που προ­βάλ­λον­ται καὶ ἱ­ε­ρο­ποι­οῦν­ται δό­λια καὶ πο­νη­ρὰ μέ­σα, ὅ­πως γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὸ ψέ­μα, ἡ ἀ­δι­κί­α, ἡ ἐκ­με­τάλ­λευ­ση καὶ κυ­ρί­ως ἡ βί­α, ἐκεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ γνώ­ρι­σε πραγ­μα­τι­κὰ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Χά­ρι­τος αἰσθάνεται ἐναργῶς τὴ ζο­φε­ρὴ ἐ­νέρ­γεια τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ ἀν­τι­δί­κου τῆς σω­τη­ρί­ας μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος «…ὡς λέ­ων ὠ­ρυ­ό­με­νος πε­ρι­πα­τεῖ ζη­τῶν τί­να κα­τα­πίῃ …» (Α΄ Πέτρ. 5,8). Στὸ ἐ­πί­πε­δο μάλιστα τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὕ­παρ­ξης, ἀκόμη καὶ ὅ­ταν προ­σω­ρι­νὰ φαί­νε­ται πὼς τὸ ἀ­γα­θὸ ἐ­πι­κρα­τεῖ μὲ τὴ χρή­ση δό­λι­ων καὶ πο­νη­ρῶν μέ­σων, ἡ ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι τὸ κα­κὸ ὁ­δή­γη­σε στὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ ἢ ὅ­τι τὸ ἀ­γα­θὸ ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς χρή­σης τοῦ κα­κοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἕ­να πο­λὺ σο­βα­ρὸ ἠ­θι­κὸ σφάλ­μα μὲ τεράστιες πο­λι­τι­κὲς καὶ κοι­νω­νι­κὲς δι­α­στά­σεις. Τὸ πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θὸ δὲν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται πο­τὲ μὲ δό­λια καὶ πο­νη­ρὰ μέ­σα, τὰ δὲ δό­λια καὶ πο­νη­ρὰ μέ­σα δὲν ἁ­γι­ά­ζον­ται πο­τὲ ἀπὸ τὴ δῆθεν ἱερότητα τῶν ὅ­ποι­ων σκο­πῶν τους.
­πί­σης, ὁ Χρι­στὸς στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μᾶς ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ τῆς ἀ­γά­πης ποὺ ἀγ­κα­λιά­ζει ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος: «…Ἐ­γὼ δὲ λέ­γω ὑ­μῖν· ἀ­γα­πᾶ­τε τοὺς ἐ­χθροὺς ὑ­μῶν, εὐ­λο­γεῖ­τε τοὺς κα­τα­ρω­μέ­νους ὑ­μᾶς, κα­λῶς ποι­εῖ­τε τοῖς μι­σοῦ­σιν ὑ­μᾶς, καὶ προ­σεύ­χε­σθε ὑ­πὲρ τῶν ἐ­πη­ρε­α­ζόν­των ὑ­μᾶς καὶ δι­ω­κόν­των ὑ­μᾶς…» (Μτθ. 5,44). Ἡ ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς ὑ­πο­δει­κνύ­ει μὲ σα­φή­νεια τὸ μέ­τρο ἔν­τα­σης τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ἀ­γά­πης, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι αὐτὴ ἐ­πε­κτεί­νε­ται ὁ­πωσ­δή­πο­τε καὶ πρὸς ὅ­σους μᾶς βλά­πτουν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀ­σφα­λὲς κρι­τή­ριο τῆς γνη­σι­ό­τη­τάς της, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη ποὺ δὲν ἐ­πε­κτεί­νε­ται καὶ πρὸς ὅ­σους μᾶς βλά­πτουν δὲν μπο­ρεῖ ποτὲ νὰ εἶ­ναι τέ­λεια καὶ ἀ­λη­θι­νή. Πιὸ ἁ­πλά, ὁ Κύ­ριος δὲν μᾶς ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸ δι­καί­ω­μα τῆς δι­ά­κρι­σης καὶ τῆς ἀ­πόρ­ρι­ψης τοῦ πλησίον μας.
Κ
α­τὰ τὴ νη­πτι­κὴ μάλιστα γραμ­μα­τεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ κάθε ἄν­θρω­πος τὸ συ­νάν­θρω­πό του εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γος μὲ τὴν προ­σω­πι­κή του πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση καὶ συνεπῶς ἀπὸ αὐτὸν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ ἐ­κτι­μή­σει μὲ ἀ­κρί­βεια τὸ βαθ­μὸ τῆς Χά­ρι­τος ποὺ ἐ­νοι­κεῖ μέσα του. Ἔ­τσι, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἔ­λα­βε με­γά­λη πεί­ρα τῆς Χά­ρι­τος γνω­ρί­ζει πό­σο πο­λύ­τι­μη καὶ ἀ­γα­πη­τὴ εἶ­ναι γιὰ τὸ Θε­ὸ ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα «…τῶν ἀ­δελ­φῶν του τῶν ἐ­λα­χί­στων…» (πρβλ. Μτθ. 25,40) καὶ ὡς ἐκ τού­του πο­τὲ δὲν σκέ­πτε­ται καὶ δὲν ἐ­πι­θυ­μεῖ τὸ κα­κό τους, πο­λὺ δὲ μᾶλ­λον δὲν ἐ­πι­τρέ­πει στὸν ἑ­αυ­τό του νὰ προ­ξε­νή­σει βλά­βη σὲ αὐ­τοὺς ἢ νὰ τοὺς θλί­ψει μὲ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε τρό­πο. Ὁ ἄν­θρω­πος πάλι ποὺ ἁ­πλῶς πι­στεύ­ει στὸ Θε­ὸ καὶ ἔ­χει μέ­τρια πεί­ρα τῆς Χά­ρι­τος, ἀ­γω­νί­ζε­ται μὲν ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­γά­πη του πρὸς τὸν πλη­σί­ον εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἀ­τε­λής, καί ὡς ἐκ τού­του μπο­ρεῖ ἐνίοτε νὰ προ­σβάλ­λει ἢ καὶ νὰ βλά­πτει τὸν ἀ­δελ­φό του. Ὁ ἄν­θρω­πος τέ­λος ποὺ δὲν σπλα­χνί­ζε­ται τὸν πλη­σί­ον του ἢ χαί­ρε­ται μὲ τὴ δυ­στυ­χί­α του ἢ εἶ­ναι πρό­θυ­μος νὰ τὸν βλά­ψει γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει τὸ στε­νὰ ἀ­το­μι­κό του συμ­φέ­ρον δὲν γνώ­ρι­σε πο­τὲ τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ὸ καὶ δὲν βρῆ­κε τὴν Ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ σὲ Αὐ­τόν, ἀλλὰ δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ ἀ­κά­θαρ­το πνεῦ­μα καὶ βασανίζεται ὁ ἴδιος ἄσπλαχνα ἀπὸ αὐτό.
 ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι κα­νό­νας ἀ­πό­λυ­της καὶ ἀ­νυ­πέρ­βλη­της τε­λει­ό­τη­τας καί ἡ μό­νη ὁ­δὸς ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κὴ ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ. Τὸ πο­νη­ρὸ ὅ­μως πνεῦ­μα, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ βα­σι­κὴ ἔκ­φρα­ση τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ κα­κοῦ στὴ ζω­ή μας, διτ­τῶς δι­α­στρέ­φει καὶ ἀν­τι­στρα­τεύ­ε­ται τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ, μὲ σκο­πὸ νὰ πα­ρα­πλα­νή­σει τὸν ἄν­θρω­πο. Πρῶ­τα λοι­πὸν τὸν πεί­θει ὅ­τι ἡ ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀ­να­πό­φευ­κτα τὴ δι­ά­κρι­ση τῶν ἀν­θρώ­πων σὲ «φί­λους» καὶ «ἐ­χθρούς». Ὕ­στε­ρα, ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τὸ ἔρ­γο τῆς πλά­νης, τὸν ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ ὡς ἠ­θι­κὰ ὀρ­θὴ καὶ πρα­κτι­κὰ ἀ­ναγ­καί­α τὴ χρή­ση δό­λι­ων καὶ πο­νη­ρῶν μέ­σων γιὰ τὴν ὑ­περ­νί­κη­ση τῶν ὅ­ποι­ων «ἐ­χθρῶν» καὶ τὴν τε­λι­κὴ ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ. Ὅ­που ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος, πα­ρα­βαί­νον­τας τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ, δι­α­κρί­νει «ἐ­χθρούς», ἀ­κο­λου­θεῖ ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ καί ἡ ἀ­πόρ­ρι­ψή τους, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ἀ­πο­κο­πή του ἀ­πὸ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Χά­ρι­τος καὶ τὴν ἔκ­πτω­σή του ἀ­πὸ τὸ πλή­ρω­μα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς καὶ αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς.
Μ
έ­σα σὲ αὐ­τὸ τὸ εὐ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, ποὺ προ­τεί­νει τὸν ἀ­πό­λυ­το σε­βα­σμὸ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ πλού­σιου ὡς βα­σι­κὴ προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ἐ­πί­λυ­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­δι­κί­ας. Ἂν ὁ ἄν­θρω­πος δὲν νι­κή­σει μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς Χά­ρι­τος τὰ πά­θη τῆς ἀ­πλη­στί­ας καὶ τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸν πο­νη­ρὸ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ θε­σμοῦ τῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας καὶ νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὸν πραγ­μα­τι­κό του ρό­λο, ποὺ εἶ­ναι αὐ­τὸς τοῦ «οἰ­κο­νό­μου» (δι­α­χει­ρι­στῆ) τῶν πραγ­μά­των τοῦ Θε­οῦ, μὲ μο­να­δι­κὸ κί­νη­τρο τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον καὶ ὕ­ψι­στο κρι­τή­ριο τὶς ἀ­νάγ­κες τῶν συ­ναν­θρώ­πων του. Ἂν τὸ κα­κὸ δὲν «νι­κη­θεῖ» πρῶ­τα σὲ αὐ­τὸν τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ καὶ πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ἡ ἀ­δι­κί­α ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ καὶ τὶς κοι­νω­νί­ες μας, ἀ­φοῦ, ἀ­κό­μη καὶ ἂν ἀ­φαι­ρε­θεῖ βί­αι­α ὁ πλοῦ­τος ἀ­πὸ τὸν ἕ­να πλού­σιο, ὁ ἑ­πό­με­νος ποὺ θὰ τὸν ἰ­δι­ο­ποι­η­θεῖ ἢ θὰ κλη­θεῖ νὰ τὸν δι­α­χει­ρι­στεῖ στὸ ὄ­νο­μα τῆς κοι­νω­νι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης, ὅ­ποι­ος καὶ ἂν εἶ­ναι αὐ­τός, ἐ­φό­σον θὰ δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια πά­θη μὲ τὸν προ­η­γού­με­νο, θὰ κά­νει ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ καὶ τὰ ἴ­δια λά­θη μὲ αὐ­τόν (ἴ­σως καὶ με­γα­λύ­τε­ρα), μὲ τρα­γι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ἀ­δι­ά­κο­πη ἀ­να­κύ­κλω­ση τῆς ἴ­διας ἀ­πο­τυ­χί­ας καὶ τὴ δι­αι­ώ­νι­ση, ἀν­τὶ γιὰ τὴν ἑ­ξά­λει­ψη, τῆς ἀ­δι­κί­ας. Ἡ βί­α, ἄλ­λω­στε, ὅ­σες φο­ρὲς χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε –καὶ αὐ­τὲς δὲν ἦ­ταν δυ­στυ­χῶς λί­γες– πο­τὲ μέ­χρι σή­με­ρα δὲν ἔ­λυ­σε ὁ­ρι­στι­κὰ τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἀ­δι­κί­ας. Δὲν χρει­ά­ζον­ται περισσότερα λό­για. Ἡ πι­κρὴ πεί­ρα τῆς ἱ­στο­ρί­ας ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει πε­ρί­τρα­να τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν καὶ τὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Κ
αὶ φτά­νου­με στὸ καί­ριο ση­μεῖ­ο τοῦ λό­γου μας: «…Κα­λά…», ἀν­τι­λέ­γουν οἱ ἐ­πι­κρι­τὲς τῶν Πα­τέ­ρων, «…ν ὅ­μως δν χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με μ κά­ποι­ο τρό­πο τ βί­α κα πε­ρι­μέ­νου­με πλού­σιος μό­νος του ν ἀρ­νη­θεῖ τν πλοῦ­το, αὐ­τὴ στιγ­μὴ δν θ ἔρ­θει πο­τὲ, κα συ­νε­πῶς ἀ­δι­κί­α δν θ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ πο­τὲ ἀ­πὸ τ ζω­ή μας…». Ἐ­μεῖς λοιπὸν θαυ­μά­ζου­με πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα τὴν πο­νη­ρί­α τοῦ δαί­μο­νος καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ἀ­παν­τᾶ­με:
– Δν γνω­ρί­ζου­με, ἀ­γα­πη­μέ­νοι μας ἀ­δελ­φοί, ν κα πό­τε θ ἔρ­θει ἡ στιγ­μὴ πού πλού­σιος θ βρε τ σο­φί­α κα τ δύ­να­μη ν ἀρ­νη­θεῖ τν πλοῦ­το του, ἀλ­λὰ γνω­ρί­ζου­με πο­λὺ κα­λὰ πς δν εἶ­ναι δυ­να­τὸν ν ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ἡ ἀ­δι­κί­α ἀ­πὸ τ ζω­ή μας, χω­ρὶς ν ἔρ­θει αὐ­τὴ στιγ­μή. Τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἀ­δι­κί­ας εἶ­ναι κά­τι σὰν τὶς ἐ­ρω­τή­σεις «κλει­στοῦ τύ­που», ἔ­χει δη­λα­δὴ μό­νο μί­α σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση. Καί ἡ ἀ­πάν­τη­ση αὐ­τὴ βρί­σκε­ται στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ τὴν ὁ­δὸ ποὺ προ­τεί­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἂν ἀν­τὶ γιὰ αὐ­τὴ τὴν ὁ­δὸ ἀ­κο­λου­θή­σουμε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη, ὅ­πως αὐ­τὴ τῆς ἱ­ε­ρο­ποί­η­σης τῆς βί­ας, τότε ὄ­χι μό­νο δὲν θὰ ἐ­πι­λύ­σου­με πο­τὲ πραγ­μα­τι­κὰ καὶ ὁ­ρι­στι­κὰ τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἀ­δι­κί­ας, ἀλ­λὰ ἀντίθετα θὰ προ­σθέ­σου­με ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρες ὀ­δύ­νες στὸ πο­λύ­πα­θο σῶ­μα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας.
Γ
νω­ρί­ζου­με καὶ κά­τι ἀ­κό­μα. Πώς ἡ ἄ­σκη­ση καί ἡ ἱ­ε­ρο­ποί­η­ση τῆς βί­ας, ὅ­πως δὲν ὁ­δη­γεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κὴ λύ­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος τῆς ἀ­δι­κί­ας, ἔ­τσι δὲν ὁ­δη­γεῖ καὶ στὴν πραγ­μα­τι­κὴ λύ­ση κα­νε­νὸς ἄλ­λου κοι­νω­νι­κοῦ ἢ πο­λι­τι­κοῦ ζη­τή­μα­τος. Ὡς ἐκ τού­του κά­θε θρη­σκεί­α, πο­λι­τι­κὴ θε­ω­ρί­α, φι­λο­σο­φί­α ἰ­δε­ο­λο­γί­α ποὺ τὴν ἀ­πο­δέ­χε­ται καὶ τὴν προ­τεί­νει ὡς ὁ­δὸ γιὰ τν πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ κι­νεῖ­ται μέσα στὴ σφαί­ρα ἐ­πιρ­ρο­ῆς τοῦ κα­κοῦ καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ἠ­θι­κὴ ἔκ­φρα­ση τῆς πα­ρου­σί­ας του στὴ ζω­ή μας. Γιὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α δὲν ἔ­χει κα­μί­α ση­μα­σί­α τὸ ποῦ θὰ χα­ρα­χθεῖ ἡ δι­α­χω­ρι­στι­κὴ γραμ­μὴ ποὺ ὁ­ρί­ζει τοὺς «ἐ­χθρούς». Ση­μα­σί­α ἔ­χει νὰ μὴν χα­ρα­χθεῖ αὐ­τὴ ἡ γραμ­μή, ἀ­φοῦ ὁ «ἐ­χθρός», ἄ­σχε­τα μὲ τὸ ἐ­ὰν χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς φυ­λε­τι­κός, τα­ξι­κός, ἐ­θνι­κὸς ἢ ἄ­πι­στος ἢ αἱ­ρε­τι­κὸς ἢ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, εἶ­ναι ἕ­να ἀν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο ποὺ ἀ­ξί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λο τὸν κό­σμο (πρβλ. Μτθ. 16,26) καὶ γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο «…Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νεν…» (Α΄ Κορ. 8,11), ὡς δὲ ἐκ τού­του ἀξίζει τὴν ἀ­γά­πη καὶ ὄ­χι τὸ μί­σος καὶ τὴν ἀ­πόρ­ρι­ψή μας.
­να τελευταῖο δίλ­η­μμα συ­νέ­χει τὴν καρ­διά μας. Ποι­ός, ἆρα­γε, δι­και­οῦ­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν ἀ­γά­πη μας, τὰ θύ­μα­τα τῆς πλά­νης τοῦ κα­κοῦ ἢ οἱ θύ­τες του; Δυστυχῶς, δὲν ὑ­πάρ­χει εὔ­κο­λη ἀ­πάν­τη­ση σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸ Θε­ὸ μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν νὰ ἐ­λε­ή­σει καὶ νὰ ἀ­να­παύ­σει τὶς ψυ­χὲς τῶν τρι­ῶν ἀ­δι­κο­χα­μέ­νων ἀ­δελ­φῶν μας καὶ νὰ χα­ρί­σει στοὺς ὑ­παί­τιους τοῦ βίαιου χα­μοῦ τους τὴν ἐ­πί­γνω­ση τῆς Ἀλήθειας καὶ τὴ Χάρη τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Ἀ­μήν.
 
Μπερ­κου­τά­κης Μι­χα­ήλ.
Θε­ο­λό­γος – Ἐκ­παι­δευ­τι­κός
Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 06/01/2014.

Υ.Γ. 1) Ἡ πα­ροῦ­σα ὁ­μι­λί­α ἑ­δρά­ζε­ται στὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ γέ­ρον­τος Σω­φρο­νί­ου Σα­χά­ρωφ. (βλ. «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ», Ἔκ­δο­σις Ἱ. Σ. Μ. Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, Ἔσ­σεξ Ἀγ­γλί­ας, 1995, Μέ­ρ. Α΄, Κεφ. Δ΄, παρ. «Πε­ρὶ τῆς στά­σε­ως πρὸς τὸν πλη­σί­ον» σελ. 124-127, παρ. «Πε­ρὶ τῆς πρὸς τοὺς ἐ­χθροὺς ἀ­γά­πης» σελ. 153-156 & παρ. «Ἡ δι­ά­κρι­σις τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ» σελ. 156-158.
2) Ἡ ὁ­μι­λί­α αὐτὴ ἐκ­φω­νή­θη­κε στὸ Κα­ρά­του­λα Ἠ­λεί­ας τὴν Πέμ­πτη 30/01/2014 κα­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν.
3) Ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ ἀ­κρι­βὴς ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ καὶ ἔν­τυ­πη ἀ­να­πα­ρα­γω­γὴ τοῦ κει­μέ­νου μὲ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­τι θὰ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ καὶ θὰ μνη­μο­νεύ­ε­ται ὡς πη­γὴ προ­έ­λευ­σής του ἡ ἱ­στο­σε­λί­δα www.egolpion.com
 
ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΑΡΧΕΙΟ PDF (200 kb)  
 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΟΜΙΛΙΑ (Ἤγουν, περί κρίσεως καί πυραμίδος ἐπουρανίου) &  
ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΡΧΕΙΟ  

 
 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/peri_vias.el.aspx#ixzz2rllaNJ7O

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Το άγχος στη ζωή του σύγχρονου και άστατου ανθρώπου

Το άγχος στη ζωή του σύγχρονου και άστατου ανθρώπου
Πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ τὸ ἄγχος;
Στο ερώτημα «πως μπορεί ένας πνευματικός άνθρωπος να αντιμετώπισει και να αξιοποίηση το άγχος ως εργαλείο πνευματικής προκοπής;» μία επιγραμματική – συνοπτική απάντηση θα ήταν, στο ερώτημα αυτό η εξής·
- Να παραδώσει το άγχος και την ανασφάλεια που το συνοδεύει στο έλεος και την αγάπη του Θεού.
- Να προσπαθήσει να το ιδεί και να το κατανοήσει στην ψυχοδυναμική του ιδιαιτερότητα ως φοβίας η αόριστης αγωνίας η αναιτιολόγητης επιθετικής παρορμήσεως η τέλος ως ενοχικής φοβικής ευαισθησίας, ως παράγοντα της παιδείας του Κυρίου!
- Να εντοπίσει ενδεχομένως το ενοχικό υπόστρωμα του άγχους, που συνήθως αποτελεί την κυρία ψυχοδυναμική του αφετηρία. Απωθημένες αμαρτητικές εμπειρίες, δηλ. ανεξομολόγητες ενοχές, εκδικούνται με ασυνείδητη αγχώδη αντίδραση.
- Να συλλάβει την αφυπνιστική πνευματική σημασία του άγχους, ως ερεθίσματος μιας εργασίας αυτογνωσίας με κριτήρια αντικειμενικά και όχι αυτοδικαιωτικά.
- Να μεταποιήσει τη δυναμική της αγχωτικής αγωνίας σε νηπτικό τρόπο βιώσεως της πνευματικής ζωής, σύμφωνα με την μνημονευθείσα προτροπή του αγ. Μακαρίου του Αιγυπτίου· «Και ημείς τοίνυν βιασώμεθα και άγξωμεν εαυτούς εις την ταπεινοφροσύνην, την αγάπην και την πραότητα., ίνα αποστείλη το Πνεύμα αυτού εις τας καρδίας ημών ο Θεός»!
Όντως τα αντίρροπα του άγχους είναι η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη και η πραότητα!

Κορναράκης 'Ιωάννης
Ὅμότιμος Καθηγητής Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καὶ Ἐξομολογητικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Νοσταλγοί της αγιότητος

Νοσταλγοί της αγιότητος
  
Γνωρίζουμε ὅλοι πολύ καλά ὅτι τήν ἁγιότητα τήν ἐξορίσαμε ἀπό τήν κοινωνική ζωή μας. Εἶναι πλέον κάτι ξένο πρός τόν πολιτισμό καί τίς ἀναζητήσεις τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου.Ὁ ἅγιος δέν ἀποτελεῖ πιά κάτι τό οἰκεῖο καί ἀνθρώπινο, ἀλλά ἔχει τοποθετηθεῖ στή σφαίρα τοῦ ὑπερανθρώπινου καί γενικά πιστεύεται πώς ἡ ἐμφάνισή του ἀνήκει στίς δυνατότητες μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς πού ἔχει πιά περάσει

Γι’ αὐτό ἀναζητοῦμε τό λησμονημένο ὅραμα τῆς ἁγιότητος, γιατί θέλουμε νά μάθουμε, νά ἀκούσουμε, νά δοῦμε, νά ψηλαφήσουμε τό πῶς ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων τούτου τοῦ τόπου γιά τούς ἁγίους ἐνέπνεε τόν πολιτισμό τους καί ἀποτελοῦσε τό πρότυπό τους. Τοῦτος ὁ λαός, σέ ἐποχές πολύ πιό διαφορετικές ἀπ’ ὅ,τι ἡ σύγχρονη καί κοινωνικές συνθῆκες πολύ δυσκολότερες, βίωσε τήν ἁγιότητα καί τῆς ἔδωσε λόγο, ἐνῶ σήμερα ἀκούγεται ὡς ἀνεπίκαιρη καί ἀνέφικτη.

Οἱ διηγήσεις τῶν παλαιοτέρων γιά τά θαύματα τῶν ἁγίων, τά ἀκούσματα γιάτά μαρτύρια πού ὑπέστησαν, αὐξάνουν τή συγκίνησή μας καί μᾶς ὁδηγοῦν σέ κατάνυξη. Ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου μας ἀλλοιώνεται καί πρός στιγμή εἴμαστε βέβαιοι ὅτι βρισκόμαστε πολύ κοντά τους. Ὅταν ὅμως ἔλθει ἡ στιγμή τῆς πρόσκλησης γιά νά μιμηθοῦμε τή βιοτή τους, τότε συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁμολογοῦμε μέ τό στόμα τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ ἡ ὕπαρξή μας ἐπιθυμεῖ τά τοῦ κόσμου, τότε κατανοοῦμε γιατί ψάχνουμε τόν τόπο καί ὄχι τόν τρόπο γιά νά ἁγιασθοῦμε. Ἅγιος ὅμως δέν εἶναι ὁ τόπος στόν ὁποῖο συναθροίζονται οἱ πιστοί, ἀλλά ἡ ὑπαρξιακή κατάστασή τους: ἡ ἀκεραία πίστη καί ἡ ἀγάπη, προερχόμενη ἀπό καθαρή καρδιά καί καλή συνείδηση. Σ’ αὐτόν τόν «τόπο» πρέπει νά στεκόμαστε, κι ὄχι μόνο στόν τυπολατρικά ὁρισμένο χῶρο τελέσεως τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν ἱεροπραξιῶν. 

Συνεπῶς ἅγιος εἶναι ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπό τό κακό κι ὄχι φυσικά ἀπό τόν κόσμο. Ἡ ἴδια ἐξάλλου ἡ ἔννοια «κόσμος» δέν ἔχει κοσμολογική, ἀλλά κοινωνικοπολιτική μάλιστα σημασία. Ὅποιος ἔχει διαχωρίσει τόν ἑαυτό του ἀπό τήν «ἐπιθυμία τοῦ κόσμου» καί ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό κάθε τάση παραγωγῆς τοῦ κακοῦ, αὐτός βρίσκεται μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων. Ὑπ’ αὐτό τό πνεῦμα, μποροῦμε νά κατανοήσουμε γιατί ἅγιος εἶναι ὅποιος δέν στηρίζεται ποτέ στούς «ἀνθρώπους», ἀλλά μόνο στό βίο πού ὑποδεικνύει ὁ Ἰησοῦς.

Ἐμεῖς ὅμως προτιμοῦμε νά προσκυνοῦμε τούς ἁγίους παρά νά γίνουμε κοινωνοί τοῦ πνεύματος καί τῆς μαρτυρίας τους. Θεωροῦμε πώς εἶναι πιό ἀνώδυνο νά τιμοῦμε μέ ὕμνους καί λόγια τούς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό νά δοξάζουμε τόν ἴδιο τόν Θεό «ἐν τῷ σώματι καὶ ἐν τῷ πνεύματι ἡμῶν» καί ἔτσι νά γίνουμε κοινωνοί τῆς ἁγιότητος πού μᾶς προσφέρει ὁ Θεός μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Υἱοῦ του. Ὁ χῶρος μέσα στόν ὁποῖο συντελεῖται τό γεγονός τῆς κατά χάριν μετάδοσης τῆς ἁγιότητος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ζωτικό κέντρο ἀποτελεῖ ἡ Θεία Εὐχαριστία. Στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ὅλοι Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτή τήν ἕνωση μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν ζοῦσαν ἔντονα οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Γι’ αὐτό ἀγαποῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως τόν ἑαυτό τους, ὡς μέλη τοῦ ἴδιου σώματος. Γι’ αὐτό ἀγαποῦσαν μέ ὅλη τους τήν ψυχή τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ἀφοῦ ἦταν μέλη τοῦ δικοῦ Του Σώματος. Γι’ αὐτό καί οἱ μάρτυρες προτιμοῦσαν νά τούς κόψουν τά μέλη τοῦ σώματός τους, παρά νά ἀποκοποῦν αὐτοί ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς θαυμάζουμε τά ὑπερφυσικά γεγονότα στούς βίους τῶν Ἁγίων καί λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἁγιότητα δέν ταυτίζεται μέ τά ἐπιτεύγματα τῆς ἠθικῆς καί τῆς ἀσκήσεως οὔτε μέ ὑπερφυσικές ἐμπειρίες.

 Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἰδιότητα μόνο τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοί γινόμαστε μέτοχοι ἁγιότητός Του διά τῆς τοῦ «ζωοποιοῦ πνεύματος ἐπιφοιτήσεως». Οἱ ἅγιοι δέν διαθέτουν δική τους ἁγιότητα, ἀλλά μετέχουν στήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι μάρτυρες πέτυχαν ἀκριβῶς αὐτήν τήν ταύτισή τους μέ τόν Χριστό σέ μία ἀπόλυτη σχέση. Ὅλο τους τό εἶναι ἦταν δοσμένο στόν Χριστό καί δέν εἶχαν τόν διχασμό καί τή διάσπαση πού ἔχουμε ἐμεῖς. Νά, γιατί ἐξορίσαμε τήν ἁγιότητα στή σφαίρα τοῦ ὑπερφυσικοῦ καί τήν θεωροῦμε προνόμιο τῶν λίγων. Γιατί δέν μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε καί γιατί ἔτσι δικαιολογοῦμε τόν ἐγωϊσμό καί τή φιλαυτία μας. Ἔτσι ἐξαπατοῦμε ὅλους ἐκείνους πού πιστεύουν ὅτι τό κακό δείχνει πανάσχημο, ὅτι ὁ διάβολος φανερώνεται μέ οὐρά καί κέρατα, ἐνῶ σήμερα τό κακό μπορεῖ νά παρουσιασθεῖ πολύ πειστικά ὡς καλό.

 Ὁ διάβολος ἐνδύεται περίτεχνα τήν ὀμορφιά ἑνός Ἀγγέλου. Ἡ ἀπειλή ὀνομάζεται προσφορά, ἡ ἐξουσία καί ἡ καταπίεση παρουσιάζονται ὡς διακονία καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού «θυσιαστικά» καί παθιασμένα πασχίζουν γιά τό «καλό μας» στήν οὐσία γίνονται οἱ σκληρότεροι δεσμοφύλακες καί μᾶς ἐγκλωβίζουν στά ἀδιέξοδα τῆς ζωῆς. Ἐμεῖς βρισκόμαστε ἴσως σέ δεινότερη θέση ἀπό τούς πρώτους μάρτυρες, διότι ἐκεῖνοι ζοῦσαν σέ μία ἐποχή εἰδωλολατρίας καί γνώριζαν ὅτι οἱ θεοί πού τούς ζητοῦσαν νά λατρέψουν ἦταν ψεύτικοι. Ἐμεῖς γκρεμίσαμε βέβαια τά εἴδωλα αὐτῶν τῶν θεῶν, στή θέση τους ὅμως τοποθετήσαμε τό δικό μας εἴδωλο, τόν ἑαυτό μας καί αὐτόν λατρεύουμε καί αὐτόν δοξάζουμε. Καί φυσικά εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι αὐτός, χωρίς τήν πνοή τοῦ Θεοῦ, χωρίς τήν ἐσταυρωμένη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, εἶναι ψεύτικος. Εἶναι πολύ ἐπώδυνο νά ὁμολογήσουμε ὅτι χωρίς ἀγάπη εἴμαστε ἕνα τίποτα: «καί ἐάν ἔχω πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν εἰμί». Ἐμεῖς ἐξαντλοῦμε τήν ἀγάπη μας σέ ἀγαθοεργίες πού τρέφουν τό ναρκισσισμό μας, ἐνῶ στό κέντρο τῆς ζωῆς μας, δίκην εἰδώλου, βρίσκεται μόνον τό ἐγώ μας, τό κύρος μας καί ἡ φήμη μας. Μιλοῦμε στούς ἄλλους γιά τά πνευματικά, γιατί στήν οὐσία φοβούμαστε ἢ δέν μποροῦμε νά τούς ἀγαπήσουμε. Πῶς λοιπόν θά φθάσουμε στό ὕψος τῶν ἁγίων;

Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι ἕνα εἶδος πνευματικῆς ἐξουσίας πάνω στούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὁ σταυρός τῆς ταπεινῆς ἀγάπης πρός τούς πάντες καί τά πάντα. Ἁγιότητα σημαίνει ἐλευθερία, νά ἀγαποῦμε ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς μας, νά θυσιαζόμαστε γιά τούς ἄλλους μιμούμενοι τόν Χριστό ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Ἡ ζωή τῆς ἁγιότητος εἶναι ἕνας ὕμνος ἀγάπης καί ἡ ζωή τῆς ἀγάπης ἕνας ὕμνος ἁγιότητος. Ἐάν δέν ζοῦμε μέσα σ’ αὐτήν τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης, τότε καί αὐταπατώμεθα καί ἐξαπατοῦμε. Αὐταπατώμεθα, γιατί πιστεύουμε ὅτι ζοῦμε ὡς χριστιανοί, καί ἐξαπατοῦμε ἰσχυριζόμενοι ὅτι προσφέρουμε τή θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στήν οὐσία μιμούμεθα τό κοσμικό πνεῦμα τῆς ἐξουσίας καί τῆς δύναμης ζώντας στήν ἄνεση τῆς «πνευματικῆς» δόξας καί τοῦ ναρκισσισμοῦ. Οἱ ἅγιοι μᾶς φέρνουν τή φωνή τοῦ Κυρίου πού μᾶς προτρέπει: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί». Ἐμεῖς ὅμως ἀντιστεκόμαστε, γιατί γνωρίζουμε ὅτι ἀπό τή στιγμή πού θά ἀποδεχθοῦμε τήν ἀλήθεια τοῦ ἁγίου, τόν τύπο τοῦ ἁγίου ὡς πρότυπο ζωῆς, τότε θά ἀρχίσει τό προσωπικό μας μαρτύριο.

 Ἀντιστεκόμαστε, γιατί γνωρίζουμε ὅτι ἡ διακονία καί μαρτυρία Χριστοῦ πληρώνεται ἀκριβά. Ἀντιστεκόμαστε, γιατί γνωρίζουμε ὅτι θά πρέπει νά δώσουμε μαρτυρία Χριστοῦ στήν οὐσία καί ὄχι στά λόγια. Ὁ μεγάλος κίνδυνος εἶναι νά σταματήσει νά ἀποτελεῖ ἡ πίστη μας μαρτύριο. Νά πάψει νά μᾶς παρέχει ὀδύνη, λύπη καί στεναγμό. Ἐάν αὐτά λείπουν δέν εἴμαστε μάρτυρες Χριστοῦ. Δέν εἴμαστε, γιατί δέν ἀντέχουμε τό μαρτύριο νά μήν εἴμαστε πρῶτοι. Δέν ἀντέχουμε νά εἴμαστε διάκονοι, δέν ἀντέχουμε νά μᾶς περιφρονοῦν. Ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τά πρωτεῖα, θέλουμε νά ἐξουσιάζουμε καί νά ἀπολαμβάνουμε τιμές καί δόξες. Γι’ αὐτό δέν μιλοῦμε γιά τό μαρτύριο, ἴσως γιατί καταλαβαίνουμε πώς ἡ ἁγιότητα δέν ἔχει πιά λόγο ἢ βαρέθηκε τά λόγια καί γιά νά τήν πλησιάσουμε, πρέπει νά σιωπήσουμε. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει παγιδευθεῖ ἄσχημα στό παιχνίδι τῶν πολλῶν λόγων. Ἔχει πιστέψει ὅτι θά σώσει τόν κόσμο μιλώντας πολύ, κάνοντας πολλά καί ἐπιτυγχάνοντας πολλά. Ἔχει λησμονήσει μία βασική ἀλήθεια: ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν σώζει μέ αὐτά πού λέγει, οὔτε μέ αὐτά πού κάνει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία σώζει μέ τό μαρτύριο καί τή μαρτυρία, σώζει μέ τόν τρόπο τῶν ἁγίων. 
Ἐμεῖς ὅμως ἀντί νά ζήσουμε, προτιμοῦμε νά συλλογιζόμαστε καί νά φιλοσοφοῦμε. Οἱ ἅγιοι δέν ζητοῦν τίς προσευχές καί τά τάματά μας, ζητοῦν τήν καρδιά μας γιά νά ἐνσαρκώσουν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δέν θέλουν τή σκέψη καί τά δάκρυά μας, θέλουν τήν ὕπαρξή μας ὅλη γιά νά κατοικήσουν μέσα μας, θείᾳ χάριτι, ἔτσι ὥστε κατά σάρκα νά περιπατοῦμε «ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλά νά μήν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου». Νά γίνουμε «ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ» πρός τούς συνανθρώπους μας. Νά γίνουμε σημεῖο καί ἀναφορά σέ ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως καί ὄχι ἁπλῶς σέ ἄλλο τρόπο ἠθικῆς συμπεριφορᾶς.__

Του Καθηγητοῦ κ. Παναγιώτη Λαζ. Καλαϊτζίδη,
Δρ. Θεολογίας

πηγή : ἐν Ἐσόπτρῳ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΑΙ        ΑΡΚΑΔΙΑΣ

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ σημερινὴ κρίση;
Μὲ ρωτᾶς, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ποὺ προέρχεται ἡ σημερινὴ κρίση, καὶ τί σημαίνει αὐτή.
Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ γιὰ νὰ μὲ ρωτᾶς γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο μυστικό; «Μίλα, ὅταν ἔχεις κάτι καλύτερο ἀπὸ τὴ σιωπή», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ὅμως παρόλο ποὺ θεωρῶ, ὅτι ἡ σιωπὴ εἶναι τώρα καλύτερη ἀπὸ κάθε ὁμιλία, καὶ ὅμως λόγω ἀγάπης πρὸς ἐσένα, θὰ σοῦ ἐκθέσω ἐκεῖνα ποὺ σκέπτομαι περὶ αὐτοῦ ποὺ ρώτησες.
Ἡ κρίση εἶναι ἑλληνικὴ λέξη, καὶ σημαίνει δίκη. Στὴν Ἁγία Γραφὴ αὐτὴ ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται πολλὲς φορές. Ἔτσι ὁ ψαλμωδὸς λέει: «διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει» (Ψάλμ. 1, 5). Σὲ ἄλλο μέρος πάλι λέει: «ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαι σοί, Κύριε» (Ψάλμ. 100, 1). Ὁ σοφὸς Σολομώντας γράφει, ὅτι «παρὰ δὲ Κυρίου πάντα τὰ δίκαια». (Πάρ. Σόλ. 16, 33). Ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας εἶπε, «ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ» (Ἰωάν. 5, 22), ἐνῶ λίγο πιὸ κάτω λέγει πάλι «νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάν. 12, 31). Ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφει «ὅτι ὁ καιρὸς τοῦ ἄρξασθαι τὸ κρίμα ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ» (Ἀ' Πετρ. 4, 17).
Ἀντικατάστησε τὴ λέξη «κρίση» μὲ τὴ λέξη «δίκη» καὶ διάβασε: «Διὰ τοῦτο οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν δίκῃ» ἢ «ἀλλὰ τὴν δίκην πάσαν δέδωκε τῷ υἱῷ» ἢ «νῦν δίκη ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου» ἢ ὅτι «ἀποδώσουσι λόγον τῷ ἐτοίμως ἔχοντι δικᾶσαι ζώντας καὶ νεκρούς».
Ἕως τώρα οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ χρησιμοποιοῦσαν τὴν λέξη «δίκη», ἀντὶ γιὰ τὴ λέξη «κρίση», ὅποτε καὶ νὰ τοὺς ἔβρισκε κάποια συμφορά. Τώρα ἡ καινούργια λέξη ἀντικατέστησε τὴν παλιά, καὶ τὸ κατανοητὸ ἔγινε ἀκατανόητο. Ὅταν γινόταν ξηρασία, πλημμύρα, πόλεμος ἢ ἔπεφτε ἐπιδημία, ὅταν ἔρριχνε χαλάζι, γίνονταν σεισμοί, πνιγμοὶ καὶ ἄλλες συμφορές, λέγανε «Θεία δίκη!».
Καὶ αὐτὸ σημαίνει: κρίση μέσα ἀπὸ ξηρασίες, κρίση μέσα ἀπὸ πλημμύρες, μέσα ἀπὸ πολέμους, μέσα ἀπὸ ἐπιδημίες κ.λπ. Καὶ τὴ σημερινὴ χρηματικό-οἰκονομικὴ δυσκολία ὁ λαὸς τὴν θεωρεῖ ὡς Θεία δίκη, ὅμως δὲν λέει ἡ δίκη ἀλλὰ ἡ κρίση. Ἔτσι ὥστε ἡ δυσκολία νὰ πολλαπλασιάζεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἀκατανόητη! Ἐφόσον ὅσο ὀνομαζόταν μὲ τὴν κατανοητὴ λέξη «δίκη», ἦταν γνωστὴ καὶ ἡ αἰτία, λόγω τῆς ὁποίας ἦρθε ἡ δυσκολία, ἦταν γνωστὸς καὶ ὁ Δικαστής, ὁ Ὁποῖος ἐπέτρεψε τὴν δυσκολία, ἦταν γνωστὸς καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐπιτρεπόμενης δυσκολίας. Μόλις ὅμως χρησιμοποιήθηκε ἡ λέξη «κρίση», λέξη ἀκαταλαβίστικη σὲ ὅλους, κανεὶς δὲν ξέρει πιὰ νὰ ἐξηγήσει οὔτε γιὰ ποιὸ λόγο, οὔτε ἀπὸ Ποιόν, οὔτε ὡς πρὸς τί. Μόνο σ' αὐτὸ διαφέρει ἡ τωρινὴ κρίση ἀπὸ τὶς κρίσεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ξηρασία ἢ τὴν πλημμύρα ἢ τὸν πόλεμο ἢ τὴν ἐπιδημία ἢ τοὺς πνιγμοὺς ἢ κάποιους ἄλλους πειρασμούς.
Μὲ ρωτᾶς γιὰ τὴν αἰτία τῆς τωρινῆς κρίσης, ἢ τῆς τωρινῆς Θείας δίκης! Ἡ αἰτία εἶναι πάντα ἡ ἴδια. Ἡ αἰτία γιὰ τὶς ξηρασίες, τὶς πλημμύρες, τὶς ἐπιδημίες καὶ ἄλλα μαστιγώματα τῆς γενιᾶς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ αἰτία καὶ γιὰ τὴν τωρινὴ κρίση. Ἡ ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ τὴν ἁμαρτία τῆς Θεό-ἀποστασίας οἱ ἄνθρωποι προκάλεσαν αὐτὴ τὴν κρίση, καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἐπέτρεψε, ὥστε νὰ ξυπνήσει τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς κάνει ἐνσυνείδητους, πνευματικοὺς καὶ νὰ τοὺς γυρίσει πρὸς Ἐκεῖνον. Στὶς μοντέρνες ἁμαρτίες—μοντέρνα καὶ ἡ κρίση. Καὶ ὄντως ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε μοντέρνα μέσα ὥστε νὰ τὸ συνειδητοποιήσουν οἱ μοντέρνοι ἄνθρωποι: χτύπησε τὶς τράπεζες, τὰ χρηματιστήρια, τὶς οἰκονομίες, τὸ συνάλλαγμα τῶν χρημάτων. Ἀνακάτωσε τὰ τραπέζια στὶς συναλλαγὲς σ' ὅλο τὸν κόσμο, ὅπως κάποτε στὸ ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων. Προξένησε πρωτόγνωρο πανικὸ μεταξὺ ἐμπόρων καὶ αὐτῶν ποὺ ἀνταλλάσσουν τὸ χρῆμα. Προκάλεσε σύγχυση καὶ φόβο. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε γιὰ νὰ ξυπνήσουν τὰ ὑπερήφανα κεφαλάκια τῶν σοφῶν της Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, γιὰ νὰ ἔλθουν εἰς ἑαυτοὺς καὶ νὰ πνευματικοποιηθοῦν. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄνεση καὶ τὸ ἀγκυροβόλημα στὰ λιμάνια τῆς ὑλικῆς σιγουριᾶς νὰ θυμηθοῦμε τὶς ψυχές μας, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὶς ἀνομίες μας καὶ νὰ προσκυνήσουμε τὸν ὕψιστο Θεό, τὸν ζωντανὸ Θεό.
Μέχρι πότε θὰ διαρκέσει ἡ κρίση; Ὅσο τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων παραμείνει δίχως ἀλλαγή. Ὥσπου οἱ ὑπερήφανοι ὑπαίτιοι αὐτῆς τῆς κρίσης νὰ παραιτηθοῦν μπροστὰ στὸν Παντοδύναμο. Ὥσπου οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ λαοὶ νὰ θυμηθοῦν, τὴν ἀκαταλαβίστικη λέξη «κρίση», νὰ τὴ μεταφράσουν στὴ γλώσσα τους, ὥστε μὲ ἀναστεναγμὸ καὶ μετάνοια νὰ φωνάξουν: «ἡ Θεία δίκη»!
Πὲς καὶ ἐσύ, τίμιε πατέρα, ἡ Θεία δίκη, ἀντὶ ἡ κρίση, καὶ ὅλα θὰ σοῦ γίνουν ξεκάθαρα.
Χαιρετισμοὺς καὶ εἰρήνη
 
 

Ο Θεός δεν βλέπει την επιτυχία με τα δικά μας μάτια.

Ο Θεός δεν βλέπει την επιτυχία με τα δικά μας μάτια.
Ο Θεός δεν βλέπει την επιτυχία με τα δικά μας μάτια
Αν δεν αντέχεις ν’ ακούς την αλήθεια σου να την παραμορφώνουν οι παλιάνθρωποι και να την κάνουν ψέματα για χαζούς, και να βλέπεις να τσακίζουν εκείνα για τα οποία έδωσες τη ζωή σου, σκύψε τη μέση σου, και χτίσε τα ξανά με τα χιλιοδουλεμένα, τα φθαρμένα σου σύνεργα. (Κίπλινγκ)
Είμαι απλώς ένα κερί αναμμένο μπροστά σε μια εικόνα. Φωτίζω, για να μπορεί ο κόσμος να βλέπει την εικόνα. Μια μέρα το κερί μου θα σβήσει. Όταν συμβεί αυτό, κάποιος άλλος πρέπει να έρθει και να ανάψει το δικό του κερί μπροστά στην εικόνα. Αυτό που έχει σημασία είναι η εικόνα, όχι το κερί που την φωτίζει. (Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος)
Η ζωή δεν είναι πρόβλημα για να το λύσουμε, είναι μυστήριο που πρέπει να βιωθεί. (Επίσκοπος Αβύδου Γεράσιμος)
Στις χαρούμενες στιγμές μας ο Θεός απλά μας ψιθυρίζει, στη συνείδηση μας μιλάει καθαρά, αλλά στις θλίψεις μας φωνάζει. Είναι τα μεγάφωνα του οι θλίψεις, για να ξυπνήσει ένας κουφός κόσμος. (C. S. Lewis στο βιβλίο του «Το πρόβλημα του πόνου)
Ο Θεός δεν βλέπει την επιτυχία με τα δικά μας μάτια. Ο δικός Του τρόπος είναι να πάρεις το πιο φτωχό, το πιο ασήμαντο, το πιο αδύναμο πρόσωπο και να το κάνεις θαυμάσιο και ξεχωριστό. Ο Ιησούς γεννήθηκε σε συνθήκες πρόσφυγας, με μια φάτνη για λιώνο Του, στην ταπεινή Βηθλεέμ κι όχι στο Πανεπιστημιακό Μαιευτήριο της Ιερουσαλήμ. Πέθανε το θάνατο ενός κακούργου. Κι όμως μέσα απ’ αυτόν διάλεξε ο Θεός να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος, απομακρύνοντας τα εμπόδια της αμαρτίας και παρακοής, για να μας ξαναενώσει με τον Εαυτό Του. (Καρολάϊν Φίλιπς)