Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Βασίλειος ο Μέγας, Περί της Θεοειδούς αγάπης



Γράφει Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Δείτε περισσότερα στο: http://www.paratiritis-news.gr/

Σε μια ανθρωπότητα που παραπαίει και βιώνει την οντολογική (υπαρξιακή) της αυτοαναίρεση και αυτοακύρωση χωρίς ουσιαστικό νόημα ζωής ενώ παράλληλα η θεοποίηση του «υπερτροφικού εγώ» μας νεκρώνει την προς το Θεό και τον άνθρωπο αγάπη, έρχεται ο αφυπνιστικός λόγος του μεγάλου Καππαδόκου Θεοφόρου Πατρός Βασιλείου του Ουρανοφάντορος να υπομνηματίσει τα τόσο αυτονόητα στον σύγχρονο άνθρωπο περί της υψίστης αρετής της αγάπης, που όμως φαντάζουν σε πολλούς σύγχρονους ανθρώπους ως ουτοπικά και άνευ ουσίας.

Ο Θεοκίνητος Μέγας Βασίλειος στο περισπούδαστο και μνημειώδες έργο του, υπό τον τίτλο: «Όροι κατά πλάτος» χαρακτηρίζει ως θεμέλιο της ζωής, την προς το Θεό και τους ανθρώπους αγάπη, η οποία είναι «σύμφυτη» και «οικεία» προς την ανθρώπινη υπόσταση και παραμένει ζώσα και ενεργεί μόνο όταν αποτελεί προσωπική και οντολογική κοινωνία με το Θεό και τον άνθρωπο. Πολλές φορές και για πολλά προβλήματα στην ψυχική υγεία των ανθρώπων καθώς και για πλείστα όσα φαινόμενα οικογενειακής και κοινωνικής παθογένειας οι άνθρωποι απεγνωσμένα αναζητούν τα βαθύτερα αίτιά τους για να τα επιλύσουν, αλλά μέσα στην τραγικότητα της αυτοεπιβεβαιώσεως του «εγώ» τους παραβλέπουν το γεγονός ότι πηγή και μήτρα που γεννά το οντολογικό (υπαρξιακό) αδιέξοδο στους ανθρώπους είναι η απουσία σε ουσιαστικό και όχι υποκριτικό και ψευδεπίγραφα της βιωματικής, διαπροσωπικής και αυτοθυσιαστικής κενωτικής αγάπης προς το Θεό και τους ανθρώπους.
Γράφει λοιπόν ο της ανθρώπινης ψυχής και του νοός Μέγας ανατόμος Βασίλειος ο Θεόφρων τα εξής:
Η προς το Θεό αγάπη δεν διδάσκεται. Διότι ούτε με το φως έχουμε διδαχθεί να χαιρόμεθα και να επιθυμούμε τη ζωή, ούτε μας εδίδαξε κανείς άλλος να αγαπούμε τους γονείς μας ή αυτούς που μας ανέθρεψαν. Έτσι λοιπόν και πολύ περισσότερο η μάθηση του θείου πόθου δεν προέρχεται απ’ έξω κατά τη δημιουργία του ανθρώπου, κάποιος σπερματικός λόγος έχει καταβληθεί μέσα μας, που έχει εκ φύσεως την τάση της εξοικειώσεως, προς την αγάπη. Αυτό τον σπερματικό λόγο τον εδέχθησαν και οι διδασκόμενοι τις εντολές του Θεού και κατεστάθησαν ικανοί με τη χάρη του Θεού να τον καλλιεργούν με επιμέλεια, να τον αναπτύσσουν με τη γνώση και να τον φέρουν στην τελείωση…

Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε ότι η αγάπη προς το Θεό, ενώ είναι μια απλή αρετή, ως προς τη δύναμη πραγματοποιεί και περιλαμβάνει κάθε άλλη εντολή… Ο Θεός μάς έχει δώσει τις δυνάμεις να τηρήσουμε όλες τις εντολές που μας έδωσε, ώστε να μη δυσανασχετούμε, ωσάν να μας ζητείται κάτι πρωτάκουστο, ούτε να επαιρόμεθα ωσάν να δίδουμε κάτι προσωπικό από ό,τι μας εδόθη. Με αυτές δε τις δυνάμεις ενεργούντες κατά τρόπο ορθό και προσήκοντα ολοκληρώνουμε τον ενάρετο βίο μας με ευσέβεια. Εάν όμως αχρηστεύουμε την ενέργειά τους, παρασυρόμαστε στην Κακία. Και ο ορισμός της κακίας είναι ο εξής: «κακία είναι η πονηρά και παρά την εντολή του Κυρίου χρήση των δωρεών, που μας έδωσε ο Θεός για να πράττουμε το αγαθό, όπως ακριβώς η αρετή που ζητούμε από το Θεό, είναι η χρήση των δωρεών αυτών του Θεού με αγαθή συνείδηση, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Επειδή έτσι έχει το πράγμα, θα πούμε το ίδιο και περί αγάπης. Αφού λοιπόν ελάβαμε εντολή να αγαπούμε το Θεό, έχουμε τη δύναμη της αγάπης έμφυτη από τη στιγμή της πρώτης δημιουργίας μας. Η απόδειξη δε αυτού δεν υπάρχει έξω από τον άνθρωπο, αλλά έκαστος μπορεί να το μάθει από τον εαυτό του και μέσα στον εαυτό του. Διότι εκ φύσεως επιθυμούμε τα καλά και ωραία πράγματα, αν και προ πάντων κάτι άλλο στον καθένα φαίνεται καλό και ωραίο. Και τη στοργή προς τους οικείους και τους συγγενείς μας έχουμε, χωρίς να τη διδαχθούμε και δεικνύουμε αυθορμήτως κάθε καλή διάθεση προς τους ευεργέτες μας.

Ποιο τώρα είναι θαυμαστότερο από το θείο κάλλος; Ποια σκέψη είναι χαριεστέρα από την μεγαλοπρέπεια του Θεού; Ποιος πόθος της ψυχής είναι τόσο καυστικός και αφόρητος, όσο ο πόθος που έρχεται από τον Θεό στην ψυχή εκείνη, η οποία έχει καθαρισθεί από κάθε κακία και λέγει με αληθινή συγκίνηση: «Είμαι πληγωμένη εγώ από αγάπη»… Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι οι άνθρωποι εκ φύσεως επιθυμούν τα καλά και ωραία. Όμως το κατ’ εξοχήν ωραίο και αγαπητό είναι το αγαθό, αγαθό δε είναι ο Θεός. Τα πάντα επιθυμούν το αγαθό. Άρα τα πάντα επιθυμούν το Θεό. Ώστε με το που κατορθώνεται με τη θέλησή μας, είναι έμφυτο μέσα μας, σ’ αυτούς τουλάχιστον οι οποίοι δεν διεστράφησαν στις σκέψεις από την πονηρία. Απαιτείται λοιπόν από εμάς ως αναγκαία οφειλή η προς το Θεό αγάπη, της οποίας η στέρηση είναι για την ψυχή το πλέον αφόρητο εξ όλων των κακών. Διότι η αποξένωση και η αποστροφή του Θεού είναι περισσότερο αφόρητη και από τις τιμωρίες που αναμένονται στον Άδη και βαρυτέρα για εκείνον που την εδοκίμασε, όπως είναι η στέρηση του φωτός για τον οφθαλμό, και αν ακόμη δεν συνοδεύεται από πόνο, ή η στέρηση της ζωής, για κάθε ζωντανή  ύπαρξη.

Εάν δε υπάρχει φυσική στοργή των τέκνων προς τους γονείς τους και τούτο αποδεικνύεται από τις συνήθειες των ζώων και από τη διάθεση των ανθρώπων προς τις μητέρες κατά την νηπιακή τους ηλικία, ας μη αποδειχθούμε περισσότερο ανόητοι από τα νήπια ούτε αγριότεροι από τα θηρία με το να φερόμεθα προς τον δημιουργό μας χωρίς στοργή και ως ξένοι. Τον δημιουργό μας, και αν δεν εγνωρίζουμε τη φύση του από την αγαθότητά του, και μόνο από το ότι έχουμε δημιουργηθεί από αυτόν, οφείλουμε να τον αγαπούμε εξαιρετικά και να τον λατρεύουμε και να πέφτουμε με την μνήμη μας συνεχώς πάνω του, όπως πέφτουν τα νήπια επάνω στις μητέρες τους. Σπουδαιότερος όμως από τους εκ φύσεως αγαπωμένους είναι ο ευεργέτης. Και τούτο, δηλαδή η οικείωση προς τους ευεργέτες, δεν είναι χαρακτηριστικό μόνον των ανθρώπων, αλλά και σχεδόν όλων των ζώων. Αλλ’ εάν έχουμε εκ φύσεως την καλή διάθεση και την στοργή προς τους ευεργέτες και υπομένουμε κάθε κόπο για να τους ανταποδώσουμε τις προς εμάς ευεργεσίες τους, ποιος λόγος μπορεί να περιγράψει αξίως τις δωρεές του θεού; Διότι αυτές είναι τόσο πολλές, ώστε να είναι αναρίθμητες. Είναι δε και τόσο εξαίρετες, ώστε να είναι αρκετή και μία μόνο δωρεά για να μας κάνει να οφείλουμε κάθε ευγνωμοσύνη στον ευεργέτη…

Τι λοιπόν θα ανταποδώσουμε στον Κύριο για όλες τις ευεργεσίες του προς εμάς; Ο Κύριος είναι τόσο αγαθός, ώστε δεν απαιτεί ανταπόδοση, αλλά αρκείται μόνο στο να τον αγαπούμε δι’ όσα μας έδωσε. Όταν τα συλλογισθώ όλα αυτά – για να εκφράσω ελεύθερα τα αισθήματά μου – περιπίπτω σε φρίκη και έκσταση φοβερά, μήπως ποτέ από απροσεξία του νου μου ή από τις μάταιες ασχολίες χάσω την αγάπη του Θεού και γίνω αιτία προσβολής του Χριστού. Διότι τότε, αυτός που τώρα μας εξαπατά, αυτός που φροντίζει με κάθε τέχνασμα να μας κάνει να λησμονήσουμε τον ευεργέτη μας με τα κοσμικά δολώματα, αυτός που πηδά γύρω μας και μας επιτίθεται για να καταστρέψουμε τις ψυχές μας, αυτός θα παρουσιάσει τότε τη δική μας αμέλεια ως προσβολή κατά του Κυρίου και θα καυχηθεί για την απείθεια και την αποστασία μας.

Αυτός που ούτε μας εδημιούργησε ούτε απέθανε προς χάριν μας, αλλά μας έκανε να τον ακολουθούμε με την απείθεια και με την παραμέληση των εντολών του Θεού. Αυτή η προσβολή κατά του Κυρίου και αυτό το καύχημα του εχθρού μού φαίνεται βαρύτερο από τις τιμωρίες του άδου, να γίνουμε δηλαδή για τον εχθρό του Χριστού αιτία καυχήσεως, απέθανε προς χάριν μας και ήγερθη και γι’ αυτό του οφείλουμε περισσότερα…

Είπαμε πρωτύτερα ότι ο νόμος καλλιεργεί και τρέφει τις δυνάμεις που υπάρχουν μέσα μας ως σπέρματα. Επειδή όμως έχουμε λάβει εντολή να αγαπούμε τον πλησίον μας, όπως τους εαυτούς μας, ας μάθουμε εάν έχουμε από τον Θεό και την δύναμη να εκπληρώσουμε αυτή την εντολή. Ποιος λοιπόν δεν γνωρίζει ότι ο άνθρωπος είναι ήμερο και κοινωνικό ον και όχι μοναστικό ούτε άγριο; Τίποτε λοιπόν δεν είναι τόσο χαρακτηριστικό της φύσεώς μας, όσο το να έχουμε κοινωνία ο ένας με τον άλλον, να χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον και να αγαπούμε το γένος μας. Γι’ αυτά τα πράγματα ο ίδιος ο Κύριος μας έδωσε εξ αρχής τα σπέρματα και απαιτεί εν συνεχεία τους καρπούς, όταν λέγει: «εντολή καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Επειδή δε ήθελε να υποκινήσει την ψυχή μας προς εκτέλεση αυτής της εντολής, δεν εζήτησε σημεία  και θαυμαστά έργα για να αποδειχθεί ότι είμαστε μαθητές τους, αλλά τι είπε; «εν τούτω γνώσονται πάντες, ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπη έχητε εν αλλήλοις». Συνδέει δε παντού ο Κύριος τις εντολές αυτές κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αναφέρει στον εαυτό του την προς τον πλησίον μας  αγαθοεργία.

Διότι επείνασα, λέγει «και μου εδώσατε να φάγω και λοιπά, και έπειτα προσθέτει «εφ’ όσον εποιήσατε σε ένα εκ τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, σ’ εμένα εποιήσατε»… Συνεπώς, με την πρώτη εντολή είναι δυνατόν να τηρήσει κανείς και την δευτέρα. Με τη δευτέρα δε μπορεί να επανέλθει στην πρώτη. Και αν αγαπά κάποιος τον Κύριο, αγαπά κατά συνέπεια και τον πλησίον, διότι «αυτός ο οποίος με αγαπά», είπε ο Κύριος, θα τηρήσει τις εντολές μου, «αυτή δε είναι η δική μου εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, καθώς εγώ σας αγάπησα». Μπορεί πάλι κανείς να αποδώσει την αγάπη στο Θεό με το να αγαπά τον πλησίον διότι ο Θεός δέχεται την ευεργεσία ωσάν να αποδίδεται στον εαυτό του».

Ο Μέγας Βασίλειος στο παραπάνω θεόπνευστο και βαθύτατα χριστοκεντρικό και ανθρωποκεντρικό κείμενό του, το οποίο αποτελεί τη βιωματική κατάθεση της ψυχής και αγαπώσης καρδίας του, θέτει τον «δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» και λειτουργεί αφυπνιστικά ή έστω οφείλει να εγείρει συνειδήσεις στη σύγχρονη υλιστική, καταναλωτική και άκρως εγωιστική ανθρωπότητα όπου κυριαρχεί μεν η ακατάσχετη «αγαπολογία» αλλά θεοειδής αγάπη δεν υπάρχει.

Μέγας Βασίλειος: «Άμα συνηθίσει κανείς στα αμαρτωλά λόγια, περνά και στα αμαρτωλά έργα»



Άμα συνηθίσει κανεὶς στὰ ἁμαρτωλὰ λόγια, περνᾶ καὶ στὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ προφυλάσσουμε τὴν ψυχή μας.
Διότι ὑπάρχει κίνδυνος, μαζὶ μὲ τὴ γλύκα τῶν λόγων νὰ πάρουμε μέσα μας καὶ κάτι θανάσιμο, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε. Εἶναι μέλι, ποὺ ἔχει καὶ δηλητήριο. Δὲν θὰ ἐπαινέσουμε, ἔτσι, τοὺς ποιητές, ὅταν παριστάνουν ἀνθρώπους ποὺ ἀσεβοῦν, ποὺ ἐμπαίζουν, ποὺ παραδίνονται στὴν ἀκολασία, ποὺ παρασύρονται ἀπὸ τὸ πιοτό, οὔτε ὅταν περιορίζουν τὴν εὐτυχία σὲ πλούσια τραπέζια καὶ σὲ ἄσεμνα τραγούδια. Καὶ δὲν θὰ δώσουμε καμιὰ σημασία, ὅταν κάνουν λόγο γιὰ θεοὺς καὶ μᾶς λένε ὅτι οἱ θεοὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἀλληλομισοῦνται.
Διότι, καθὼς ξέρετε, οἱ ψεύτικοι θεοὶ τῆς εἰδωλολατρίας πολεμᾶνε ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸ κι ὁ πατέρας τὰ παιδιά του κι ἐκεῖνα τοὺς γονεῖς τους, μὲ ὑπουλότητα. Θ᾿ ἀφήσουμε στοὺς ἀνθρώπους τοῦ θεάτρου τὶς μοιχεῖες τῶν θεῶν, τοὺς ἔρωτές τους, τὶς ἀσύστολες σαρκικές τους σχέσεις καὶ πρὸ παντὸς τοῦ μεγαλύτερου ἀπ᾿ ὅλους θεοῦ Δία, ὅπως λέγουν αὐτοί.
Εἶναι πράγματα ὅλα αὐτά, ποὺ καὶ γιὰ τὰ ζῷα…ἂν τὰ ἔλεγε κανεὶς θὰ κοκκίνιζε. Τὰ ἴδια ἔχω νὰ πῶ καὶ γιὰ τοὺς πεζογράφους καὶ μάλιστα ὅταν γράφουν γιὰ νὰ διασκεδάσουν.
Συμβουλές τοῦ Μ. Βασιλείου
πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr

Λάμπρος Σκόντζος, Μέγας Βασίλειος: Ο κορυφαίος Πατέρας της Εκκλησίας μας




ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
     Τόσο η ιστορία όσο η Εκκλησία υπήρξαν φειδωλές στον χαρακτηρισμό του «Μεγάλου». Ελάχιστοι έλαβαν τον τίτλο «Μέγας». Ένας από αυτούς υπήρξε ο κορυφαίος άγιος της Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος, ο οποίος έλαβε επάξια αυτόν τον τίτλο, διότι σφράγισε με την προσωπικότητά του την ιστορία σε μια από τις κρισιμότερες ιστορικές φάσεις της ανθρωπότητας.
      Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν ονομαστός ρήτορας της περιοχής και η μητέρα του Εμμέλεια ήταν απόγονος αριστοκρατικής ρωμαϊκής οικογένειας. Ήταν ένθερμοι Χριστιανοί. Σπουδαίο ρόλο στη ζωή του έπαιξε η γιαγιά του Μακρίνα, η οποία υπήρξε μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Αυτή τον μύησε στην χριστιανική ευσέβεια. Στην οικογένεια υπήρχαν άλλα οκτώ παιδιά, τα περισσότερα είχαν αφιερωθεί στη διακονία της Εκκλησίας (Γρηγόριος Νύσσης, ασκητής Ναυκράτιος, μοναχή Μακρίνα, Πέτρος επίσκοπος Σεβάστειας).
        Οι ευκατάστατοι γονείς τους φρόντισαν να δώσουν στα παιδιά τους, εκτός από την ευσέβεια και σπουδαία μόρφωση. Ο Βασίλειος διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του. Στη συνέχεια πήγε για σπουδές στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και ακολούθως στην Κωνσταντινούπολη. Το 351έφτασε στην Αθήνα για να τελειοποιήσει τις σπουδές του στη γεωμετρία, την αστρονομία, την φιλοσοφία, την ρητορική, την ιατρική και την γραμματική. 

Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια ως το 355. Εκεί συνδέθηκε με αδελφική φιλία με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Ιουλιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα. Διέφερε από όλους τους άλλους φοιτητές για τις αρετές του και την αυστηρή ασκητική ζωή του. Λέγεται πως ο καθηγητής του Εύβουλος εντυπωσιάστηκε από αυτόν και ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Μαζί με το Γρηγόριο είχαν ιδρύσει στην κατείδωλη Αθήνα χριστιανικό φοιτητικό όμιλο και είχαν σημαντική ιεραποστολική δράση.
      Το 356 επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια και άσκησε για λίγο το επικερδές επάγγελμα του δικηγόρου και του δασκάλου της ρητορικής. Το 358, ύστερα από το θάνατο του αδελφού του Ναυκράτιου και την παρότρυνση της αδελφής του Μακρίνας, αφού έλαβε το Άγιο Βάπτισμα, αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και να αφιερωθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Αφού μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στους φτωχούς και στην Εκκλησία, ξεκίνησε μεγάλη περιοδεία σε ονομαστά μοναστικά κέντρα της Μ. Ασίας, Συρίας, Αιγύπτου και Μεσοποταμίας για να γνωρίσει αγίους ασκητές και να μυηθεί στην αληθινή μοναχική ζωή.  Το 360 αποσύρθηκε μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο Ναζιανζηνό σε ερημητήριο στον Πόντο, στις όχθες του Ίρη ποταμού να μονάσουν. Εκεί έμεινε ως το 363 προσευχόμενος και συγγράφοντας τα σημαντικότερα έργα του και μαζί τους περίφημους «Κανονισμούς δια τον μοναχικόν βίον», οι οποίοι έγιναν ο οδηγός του κατοπινού κοινοβιακού μοναχισμού.
      Η φήμη της αγιότητάς του έφτασε ως την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο επίσκοπος Ευσέβιος τον κάλεσε και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Ο Βασίλειος επέδειξε τεράστια ποιμαντική και φιλανθρωπική δράση. Κατά τον φοβερό λιμό του 367-368 έσωσε από βέβαιο θάνατο όλους τους φτωχούς της ευρύτερης περιοχής της Καισάρειας. Το 370, όταν πέθανε ο Ευσέβιος και κατ’ επιταγή του λαού, εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Ως επίσκοπος πλέον ο Βασίλειος, εγκαινιάζει ένα κολοσσιαίων διαστάσεων ποιμαντικό και κοινωνικό έργο. Ανέλαβε δράση κατά των αιρετικών αρειανών, οι οποίοι είχαν την υποστήριξη του αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη. Αντιμετώπισε με σθένος και αποτελεσματικότητα την απόπειρα του Ουάλη  και των ομοφρόνων του, να επιβάλουν στην επισκοπή του τον αιρετικό αρειανισμό. Παράλληλα καθάρισε την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς.
       Αξιοθαύμαστο και πρωτόγνωρο για την εποχή του υπήρξε το κοινωνικό έργο του. Ίδρυσε την περίφημη «Βασιλειάδα», ένα τεράστιο συγκρότημα ευποιΐας, το οποίο περιλάμβανε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, πτωχοκομείο, επαγγελματικές σχολές, κλπ. Μέσα σε αυτό έβρισκαν καταφύγιο και βοήθεια χιλιάδες άνθρωποι, ανεξάρτητα αν ήταν ή όχι Χριστιανοί. Πλήθος εθελοντών προσέφεραν τις υπηρεσίες τους και ανάμεσά τους ο άγιος Επίσκοπος Βασίλειος, εργαζόταν ως ιατρός. 
       Τιτάνιο υπήρξε επίσης και το συγγραφικό του έργο. Υπήρξε δεινός θεολόγος και μέγας συγγραφέας, του οποίου το έργο αποτελεί μέχρι σήμερα πρωτοπόρο. Τα έργα του διακρίνονται σε δογματικά, θεολογικά, ερμηνευτικά, επιστολές κλπ. Ένα από τα γνωστότερα έργα του υπήρξε η «Ερμηνεία εις την Εξαήμερον», στην οποία είναι αποτυπωμένη η σπάνια ευρυμάθειά του. Γνωστό επίσης έργο του είναι η ομώνυμή του «Θεία Λειτουργία», η οποία τελείται δέκα φορές το χρόνο (τις πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, την παραμονή των Χριστουγέννων, την παραμονή των Φώτων, την Μ. Πέμπτη, το Μ. Σάββατο και την 1η Ιανουαρίου). Τα πολυπληθή θεολογικά έργα του ιερού Πατρός αποτελούν για την Εκκλησία και την κατοπινή θεολογική επιστήμη, ανεκτίμητη παρακαταθήκη.
         Η αυστηρή ασκητική ζωή του και η εξαντλητική του εργασία κλόνισαν σοβαρά την εύθραυστη υγεία του. Στις 31 Δεκεμβρίου του 379 πέθανε σε ηλικία μόλις 49 ετών. Η κηδεία του έγινε την 1η Ιανουαρίου του 380, με τη συμμετοχή αμέτρητου πλήθους Χριστιανών, εθνικών και Ιουδαίων, οι οποίοι θρηνούσαν απαρηγόρητοι για τον χαμό του μεγάλου Ιεράρχη και προστάτη τους. Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου.
        Ο Μ. Βασίλειος ανήκει στους μεγάλους άνδρες της ιστορίας. Έζησε σε μια εποχή που ο παλιός ειδωλολατρικός κόσμος έδυε οριστικά και ένας νέος κόσμος, ο χριστιανικός ανέτειλε. Αυτός, μαζί με τους άλλους μεγάλους Πατέρες του 4ου μ. Χ. αιώνα, υπήρξε ένας από τους φορείς αυτού του νέου κόσμου. Και ακόμη περισσότερο: ο μεγάλος αυτός άνδρας, συνέβαλε καθοριστικά στην ομαλή μετάβαση στην νέα πολιτισμική πραγματικότητα.
Αξιολόγησε με θαυμαστό τρόπο τα θετικά στοιχεία του αρχαίου κόσμου, τα οποία ενέταξε στη νέα πίστη και στον νέο αναδυόμενο χριστιανικό πολιτισμό. Χρησιμοποίησε με καταπληκτική δεξιότητα την αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη και τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, μέσω των οποίων εξέφρασε τις αιώνιες και σώζουσες αλήθειες της Θείας Αποκαλύψεως. Υπήρξε, τέλος, ο κατ’ εξοχήν θεοφόρος Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος κατέστησε την χριστιανική πίστη τρόπο ζωής και πολιτείας και τους πιστούς αληθινό «βασίλειον ιεράτευμα», όπως ψάλλουμε στο απολυτίκιο της εορτής του!    

« Ἐγκώμιο στὸν Μέγα Βασίλειο Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ



Χρήστου Γκότση
 Μ.ΒασίλειοςἝνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ὁ Μέγας Βασίλειος, μεγάλος Πατέρας καὶ Οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δυὸ φορὲς τὸ χρόνο (1 καὶ 30 Ἰανουαρίου) ἑορτάζεται ἡ μνήμη του καὶ δέκα φορὲς τελεῖται ἡ Λειτουργία του. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι μέγας καὶ οὐρανοφάντωρ.
Ἡ τελευταία προσωνυμία ὀφείλεται σ’ αὐτὰ πού πρόσφερε μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ τὴ ζωή του. Εἶναι δηλαδὴ αὐτὸς πού ἀποκάλυψε, φανέρωσε τὰ οὐράνια. Μὲ τὰ γραπτά του καὶ τὴ διδασκαλία του θεολόγησε βαθιὰ φανερώνοντας στοὺς ἀνθρώπους τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ: αὐτὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἐκεῖνο τῆς Θείας Οἰκονομίας, πῶς δηλαδὴ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε, σχεδίασε καὶ πραγματοποίησε τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Πρόσφερε ἀκόμη πολλὰ καὶ μὲ τὴ ζωή του. Ἦταν ὑπόδειγμα πιστοῦ κληρικοῦ, λειτουργοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλαμψε ὡς τὸν οὐρανὸ καὶ «ἡ λαμπρότης του εἰς ὕψος φαίνεται». Σ’ ὅλους ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν νόμος καὶ κανόνας ἀρετῆς· ὁ λόγος του ἦταν ζωή. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πού λέει τὰ τελευταῖα αὐτά προσθέτει; «Ὀμορφιά τοῦ Βασιλείου ἦταν ἡ ἀρετὴ·τῆς μεγαλοσύνης του, ἡ θεολογία· πορεία του, τὸ ἀεικίνητο πού τὸν ἔφερνε μὲ τὶς ἀναβάσεις τοῦ στοχασμοῦ του ὡς τὸν Θεό. Καὶ δύναμή του ἦταν ἡ σπορὰ καὶ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἐγὼ τουλάχιστον δὲν θὰ δίσταζα νὰ πῶ τοῦτο: σ’ ὅλη τὴ γῆ ἁπλώθηκε ἡ φωνή του καὶ στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης ἀκούστηκαν τὰ δυνατὰ λόγια του» (Ἐπιτάφιος… 66. ΕΠΕ 6,242). Εἶναι ὁ θεολόγος τοῦ μέτρου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως εὔστοχα παρατήρησε ἕνας βιογράφος του.
Αὐτά ἀκριβῶς λέει καὶ τὸ Ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λὸγον σου· δι’ οὗ (=μ’ αὐτόν) θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φὺσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας (= φανέρωσες τὰ μυστικά τους), τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».
Τὰ χαρίσματα αὐτὰ τὰ ἀπόλαυσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γιατί, ὅπως λέει ὁ στίχος τοῦ Συναξαρίου, «ζῆ καὶ παρ’ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐκ τῶν βιβλίων» του. Εἶναι ὁ «βασίλειος κόσμος (=ὀμορφιά) τῆς Ἐκκλησίας», «χαράκωμά της καὶ τεῖχος ὀχυρόν». Εἶναι αὐτὸς πού οἰκειοποιήθηκε «πάντων τῶν ἁγίων τὰς ἀρετάς» καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει ὅλοι μας «νὰ μιμηθοῦμε τὴν πίστιν, τὴν ζέσιν (=ζῆλο), τὴν ταπείνωσίν» του (ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς 1ης Ἰανουαρίου).
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἦταν φυσικὸ νὰ τὸν τιμήσει καὶ ἡ εἰκονογραφία. Ἔχουμε εἰκόνες, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, καθὼς καὶ μικρογραφίες πού ἀρχίζουν ἀπὸ πολὺ παλιά. Μὲ αὐτὴν τὴν ποικιλία τῶν ἀπεικονίσεων θέλησε ἡ Ἐκκλησία νὰ διασώσει τὰ χαρακτηριστικά τῆς μεγάλης μορφῆς του. Τὰ βρίσκουμε στὸν Ἔλπιο τὸν Ρωμαῖο (9ος-10ος αἰών) καὶ στὸ Συναξάριο τῆς ἰδιαίτερης ἑορτῆς του, καθὼς καὶ ἐκείνης τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τὰ παραθέτουμε σὲ μετάφραση τοῦ ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου:
«Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος ἦτο κατὰ τὴν θέσιν καὶ τὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος πολλὰ μακρύς, ξηρὸς καὶ ὀλιγόσαρκος, μαῦρος ὁμοῦ καὶ ὠχρός κατὰ τὸ χρῶμα, μακρομύτης, εἶχε τὰ ὀφρύδια στρογγυλά, τὸ δὲ δέρμα τὸ ἐπάνω τῶν ὀφρυδίων, συμμαζωμένον, ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ ἄνθρωπον συλλογιζόμενον καὶ προσέχοντα τὸν ἑαυτόν του. Εἶχε τὸ πρόσωπον ζαρωμένον μὲ ὀλίγας χαραγάς (=χαραγματιές, ρυτίδες), εἶχε τὰς παρειάς μακράς καὶ τοὺς μήνιγγας (=κροτάφους) δασεῖς ἀπὸ τρίχας συνεστραμμένας καὶ κυκλοειδεῖς. Ἐφαίνετο εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὅτι εἶχεν ὀλίγον κουρευμένας τὰς τρίχας· τὸ γένειον εἶχε μακρὸν ἀρκετά, καὶ τὰς τρίχας μαύρας ὁμοῦ καὶ λευκάς» (Συναξαριστής, τόμ. Α’, σ. 429).
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως τὴν ἀποτύπωσε ἡ βυζαντινὴ ζωγραφική, πρέπει νὰ προσέξουμε τούτη τὴ φράση ἀπὸ τὰ προσωπογραφικὰ του: «ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ ἄνθρωπον συλλογιζόμενον καὶ προσέχοντα τὸν ἑαυτόν του». Ἡ ζωὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἦταν γεμάτη ἀγωνίες, φροντίδες, πολυμέτωπους ἀγῶνες. Ἦταν ὑπόδειγμα ποιμένα. Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, δουλειὰ τοῦ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «νὰ ἐπιστρέφει (στὸ σωστὸ δρόμο) τὸν πλανεμένο ἄνθρωπο, νὰ φροντίζει τὸν πληγωμένο, νὰ γιατρεύει τὸν ἄρρωστο. Στὶς συμφορὲς τῶν ἄλλων νὰ βλέπουμε τὶς δικές μας καὶ νὰ μὴν προσβάλλουμε τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἀπανθρωπιά μας».
Γιὰ νὰ γίνονται ὅμως αὐτά, πρέπει νὰ ξεκινᾶμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ὅπως ἐκεῖνος. Γνώριζε στὸ βάθος τους τὶς ἀρρώστιες τῶν ἀνθρώπων -ψυχικὲς καὶ σωματικὲς- γιατί ἤξερε πολὺ καλὰ τὸν ἑαυτό του, τὴν ψυχή του. Γράφει στὴν ὁμιλία του «Πρόσεχε σεαυτῶ»: «ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ νὰ μάθεις ποιὸς εἶσαι, γνώρισε τὴ φύση σου, τὴ σύστασή σου γιὰ νὰ μάθεις πώς τὸ μὲν σῶμα σου εἶναι θνητό, ἡ δὲ ψυχή σου ἀθάνατη». Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαπίστωση, εἶναι πολὺ πειστικὸς ὁ λόγος του: «Νὰ μὴ δίνεις σημασία στὴ σάρκα, διότι περνάει καὶ διαβαίνει, ἀλλά νὰ καταγίνεσαι μὲ τὴν ψυχή σου, πού εἶναι πράγμα ἀθάνατο» (ΕΠΕ, 6,226 καὶ 222).
Εἶχε δίκιο λοιπὸν ὁ φίλος του Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πού γράφει πώς ὁ Ἅγιός μας εἶχε λιώσει τὴ σάρκα του ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια σὲ βαθμὸ πού φαινόταν σχεδὸν ἄσαρκος γιατί ἦταν ὀλιγοδίαιτος. Καὶ προσθέτει: «Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἀρετή τοῦ ἄνδρα καὶ τὸ πλεόνασμα τῆς δόξας του, ὥστε πολλὲς μικρὲς ἀρετές του, ἀκόμη δὲ καὶ μερικὰ σωματικά του ἐλαττώματα, μερικοὶ σκέφτηκαν πώς θὰ τοὺς ἔφερναν δόξα ἂν τὰ μιμοῦνταν. Ἐννοῶ τὴν ὠχρότητά του, τὴ γενειάδα του, τὸν τρόπο πού βάδιζε, τὸ ὅτι δὲν μιλοῦσε πρόχειρα καὶ ἀπρόσεκτα, ἀλλά συχνὰ ὕστερα ἀπὸ σκέψη καὶ βαθιὰ ἐξέταση τοῦ πράγματος» (ὅπ.π. 260-262).

Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας.
Ἀπὸ τὶς πολλὲς παραστάσεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἄλλες εἶναι ὁλόσωμες καὶ ἄλλες σὲ προτομή, ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω. Ἄλλοτε εἰκονίζεται μόνος καί ἄλλοτε μὲ ἄλλους Ἱεράρχες. Γνωστὴ εἶναι ἡ ἀπεικόνισή του εἴτε μὲ τοὺς δύο ἄλλους μεγάλους Ἱεράρχες, τὸν Γρηγόριο καὶ τὸν Χρυσόστομο, εἴτε ἐκείνη μαζὶ μὲ συλλειτουργοῦντες ἐπισκόπους. Ἡ τελευταία στολίζει τὴν κόγχη τοῦ Ἁγίου Βήματος καὶ ἔχει σχέση μὲ τὴ Θεία Λειτουργία, τὸ κείμενο τῆς ὁποίας αὐτοὶ ἔγραψαν ἤ φέρνει τὸ ὄνομά τους.
Σὲ ὥρα ἱερουργίας τὸν δείχνει καὶ ἡ τοιχογραφία μας. Βρίσκεται ὁ Ἅγιός μας στὴν κεντρικὴ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ. Παρουσιάζεται, ὅπως τὸν ξέρουμε ἀπὸ τὰ παραδοσιακὰ χαρακτηριστικά του καὶ τὶς παραπάνω μαρτυρίες τῶν βιογράφων του: ψηλός, λιπόσαρκος, ἐπιβλητικός, στοχαστικός. Φορεῖ τὴν ἀρχιερατική του στολὴ (στιχάριο, φελόνιο, ὠμοφόριο), φέρνει τὸ ἐπιγονάτιο μὲ τὸ ἑξαπτέρυγο καὶ τὸ πετραχήλι του. Μὲ τὸ ἀνυψωμένο δεξί του χέρι κρατεῖ εἰλητάριο, πού τὰ ἀνακρατεῖ τὸ ἄλλο, τὸ ἀριστερό. Σ’ αὐτὸ ἀναγράφεται ἡ ἀρχή τῆς εὐχῆς τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου- ΟΥΔΕΙΣ ΑΞΙΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΩΝ ΤΑΙΣ ΣΑΡΚΙΚΑΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΙΣ ΚΑΙ ΗΔΟΝΑΙΣ.
Οἱ πολύχρονοι ἀγῶνες του γιὰ τὸ καλό τῆς Ἐκκλησίας τὸν κρατοῦσαν πάντοτε σὲ ἐγρήγορση. Τὸ πλατὺ μέτωπο μὲ τὶς ρυτίδες, τὰ τοξωτὰ φρύδια, τὸ κουρασμένο, ὀξυδερκὲς καὶ αὐστηρό βλέμμα, καθὼς ἡ κλίση τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν ὤμων, δείχνουν ἕνα συγκεντρωμένο στὸν ἑαυτό του καὶ στὶς σκέψεις του πρόσωπο. Ἔχουμε μπροστὰ μας τὸν ποιμένα μὲ τὴν ἄγρυπνη φροντίδα, τὸν μεγάλο καὶ βαθὺ θεολόγο, τὸν γλαφυρὸ διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος «τὰ φρονήματα τῶν κακόδοξων καταβρόντησε (=καταπολέμησε), ρύθμισε τὴν ἠθικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀποσαφήνισε τὴ γνώση τῶν ὄντων. Ἔτσι μὲ τὴν ὅλη ἀρετή του ὁδήγησε στὴ σωτηρία τὸ λογικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ» (Ἀπὸ τὸ Συναξάριο τῆς ἑορτῆς του).
«Θαυμαστὴ ἑνότητα πνεύματος διέπει ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Βασιλείου. Αὐτὴ χαρίζει καὶ στὴ ζωὴ του ἄκρα συνέπεια. Ἰδανικό του νὰ φτάσει τὴν ἁγιότητα. Ὅλα αὐτά πηγὴ τους ἔχουν τὴν ὁλόθερμη ἀποδοχὴ τῆς πίστης. Ἀποστολικὸς ὁ ζῆλος τοῦ Βασιλείου· πρέπει νὰ πολεμήσει τὶς αἱρέσεις, νὰ οἰστρηλατήσει τὸ ποίμνιό του καὶ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ γίνει ἡ πίστη συνήθεια. Καὶ δουλεύει ἀκατάπαυστα, μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὸ νοῦ, νὰ ἀποκαλύψει τοὺς θησαυροὺς πού περιέχει ἡ χριστιανικὴ πίστη, νὰ θεμελιώσει τὴν πίστη, νὰ τὴν κάμει ἀπὸ ἄλογον, λογικήν.
Σὲ τοῦτο τὸ κολοσσιαῖο ἔργο ἀναλώθηκε ὁ Βασίλειος. Σκοπός του νὰ ἀνεβάσει τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ τὴ δική του καὶ τῶν ἄλλων στὴν κατανόηση τῶν μεγάλων ἀληθειῶν τοῦ χριστιανισμοῦ, κατανόηση πού θὰ τὴ συνοδεύει καὶ θὰ τὴν ὁλοκληρώνει τὸ ὁμόλογο ζήσιμο…» (Βασ. Τατάκης,Ἡ συμβολὴ τῆς Καππαδοκίας στὴ χριστιανικὴ σκέψη, Ἀθήνα 1960, σ. 138).

Ό μυστικός κόσμος τών βυζαντινών εικόνων,
ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία

Άγιος Βασίλειος Δύο άρθρα για τη ζωή και τη δράση τού Αγίου Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας



   


Εορτή: 1 Ιανουαρίου
   



1. Η αγία ζωή και η εξαίρετη κοινωνική προσφορά του πραγματικού Άϊ Βασίλη

Ο πραγματικός άγιος Βασίλειος -και όχι ο περιορίζων το νόημα του Χριστιανισμού σε προσωρινές στιγμές κοσμικής ευτυχίας, τυπολατρικώς μόνο καλός αφού διακρίνει και βραβεύει μόνο τα ‘καλά’ παιδιά, καλοθρεμμένος και μη ασκητικός, παππούλης δυτικών και καταναλωτικών προτύπων- γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και στο χωριό Άννησα, το 330 μ.Χ.

ΜΕΓΑΛΩΣΕ στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και βίωσε τη θαλπωρή μιας ουσιαστικά ευσεβούς οικογένειας.

ΜΟΡΦΩΘΗΚΕ πολύ, πρώτα από τον πατέρα του Βασίλειο, μετά στην Κωνσταντινούπολη, την Νικομήδεια, και στο πανεπιστήμιο της Αθήνας για πέντε χρόνια (350-355). Στην εποχή του υπήρξε πανεπιστήμων, αρίστευσε στους περισσότερους γνωστικούς και κλασικούς τομείς (φιλολογία, ιστορία, αστρονομία, ιατρική, γεωμετρία και αριθμητική), και αυτό οφειλόταν στην χαλύβδινη θέλησή του.

Στο θαυμάσιο σύγγραμμά του «Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα ελληνικά γράμματα», ξεκαθαρίζει ο εξέχων ιεράρχης ότι την αρετή, την ομορφιά και τη γνώση μπορούν οι χριστιανοί να αντλούν, ως προγύμναση της συνείδησης για την μελέτη των βαθιών νοημάτων της χριστιανικής διδασκαλίας, στην ουσία από οποιαδήποτε πηγή, όπως και από την εθνική μας γραμματεία και παιδεία, τους αρχαίους ρήτορες, ποιητές, φιλοσόφους, μέσα στα οποία βρίσκει κανείς πρότυπα και αρετές. Πλην όμως είναι ανάγκη να μην ξεπερνάμε το μέτρο της λογικής, και να αποφεύγουν οι νέοι πάση θυσία τις βδελυρές πράξεις κακών, τα άσχημα παραδείγματα καθώς και τα πάθη, όπως ακριβώς αποφεύγει κάποιος τα βλαβερά φαγητά και όπως ο Οδυσσέας απέφυγε, έξυπνα φερόμενος, τη μελωδία των Σειρήνων. Το συμφιλιωτικό του, υπό όρους, παράδειγμα με την αρχαία ελληνική γραμματεία προσέλαβε και η Εκκλησία στη σχέση της με το κλασσικό πνεύμα και ιδιαίτερα κατά την Αναγέννηση. Αρεστό στο Θεό και άξιο και πολύτιμο για την οδό του αγιασμού καθίσταται κάθε γνώση και αναφορά στη ζωή, φτάνει όμως να προωθεί τις αρετές, τα σωστά κριτήρια επιλογής της αλήθειας, το αγαθό, το ψυχοσωματικά ηθικό, την φροντίδα και ωφέλεια της ψυχής. Ο μεγάλος άγιος χρησιμοποιεί το παράδειγμα της μέλισσας. Όπως και η μέλισσα ορθά ενεργεί, έτσι κι εμείς να συλλέγουμε επιλεκτικά, αν χρειαστεί από διαφορετικές πηγές, πάντοτε τα χρήσιμα και αληθινά (βλ. και ‘Ο ρόλος του Μ. Βασιλείου στη συμφιλίωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού’, Αναστ. Β. Γιαννικόπουλου, εκδ. Μ. Γρηγόρης, Αθ. 1991, & users.uoa. gr/~nektar/ orthodoxy/ paterikon/ basil_the_great_de_legendis_ gentilium_libris. htm).

Από το 356 μέχρι την άνοιξη του 357 ο φωστήρ της Οικουμένης ασχολήθηκε στην Καισάρεια με την δικηγορία και την ρητορική που άριστα κατείχε. Επισκέφτηκε στη συνέχεια τα μοναστήρια της Αιγύπτου, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Παλαιστίνης και σπούδασε στο μεγάλο σχολείο της ασκητικής ζωής.

Από τον Οκτώβριο του 357 κ.ε. μελέτησε συστηματικά την Αγία Γραφή και άρχισε να παρακολουθεί στενότερα τα εκκλησιαστικά θέματα, ενώ πήρε την απόφαση να διαμοιράσει την μεγάλη του περιουσία στους στερημένους και πένητες.

Το Πάσχα του 358 βαπτίστηκε και προχειρίστηκε σε Αναγνώστη από τον επίσκοπο Διάνιο, με τον οποίο διατήρησε στενή φιλία. Τον Νοέμβριο του 358 εγκαταστάθηκε στα Άννησα, στο πατρικό του σπίτι, και τότε άρχισε την κυρίως ασκητική ζωή του.

Από την άνοιξη του 360 ΑΣΚΗΤΕΨΕ για 5 χρόνια στον Ίρι ποταμό, στον μαγευτικό Πόντο, μαζί με τον άλλο μεγάλο πατέρα της Εκκλησίας, Γρηγόριο τον Θεολόγο. Στη θεολογική ησυχία της μοναχικής ζωής μελέτησαν συστηματικά την Αγία Γραφή και την κτίση του Θεού, επιδόθηκαν στην προσευχή και  εργάστηκαν στην σύνταξη της «Φιλοκαλίας» του Ωριγένη και των ασκητικών Κανόνων. Υποβοηθούμενος και από τη θαυμαστή ομορφιά του Πόντου ΕΓΡΑΨΕ εκεί και τις βαθυστόχαστες 9 ομιλίες του στην Εξαήμερο, που τον καθιέρωσαν όχι μόνο μεγάλο ερμηνευτή των θείων έργων αλλά και σπουδαίο επιστήμονα.

Πνευματικώς αξιοθαύμαστα είναι γενικώς και τα Δογματικά έργα του, οι Ομιλίες (και στους Ψαλμούς και τον προφήτη Ησαΐα), οι Επιστολές του (περίπου 366) που αποκαλύπτουν τον ευρύ και ανθρωπιστικό εσωτερικό του κόσμο, καθώς και τα ασκητικά συγγράμματα του Αγίου (ανέρχονται σε 500 περίπου ομιλίες, στην έκδοση του Migne, τόμοι 29-32). Οι Όροι ή Κανόνες του, που περιέχονται στα τελευταία, αποτέλεσαν από τότε την βάση του Ορθόδοξου μοναχισμού.

Περί το τέλος μάλλον του 362 ο Βασίλειος χειροτονήθηκε ΔΙΑΚΟΝΟΣ και κατόπιν ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ, από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Για 6 χρόνια εργάστηκε άοκνα, προσφέροντας πλούσια κοινωνική, θεολογική και ποιμαντική δράση. Αντιμετώπισε μάλιστα νικηφόρα και απολογητικά τους πλανεμένους Αρειανούς, οπαδούς του αιρετικού πρεσβυτέρου Αρείου (ο Αρειανισμός δίδασκε την κτιστότητα του Υιού του Θεού και αρνιόταν την θεότητα του Χριστού) και από το 377 τις χριστολογικές κακοδοξίες, εξαιτίας των έργων του Απολλιναρίου Λαοδικείας και του Μαρκέλλου Αγκύρας (ακόμη και με διπλωματική δραστηριότητα προς τον πάπα Δάμασο). Το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφών του αφιερώθηκε άλλωστε στην ενότητα των πιστών υπέρ των εκκλησιαστικών αληθειών και στην δογματική υποστήριξη των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Υπέμεινε μάλιστα με υπομονή και δύναμη Κυρίου τους διωγμούς, τις συκοφαντίες και τις απειλές που υπέστη, που προξενήθηκαν όχι μόνο από την αντιπάθεια προς αυτόν του Ευσεβίου (και αργότερα πολλών άλλων επισκόπων), αλλά και από την αρειανόφρονα πολιτική του αυτοκράτορα Ουάλη και τις συκοφαντίες του επισκόπου Αγκύρας Αθανασίου.

Το έτος 369 αρρώστησε βαριά και έφτασε σχεδόν στο θάνατο, αλλά με τη χάρη του Θεού ανένηψε. Ψυχοσωματικά είχε καταβληθεί από τα προβλήματα των Εκκλησιών, από το θάνατο της μητέρας του Εμμέλειας και την συνεχή ενασχόλησή του με την σίτιση των πτωχών. Χωρίς να κατέχει καμία περιουσία ή ιδιοκτησία, τον φρόντιζαν συγγενείς και φίλοι (Για τις χρονολογίες των κυρίων γεγονότων της ζωής του, ακολουθούμε το: ‘Μέγας Βασίλειος, Βίος και Θεολογία’, Στυλιανού Παπαδοπούλου, τ. Α΄, έκδ. Β΄, Αθ. 1989. Βλ. και ‘Ο Ουρανοφάντωρ Βασίλειος’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1979).

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ χειροτονήθηκε ο αστήρ της Καισαρείας το 370, σε ηλικία 40 ετών. Το κήρυγμα του Βασιλείου ως επισκόπου υπήρξε “δυνατό σαν την βροντή, αφού και η φωτεινή του ζωή ήταν σαν την αστραπή”, σύμφωνα με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό (Migne 38, 74). Θεωρήθηκε σε Ανατολή και Δύση καθηγητής των θείων και υπερκόσμιων αληθειών του Ευαγγελίου, μοναδικός λειτουργιολόγος, άφθαστος παιδαγωγός, θεμελιωτής του κοινοβιακού μοναχισμού και δυνατός κοινωνιολόγος.

Ύστερα από εξάντληση και πάθηση των νεφρών ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ στο τέλος του 378 μ.Χ., στα 49 του χρόνια. Η ζωή του ως κληρικός διήρκεσε συνολικά 15 έτη. Τα τελευταία του λόγια, πάνω στην επιθανάτια κλίνη του, ήταν τα ίδια λόγια του Χριστού πάνω στο Σταυρό προς τον Πατέρα Του: «Στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου». Την 1η Ιανουαρίου του 379 έγινε η κηδεία του. Ήταν τόσο πολυπληθείς οι εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής (ακόμη και από τους εχθρούς του) και τόσο μεγάλος ο συνωστισμός σ’ αυτήν, ιδιαίτερα από τους ευεργετηθέντες υπ’ αυτού, χριστιανούς, εβραίους και εθνικούς, που τον αγαπούσαν, ώστε κατά τη διάρκειά της (της κηδείας του) πέθαναν από ασφυξία αρκετοί άνθρωποι, οι οποίοι, σύμφωνα με τον αναγνωρισμένο ιστορικό Κ. Παπαρρηγόπουλο, συνόδευσαν ευτυχισμένοι έναν πράγματι μεγάλο ιεράρχη στην Ουράνια πόλη.        

Στον ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ο Βασίλειος υπήρξε, κατά γενική ομολογία, πρωτοπόρος. Μοίρασε αρχικά την τεράστια πατρική του περιουσία στους πάσχοντες, ανήμπορους και φτωχούς. Ακολούθως ανέπτυξε φιλανθρωπία αξιοθαύμαστη χωρίς διακρίσεις και έκτισε ολόκληρη πόλη, την ονομαζόμενη ‘Βασιλειάδα’, που περιλάμβανε πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενώνα και νοσοκομείο, στην οποία υπηρετούσαν ως προσωπικό μοναχοί, αφού εξάλλου ο Μ. Βασίλειος εργάστηκε και για την πιστότερη υπακοή των μοναχών στην Εκκλησία, τη διάθεσή τους σε φιλανθρωπικά έργα και μάλιστα υπό τον επίσκοπον. Ο άξιος ποιμένας της Εκκλησίας ενδιαφέρθηκε και επενέβαινε ιδιαίτερα υπέρ των αδικουμένων, εργαζόμενων και χηρών, προέτρεπε προς κοινωνική μέριμνα τους άρχοντες και στην τρομακτική πείνα του 367-368 επέδειξε σπουδαία δραστηριότητα (οργάνωσε καταυλισμούς και λεπροκομείο, έστησε κέντρα διανομής φαγητού, επιδόθηκε σε εράνους, εργάστηκε χειρωνακτικά, αλλά και ως γιατρός). Τόσο πρακτικά, ξεκάθαρα και αληθινά όσο ο ακάματος Βασίλειος, ίσως κανένας άλλος δεν εφάρμοσε την εντολή της αγάπης του Θεανθρώπου. Η περίληψη όλης της Αγίας Γραφής είναι η αγάπη, αναφέρει ο εξέχων ιεράρχης, και διδάσκει: «Απόδειξις των του Χριστού μαθητών, η εν αυτώ προς αλλήλους αγάπη» (P.G. 31,709). Πολλοί πλούσιοι συγκινήθηκαν εξάλλου από το παράδειγμά του και τις προτροπές του και τον ακολούθησαν στις αγαθοεργίες (βλ. Νικολάου Νευράκη: ‘Ο Ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος’, Αθ. 1979 & ‘Οι Τρεις Ιεράρχες Χθες- Σήμερα - Αύριο’, Αθ. 2004).

Το υπαρξιακό και πνευματικό κλάμα του ανθρώπου, διδάσκει ο αληθής φίλος του Ιησού Βασίλειος, θεραπεύεται δια του αγιασμού και της κοινωνικής προσφοράς. Όταν ο άνθρωπος δεν αγκαλιάζει τον διπλανό του, τότε χάνεται στον αυτοπεριορισμό του και την ανασφάλειά του, υποφέρει κάτω από τα δεσμά του εγωισμού του. Ο Μ. Βασίλειος φέρει ως παράδειγμα ατομισμού και έλλειψης αγάπης την τακτική ορισμένων πλουσίων στα χρόνια του. Αυτοί, ακόμη και στο θέατρο όταν πήγαιναν, πλήρωναν αρκετές θέσεις γύρω τους ώστε να μένουν κενές, και έτσι απολάμβαναν ανενόχλητοι την παράσταση. Όταν όμως, λέγει ο κορυφαίος ιεράρχης, δεν αντλείται νερό από τα πηγάδια, τότε το νερό αρχίζει και βρωμάει, χάνει την αξία του και καταστρέφεται η ποιότητά του. Αυτά παθαίνει και η ψυχή του ανθρώπου που ζει αποκλειστικά για τον εαυτόν του. Κάθε πράγμα που δεν κοινωνείται είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Και αιώνια παραδείγματα παραμένουν προς υπόδειξη της αλήθειας αυτής το νερό της Νεκράς Θάλασσας, καθώς και η παραβολή του άφρονος πλουσίου, με τη μικρόχαρη καρδιά και τα χαμερπή κίνητρα (βλ. ‘Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1989). 

Τα ΥΛΙΚΑ ΑΓΑΘΑ ανήκουν σε όλους, τονίζει ο αυθεντικός άϊ Βασίλης, που προσανατολίζει τους χριστιανούς προς την κοινοχρησία των πρώτων εκκλησιαστικών χρόνων: «Το ψωμί που φυλάς στην αποθήκη σου είναι του φτωχού. Τα ρούχα που κρατάς κρυμμένα είναι του γυμνού. Τα υποδήματα που σαπίζουν αχρησιμοποίητα είναι του ξυπόλητου. Τα χρήματα που κρύβεις είναι του φτωχού. Τόσους λοιπόν αδικείς, όσους θα μπορούσες να βοηθήσεις και το αρνήθηκες» (ΒΕΠΕΣ, τ. 54, Απ. Διακονίας, Αθ. 1976). Ακόμη, λέγει ο ελεήμων άγιος, «Ο πλούτος δεν είναι ζηλευτός για τον πλούτο. Ούτε το αξίωμα για το ίδιο το αξίωμα. Αλλά είναι και τα δύο όργανα για την αρετή, γι’ αυτούς που τα χρησιμοποιούν καλά. Δεν έχουν από μόνα τους κάτι το καλό. Αυτός λοιπόν που χρησιμοποιεί λανθασμένα τον πλούτο είναι ελεεινός και μοιάζει με κάποιον στρατιώτη που, ενώ του δόθηκε το ξίφος για την άμυνα στον πόλεμο, αυτός τραυματίστηκε εκούσια μ’ αυτό. Εάν όμως χρησιμοποιηθεί ο πλούτος καλά, σύμφωνα με τον ορθό λόγο, επαινείται και αγαπάται ο χρήστης του και δίκαιος είναι για τον κοινωνικό και φιλάδελφο τρόπο συμπεριφοράς του» (P.G. 95,1465A).

Άρπαγας είναι για τον Μ. Βασίλειο εκείνος που αρνείται να δώσει στους έχοντες ανάγκη όσα ο Θεός τού έχει δώσει μόνο προς διαχείριση. Διότι οι Πατέρες γενικά της Εκκλησίας μάς θέλουν ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ των αγαθών και όχι ιδιοκτήτες, αλλιώς μιλάνε για απανθρωπιά, για αδικία και πλεονεξία, ‘ήτις εστί ειδωλολατρία’ (Κολ. 3,5), σύμφωνα και με τον απ. Παύλο. Η αξία δεν βρίσκεται στο χρήμα, αλλά στον σωστό τρόπο χρησιμοποίησής του. Εξάλλου, αν ο άνθρωπος ενδιαφερθεί ειλικρινά για τον συνάνθρωπό του, μόνο τότε θα αποκατασταθεί η ισορροπία και στη φύση, που στενάζει από την εσωστρεφή κατανάλωση και τη φθορά εξαιτίας της κακής χρήσης της τεχνολογίας. Η μανία για πλουτισμό είναι και η καταστροφή της φύσης, πολύ εύστοχα κηρύττει ο Βασίλειος. Το άπληστο κέρδος οδηγεί και στην οικολογική ανισορροπία, ενώ η λύση είναι η αγάπη και η έμπρακτη κατανόηση (βλ. και ‘Θρησκευτικά Γ΄ Γυμνασίου’, Σταυρούλας Σοφού, εκδ. Σαββάλας, 2009).

Ο κατεξοχήν κοινωνικός εργάτης του Ευαγγελίου, Βασίλειος, προτρέπει στην ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΓΑΠΗ, διότι η αρετή αυτή, καθώς λέγει, δεν είναι καθόλου θεωρητική υπόθεση. Οφείλουμε να την εφαρμόζουμε στις σχέσεις μας με τους άλλους. ‘Να μοιραζόμαστε τα πάντα και να συγχωρούμε τους πάντες’ είναι το μήνυμα του γνήσιου άγιου Βασίλη, αφού αυτή είναι κυρίως η διδασκαλία του Χριστού. Όπως ο Θεός αγαπάει τους ανθρώπους, και ανατέλλει τον ήλιο Του ή βρέχει για δικαίους και αδίκους, έτσι και εμείς οφείλουμε να αγαπάμε αλλήλους χωρίς κατάκριση. Να μην υστερούμε στην αγάπη, να μην είμαστε δούλοι και δέσμιοι των υλικών αγαθών, να υπάρχει ενότητα και σύμπνοια, που οδηγεί στην τέλεια εν Χριστώ κοινωνία και την αγιοπνευματική αλλαγή και λύτρωση. Διότι, «αυτός που αγαπάει τον συνάνθρωπό του δεν κατέχει τίποτε περισσότερο από αυτόν …Όσο κάποιος πλεονάζει στον πλούτο, τόσο υστερεί στην αγάπη» (‘Προς τους πλουτούντας’, ΒΕΠΕΣ, τ. 54, Απ. Διακονίας, Αθ. 1976).

Αξίως λοιπόν ακτινοβόλησε παγκοσμίως ο Βασίλειος Καισαρείας, λόγω της ταπείνωσης, σεμνότητας και συνειδητού χριστιανισμού που εφάρμοσε, ένεκα των οποίων αρετών του προσέλκυσε την Χάρη του Τριαδικού Θεού, ο οποίος τον στεφάνωσε με την άκτιστη δόξα Του, και επέτρεψε να τιμάται η μνήμη του ως διαχρονικό και οικουμενικό παράδειγμα ανόθευτου μηνύματος αγάπης. Το εμπνευσμένο απολυτίκιό του αναφέρει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου, ως δεξαμένη τον λόγον σου, δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας, την φύσιν των όντων ετράνωσας, τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας ….».

Εικόνα από: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΑ ΝΕΑ, mathnews2012.blogspot.com



2. Ο φωτισμένος ιεράρχης, ο πολυμαθής επιστήμων, ο σπουδαίος κοινωνικός αναμορφωτής, ο άγιος της αγάπης

Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν μαθητές αγίων και απόγονοι μαρτύρων. Από τα 9 παιδιά της οικογένειάς του τα 4 έγιναν άγιοι. Μαθήτευσε στην Κωνσταντινούπολη, στον ονομαστό εθνικό ρήτορα Λιβάνιο. Σπούδασε ακόμη στην Νικομήδεια, ακολούθως στο πανεπιστήμιο της Αθήνας για 5 χρόνια (350-355), και αναδείχτηκε πολυμαθής στις κυριότερες επιστήμες της εποχής του (Φιλοσοφία, Ρητορική, Αστρονομία, Μαθηματικά, Ιατρική). Στην Καισάρεια διέπρεψε στην δικηγορία για 5 χρόνια. Μοίρασε την τεράστια πατρική περιουσία του στους φτωχούς. Για 5 χρόνια ασκήτεψε στον Πόντο, στον Ίρι ποταμό. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο, Συρία, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη και γνώρισε από κοντά τον αγγελικό βίο των μοναχών. Βαπτίστηκε σε ηλικία 30 ετών. Χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος σε ηλικία 35 ετών και εργάστηκε με ζήλο για 6 χρόνια. Αντιμετώπισε άριστα τους πλανεμένους οπαδούς του Αρείου, που με αιρετική έπαρση αρνιόντουσαν την θεότητα του Ιησού Χριστού.

Πρωτοπόρος αναδείχθηκε και στον φιλανθρωπικό και κοινωνικό τομέα. Με τα φλογερά κηρύγματά του μαλάκωνε τις καρδιές των πλουσίων -τους συγκινούσε το έργο του, η αγιότητά του και η αγάπη του- και εκείνοι συνεισέφεραν υπέρ των αναγκεμένων, και μάλιστα στη μεγάλη πείνα του 368 μ.Χ., κατά την οποία οι ενέργειες του Μ. Βασιλείου έσωσαν πολλούς από την καταστροφή και το θάνατο. Δημιούργησε μάλιστα ολόκληρη πόλη, την πασίγνωστη ‘Βασιλειάδα’, στην οποία περιέθαλπε και εξυπηρετούσε πάσχοντες και φτωχούς, ενώ περιλάμβανε πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο. Σε ηλικία 40 ετών χειροτονήθηκε επίσκοπος, το 370 μ.Χ. Τότε έλαμψαν πιο πολύ οι αρετές του και η αγιότητά του. Για την πνευματικότητά του και την τεράστια κοινωνική δράση του ονομάστηκε Μέγας, ενώ ακόμη ζούσε. Βροντή και αστραπή χαρακτηρίστηκαν το κήρυγμά του και η ζωή του. Επενέβαινε υπέρ των αδικουμένων, εφάρμοσε τέλεια το μήνυμα της αγάπης του Χριστού.

Διαμόρφωσε μάλιστα και θεία Λειτουργία, που έμεινε με το όνομά του σε χρήση από την Εκκλησία, και τελείται 10 φορές το χρόνο (τις Κυριακές Μ. Σαρακοστής, Μ. Πέμπτη, Μ. Σάββατο, Αγίου Βασιλείου, παραμονή Χριστουγέννων, παραμονή των Φώτων). Άριστος θεολόγος και κοινωνικός αναμορφωτής καθώς ήταν, επιβλήθηκε πνευματικά σ’ όλο τον κόσμο. Υπήρξε εξαίρετος μάλιστα συγγραφέας. Μόνο τα ασκητικά του συγγράμματα περιλαμβάνουν περίπου 500 ομιλίες του, και οι επιστολές του είναι 366. Θαυμάσιες θα παραμείνουν για πάντα οι ομιλίες του στην Εξαήμερο, στους Ψαλμούς, «Προς τους πλουτούντας», η περί Αγίου Πνεύματος πραγματεία του και ο λόγος του: «Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα ελληνικά γράμματα». Η φήμη του, ως καθηγητή των θείων και επουρανίων διδασκαλιών, της χριστιανικής παιδαγωγικής και θεμελιωτή του κοινοβιακού μοναχισμού, διοχετεύθηκε παντού.

Τέλη του 378 μ.Χ. μετατέθηκε η αγία ψυχή του στους Ουρανούς, σε ηλικία 49 ετών, και την 1η Ιανουαρίου του 379 έγινε η υπερβολικά πολυπληθής κηδεία του, την οποία παρακολούθησαν χριστιανοί, εβραίοι και εθνικοί. Γι’ αυτό και η Εκκλησία όρισε να τιμάται κάθε πρωτοχρονιά το θαυμαστό πρόσωπό του, που συνδύασε τόσο έξοχα την αγιότητα με την κοινωνική αγάπη, ώστε να μένει παράδειγμα στους αιώνες και δείκτης προς τους ανθρώπους για μίμησή του και προσπάθεια εφαρμογής χριστιανικών αληθειών και ευσεβούς ζωής. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, στον Επιτάφιό του προς τον Μ. Βασίλειο, λέγει τα εξής: «Εκείνος (ο Βασίλειος) περισσότερο από όλους μάς έπεισε στ’ αλήθεια ότι, αφού είμαστε άνθρωποι, δεν πρέπει να περιφρονούμε τους ανθρώπους. Ούτε με την απανθρωπιά μας προς εκείνους, δηλαδή τους πάσχοντες, να προσβάλλουμε το Χριστό, που είναι ο αρχηγός όλων» (Ε.Π. 36, 577-580). Τα τελευταία λόγια τού όντως αγίου Βασιλείου, λίγο πριν κοιμηθεί, ήταν άλλωστε τα ίδια τα λόγια του Χριστού, όταν πάνω στο Σταυρό Του είπε: «Στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου».   



Από τη διδασκαλία του Μ. Βασιλείου:

«Ονομάζω λοιπόν εγώ το κοινόβιο (το μοναστηριακό) τελειότατη μορφή κοινωνικής συμβίωσης, μέσα στην οποία δεν υπάρχει ο θεσμός της ιδιοκτησίας, δεν υπάρχουν διαφωνίες. Επίσης κάθε αναταραχή και φιλονικία και έριδες βρίσκονται μακριά. Μέσα σ’ αυτή την κοινωνία βρίσκονται όλα κοινά. Κοινός ο Θεός, κοινή η σωτηρία, κοινοί οι πνευματικοί αγώνες, … ο άρρωστος σωματικά έχει πολλούς να συμπάσχουν μαζί του. Ο άρρωστος και εξαντλημένος ψυχικά έχει πολλούς που τον θεραπεύουν και με τη βοήθειά τους τον ανορθώνουν» (‘Ασκητικές διατάξεις’, 18ο κεφ., Ε.Π. 31, 1381).

«Αυτός που έγραψε για τη δημιουργία του κόσμου (ο ιερός συγγραφέας), αμέσως με τα πρώτα λόγια φώτισε τέλεια το νου μας με το όνομα του Θεού, γιατί είπε: ‘Εν αρχή εποίησε ο Θεός’. Μίλησε πρώτα για την αρχή, για να μην νομίσουν μερικοί ότι ο κόσμος δεν έχει αρχή. Έπειτα πρόσθεσε το ‘εποίησε’ για να φανερωθεί ότι η δημιουργία του κόσμου είναι ελάχιστη εκδήλωση της δυνάμεως του Δημιουργού… Αυτός δημιούργησε στην αρχή τον ουρανό και τη γη… Όσα άρχισαν σε ορισμένο χρόνο, είναι απόλυτα αναγκαίο και να τελειώσουν μέσα στο χρόνο» (1η Ομιλία στην Εξαήμερο, Ε.Π. 29, 5-9).

«Είναι καλό και ωφέλιμο να κοινωνείς καθημερινά και να μεταλαβαίνεις το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού, γιατί ο ίδιος ο Χριστός σαφώς μας λέει: ‘Όποιος τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια’…. Εμείς βέβαια παίρνουμε τη θεία Κοινωνία τέσσερις φορές κάθε βδομάδα, την Κυριακή, την Τετάρτη, την Παρασκευή και το Σάββατο. Κοινωνούμε ακόμη και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας, σε περίπτωση όμως που εορτάζεται η μνήμη κάποιου αγίου» (93η Επιστολή «Προς Καισαρίαν πατρικίαν …, Ε.Π. 32, 484).

«Γιατί λοιπόν κλαις γι’ αυτόν που έφυγε από τη ζωή αυτή, για να αλλάξει το παλαιό φθαρτό ένδυμα και να φορέσει νέο ένδυμα της αφθαρσίας; Ούτε να θρηνείς για τον εαυτόν σου… γιατί η Γραφή λέγει ότι είναι καλό να ελπίζει κανείς στον Κύριο παρά να ελπίζει σε άνθρωπο. Ούτε να κλαις αυτόν, γιατί τάχα έχει πάθει φοβερά πράγματα.  Γιατί μετά από λίγο (στη Δευτέρα Παρουσία), θα τον ξυπνήσει (το σώμα του) η σάλπιγγα από τον ουρανό και θα τον ιδείς να παρουσιάζεται μπροστά στον θρόνο του Χριστού» (‘Περί ευχαριστίας’, Ε.Π. 31, 232-233).

«Εμείς λέμε ότι τον Θεό τον γνωρίζουμε από τις ενέργειές Του. Δεν διαβεβαιώνουμε ότι προσεγγίζουμε την ουσία Του με τη δύναμη του νου μας. Και τούτο γίνεται γιατί οι ενέργειές Του φτάνουν σ’ εμάς, ενώ η ουσία Του μένει ανεξιχνίαστη… Λοιπόν με ποιο τρόπο σώζομαι; Με την πίστη…. Και να γνωρίζει κάποιος επίσης ότι ο Θεός ανταμείβει εκείνους που τον αγαπούν. Επομένως η γνώση της θείας ουσίας είναι να αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό με τη δύναμη του νου μας. Και άξιο σεβασμού είναι όχι να κατανοήσουμε ποια είναι η θεία ουσία, αλλά ότι υπάρχει η ουσία (ο Θεός)» (234η Επιστολή, προς Αμφιλόχιο, Ε.Π. 32, 869).

«Και η εμφάνιση και το ένδυμα και ο τρόπος του βαδίσματος και το κάθισμα και ο τρόπος της τροφής και το σπίτι και τα σκεύη του σπιτιού, ας είναι όλα τακτοποιημένα με απλότητα. Ακόμη και ο λόγος και το άσμα και η συνάντηση με τον πλησίον, και αυτά ας αποβλέπουν καλύτερα στη χρήση του μέτρου, παρά στην επιδεικτική εξόγκωση… Σε όλα να ελαττώνεις την επιδεικτική μεγαλοποίηση. Να είσαι ωφέλιμος στο φίλο, ήμερος προς τον υπηρέτη, ανεξίκακος στους θρασείς, φιλάνθρωπος προς εκείνους που βρίσκονται σε χαμηλή κοινωνική κατάσταση. Να παρηγορείς τους πάσχοντες. Να επισκέπτεσαι εκείνους που βρίσκονται σε θλίψεις. Να μην περιφρονείς κανέναν απολύτως. Να μην εγκωμιάζεις τον εαυτόν σου …. Να κρύβεις όσα μπορείς απ’ τα πλεονεκτήματά σου… Να μην ελέγχεις γρήγορα και με εμπάθεια… ούτε να καταδικάζεις τον άλλο για μικρά σφάλματα… Να μην βλάπτεις λοιπόν τον εαυτόν σου θέλοντας να φαίνεσαι σπουδαίος στους ανθρώπους …. Με ποιο τρόπο θα φτάσουμε στην ταπεινοφροσύνη, που είναι σωτήρια αρετή; Μήπως όταν αποβάλλουμε το ολέθριο εξόγκωμα της υπερηφάνειας;» (20η Ομιλία ‘Περί ταπεινοφροσύνης’, Ε.Π. 31, 537-540).

«‘Είτε τρώτε, λέγει ο απ. Παύλος, είτε πίνετε, είτε κάνετε οτιδήποτε άλλο, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού’. Λοιπόν, όταν κάθεσαι στο τραπέζι, να προσεύχεσαι. Όταν τρως το ψωμί, να ευχαριστείς εκείνον που στο έχει δώσει. Όταν πίνεις το κρασί … να θυμάσαι εκείνον που σου παρέχει το δώρο αυτό. … Περνά η ανάγκη των τροφών; Ας μην περνά όμως η θύμηση του ευεργέτη…. Τελειώνει η μέρα; Να ευχαριστείς Αυτόν που μας χάρισε τον ήλιο για να κάνουμε τις εργασίες της ημέρας, και μας έδωσε τη φωτιά, για να φωτίζει τη νύχτα και για να εξυπηρετεί τις υπόλοιπες ανάγκες της ζωής» (Λόγος στη μάρτυρα Ιουλίττα, Ε.Π. 31, 244).

«Καθαρισμός όμως ψυχής είναι η περιφρόνηση των ηδονών που προέρχονται από τις αισθήσεις. Να μην τρέφουμε δηλαδή τα μάτια μας με τις απρεπείς επιδείξεις των θαυματοποιών, ούτε να κατακλύζουμε τις ψυχές μας με ανήθικη μελωδία μέσω των αυτιών μας. Γιατί από το είδος αυτό της μουσικής γεννιούνται … μέσα στην ψυχή πάθη, τα οποία την υποδουλώνουν και την ταπεινώνουν. Αλλά πρέπει να επιδιώκουμε την άλλη μουσική, την ανώτερη, που οδηγεί και στο καλύτερο. Τη μουσική αυτή χρησιμοποιώντας και ο Δαβίδ, ο ποιητής των ιερών ψαλμών, ελευθέρωνε το βασιλιά Σαούλ από τη βαριά ψυχική κατάθλιψη…. Τόσο μεγάλη είναι λοιπόν η διαφορά στον άνθρωπο όταν γεμίζει την ψυχή του με καλή ή με κακή μελωδία» (Προς τους νέους, Ε.Π. 31, 581-584). «Ο ψαλμός γαληνεύει τις ψυχές, βραβεύει την ειρήνη, καταπραΰνει το θόρυβο και τα κύματα των ανήσυχων λογισμών… Πράγματι, ποιος μπορεί να θεωρεί ακόμη ως εχθρό του εκείνον με τον οποίον συμπροσευχήθηκε στο Θεό; Ώστε η ψαλμωδία προσφέρει και το μέγιστο από τα αγαθά, την αγάπη» (Ομιλία στον 1ο ψαλμό, Ε.Π. 29, 212).

«Εσύ δεν είσαι πλεονέχτης; Εσύ δεν είσαι κλέφτης, αφού σφετερίζεσαι εκείνα που δέχτηκες από το Θεό για να τα διαχειριστείς ως οικονόμος; Μήπως νομίζεις ότι θα ονομαστεί λωποδύτης μόνο εκείνος που γδύνει κάποιον και του αρπάζει τα ρούχα, ενώ εκείνος που δεν ντύνει το γυμνό, αν και μπορεί να το κάμει, αξίζει να πάρει άλλο όνομα; Πρόσεξε! Το ψωμί που εσύ κατακρατείς, είναι του πεινασμένου. Το ένδυμα που φυλάγεις στις αποθήκες σου, είναι του γυμνού. Το παπούτσι που σαπίζει στο σπίτι σου, είναι του ξυπόλητου. Τα χρήματα που τα κατακρατείς χωμένα στη γη, είναι εκείνου που έχει ανάγκη. Ώστε λοιπόν, τόσους αδικείς, όσους θα μπορούσες να βοηθήσεις και το αρνήθηκες» (Περί πλεονεξίας, Ε.Π. 31, 276-277) - «Αυτός που αγαπάει τον συνάνθρωπό του, δεν κατέχει τίποτε περισσότερο απ’ αυτόν… Όσο κάποιος πλεονάζει στον πλούτο, τόσο υστερεί στην αγάπη» (Προς τους πλουτούντας, ΒΕΠΕΣ, 54, Αποστ. Διακονία, 1976, σελ. 67) -  «Όταν πεινάμε, τρώμε, αλλά περιφρονούμε τον φτωχό. Αν και ο Θεός είναι πλούσιος χορηγός, είμαστε σφιχτοχέρηδες και αδιάφοροι στις ανάγκες των φτωχών. Οι αποθήκες μας είναι γεμάτες από αγαθά, αλλά δεν ελεούμε αυτόν που στενάζει από δυστυχία. Γι’ αυτό και η δίκαιη κρίση μάς απειλεί. Γι’ αυτό και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι Του. Εμείς αποκλείσαμε την αγάπη προς τον διπλανό μας ως αδελφό μας. Γι’ αυτό και τα χωράφια μας είναι ξερά, γιατί πάγωσε η αγάπη ανάμεσά μας» (Ομιλία εν λιμώ…. ΒΕΠΕΣ, τ. 54, εκδ. Αποστ. Διακονία, 1978, σελ. 78,79).

  

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1. ‘Ο Ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1979

2. ‘Ανθολόγιο Πατερικών κειμένων’, Ευαγγ. Θεοδώρου, ΟΕΔΒ, 1983

3. ‘Οι Τρεις Ιεράρχες Χθες- Σήμερα - Αύριο’, Ν. Νευράκη, Αθ. 2004

4. ‘Ο ρόλος του Μ. Βασιλείου στη συμφιλίωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού’, Αναστ. Β. Γιαννικόπουλου, εκδ. Μ. Γρηγόρης, Αθ. 1991

5. ‘Μέγας Βασίλειος, Βίος και Θεολογία’, Στυλιανού Παπαδοπούλου, τ. Α΄, έκδ. Β΄, Αθ. 1989

Δημιουργία αρχείου: 21-1-2014

Τελευταία μορφοποίηση: 20-1-2016.
ΕΠΑΝΩ

Ο έξοχος Ιεράρχης Μέγας Βασίλειος, και τα διαχρονικά διδάγματα από την αγία ζωή του Του Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου



Σοφός διδάσκαλος, χρυσός εκκλησιαστικός Πατέρας, σπουδαίος σύμβουλος και παιδαγωγός, απαράμιλλος κοινωνικός εργάτης, έξοχος χαρακτήρας και αθάνατο πρότυπο προς μίμηση, υπήρξε ο Άγιος Βασίλειος. Γι’ αυτό και πολύ δικαίως τού δόθηκε ο τίτλος του Μεγάλου, όπως χαρακτηρίστηκαν ελάχιστα πρόσωπα στην ιστορία. Αλλά και πολύ ορθώς η Εκκλησία τοποθέτησε επίσης τη μνήμη του κατά την πρώτη ημέρα εκάστου έτους, για να υπενθυμίζει το θεολογικό νόημα της ζωής και την ανάγκη για φιλανθρωπία, όπως εκείνος δίδαξε. Αιώνιο πρότυπο του Βασιλείου ήταν εξάλλου ο Θεάνθρωπος, πάνω στα βήματα του Οποίου κατηύθυνε τη θαυμάσια ζωή του. Όπως ο Χριστός έδωσε τη ζωή και το αίμα Του για την ανθρωπότητα και τη σωτηρία του κόσμου, έτσι και ο Μ. Βασίλειος δεν έζησε ποτέ για τον εαυτό του, αλλά προσέφερε ολόκληρη τη ζωή και το έργο του στην υπηρεσία των άλλων. Όπως ο φιλάνθρωπος Ιησούς, έτσι και το άλλο σκεύος εκλογής, ο Βασίλειος, δεν κοιμήθηκε ποτέ αναπαυμένος στην άνεσή του, διότι είχε πάντοτε μπροστά στα ασκητικά, μα και βαθιά κοινωνικά, μάτια του εκείνους οι οποίοι δεν είχαν «πού να γείρουν το κεφάλι» (πρβλ. Ματθ. 8, 20). Εξάλλου, «δεν έχει κανείς μεγαλύτερη αγάπη απ’ αυτήν», όπως δίδαξε ο Χριστός, «από το να θυσιάσει τη ζωή του για τους φίλους του» (Ιω. 15, 13).

Ο Βασίλειος γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου, στο χωριό Άννησα, το 330 μ.Χ., και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Γονείς του ο Βασίλειος και η Εμμέλεια. Το όνομά του πατέρα του, όσο και του ιδίου, μας θυμίζει ότι οφείλουμε να βασιλεύουμε πάνω στα πάθη μας και στα ένστικτά μας, ενώ το όνομα της μητέρας του μάς προτρέπει να μην αμελούμε τις εντολές του Χριστού, που οδηγούν στον αγιασμό και τη θέωση.

Από τα 4 αγόρια της πολύτεκνης οικογένειάς τους (9 αδέλφια), τα 3 έγιναν επίσκοποι (ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβάστειας) και το ένα μοναχός (ο Ναυκράτιος). Από τις 5 αδελφές του, η πιο μεγάλη (Μακρίνα) έγινε μοναχή. Και από τα 9 παιδιά, τα 4 ανακηρύχτηκαν άγιοι. Η σωστή επομένως χριστιανική και οικογενειακή αγωγή, ο σεβασμός της προσωπικότητας και η αγάπη, δημιουργεί αγίους απ’ αυτή τη ζωή, πολίτες της βασιλείας των ουρανών, και σωστή κοινωνική ζωή, χωρίς διαμάχες, μίση, βία και συγκρούσεις, που συμφέρει και το κάθε κράτος για την κοινωνική ειρήνη που επιθυμεί, και αυτά ας τα βλέπουν και οι κυβερνώντες, μέσα και έξω από την Ελλάδα.

Στην Κωνσταντινούπολη σπούδασε στον ξακουστό εθνικό φιλόσοφο Λιβάνιο. Στη συνέχεια στη Νικομήδεια, μετά 5 χρόνια στην Αθήνα, και γνώρισε σε μεγάλο βαθμό όλες τις επιστήμες της εποχής. Πολύ μεγάλο πλήθος επίσης χριστιανών σ’ όλη την ιστορία, γνώριζαν και γνωρίζουν τις κοσμικές επιστήμες, τη φιλολογία και τη φιλοσοφία, και αυτό είναι μια απάντηση σε όσους κατηγόρησαν και κατηγορούν τους χριστιανούς ότι οφείλουν δήθεν την πίστη τους στην αμορφωσιά τους. Μετά τις λαμπρές σπουδές του, ο Βασίλειος επιδόθηκε έξοχα στη δικηγορία, για μια πενταετία στην πατρίδα του Καισάρεια.

Το άγιο Βάπτισμα έλαβε, καλά προετοιμασμένος, το έτος 360 μ.Χ., σε ηλικία 30 χρόνων. Ταξίδεψε στις χώρες της Ανατολής και γνώρισε τον αγγελικό βίο των μοναχών. 5 χρόνια ασκήτεψε στον Ίρι ποταμό, στον όμορφο Πόντο. Μαζί με τον φίλο του, Γρηγόριο τον Θεολόγο, μελέτησε σε βάθος την Αγία Γραφή, τα έργα του Ωριγένη, την όμορφη φύση, και την δική του ψυχή. Εκεί γράφτηκαν οι μαγευτικές 9 Ομιλίες του στην Εξαήμερο, που τον ανέδειξαν και μεγάλο αστρονόμο και φυσιοδίφη. Από την τελευταία αυτή παράγραφο, και τα πολλά πνευματικού περιεχομένου ταξίδια του αγίου, μαθαίνουμε: (α) ότι όπου κι αν πηγαίνουμε να έχουμε πάντα στο νου την πνευματική μας πρόοδο και ψυχ-αγωγία και όχι την διασπαστική των ψυχικών δυνάμεων «διασκέδαση», (β) ότι ο χρόνος κυλάει ασταμάτητα και οφείλουμε να του δίνουμε δημιουργικό περιεχόμενο, διότι εδώ τα Ρέοντα, αλλά Εκεί, στον Παράδεισο, τα Μένοντα, και (γ) ότι την χριστιανική ζωή και θεολογία θα πρέπει να μελετάμε σε βάθος, να ξέρουμε τι πιστεύουμε, να προσερχόμαστε με πλήρη γνώση στα άγια μυστήρια, και όχι να μένουμε πιστοί μόνο και μόνο επειδή έτσι γεννηθήκαμε.

Στην ηλικία των 35 ετών ο μεγαλώνυμος Βασίλειος χειροτονήθηκε Διάκονος και κατόπιν Πρεσβύτερος, ενώ εργάστηκε με μεγάλο ζήλο για 6 χρόνια. Ακτινοβόλησε και σαν επίσκοπος, όταν το 370 μ.Χ. αναδείχτηκε στην Καισάρεια «ψήφω κλήρου και λαού». Ύστερα από πολλή εξάντληση, στερήσεις και πάθηση των νεφρών, μετετέθη τέλος του 378 μ.Χ. στην Άνω Ιερουσαλήμ, στα 49 του χρόνια. Από εκεί, συνεχίζοντας την «άυλον λειτουργία», μας ευλογεί, νουθετεί και προστατεύει. Ας ελέγχει καθένας τον εαυτόν του επομένως αν είναι άξιος να ιερωθεί, για να μην «λερωθεί» χειρότερα με τις αμαρτίες του, να μην βιάζεται δηλαδή σ’ αυτό, και ας προχωρεί στην ιεροσύνη με βαθιά συναίσθηση της αναξιότητάς του, και όχι μόνο για βιοποριστικούς λόγους. Επειδή κανένας μάλιστα δεν γνωρίζει την ώρα της αναχωρήσεώς του για την αιώνιο ζωή, ας είμαστε σε εγρήγορση, εγκρατείς, εν ειρήνη Κυρίου και μετανοία.

Μετά τον Μ. Αθανάσιο, ο άριστος θεολόγος Μέγας Βασίλειος ήταν που αντιμετώπισε απαράμιλλα τους αιρετικούς οπαδούς του Αρείου, οι οποίοι δίδασκαν πλανεμένα πως ο Χριστός δεν ήταν Θεός, αλλά κτίσμα του Θεού. Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας δίδαξαν, και δια του βίου τους, ότι οι αλήθειες της πίστεως δεν αποκαλύφθηκαν από τον Θεό σαν εγκεφαλικές γνώσεις και φιλολογικές ενασχολήσεις, αλλά για να βιωθούν και εξαγιάσουν τους πιστούς. Αυτός είναι ο σκοπός τους: Η ομοίωση της ζωής των χριστιανών με την ζωή της Αγίας Τριάδος (κατά το ανθρώπινο δυνατό βέβαια και δια της αγάπης), η τελειοποίηση και ο αγιασμός. Όχι λοιπόν «άλλο η ζωή μου και άλλο η θεολογία μου», που σημαίνει εκφυλισμένο χριστιανισμό και εκκοσμίκευση, αλλά συμπόρευση με τη ζωή των αγίων και τελειοποίηση εν Χριστώ. Και αυτό αφορά όλους, τόσο τους ιερείς, όσο και τους λαϊκούς.

Ο πολυύμνητος Βασίλειος υπήρξε ως ιερέας πρωτοπόρος και εναντίον της κοινωνικής αδικίας και φτώχιας. Μοίρασε στους πάσχοντες και φτωχούς την τεράστια πατρική του περιουσία, ανέπτυξε οικουμενική φιλανθρωπία, ενέπνευσε τους πλούσιους, μαλάκωσε τις καρδιές τους με τα πυρφόρα κηρύγματά του, άνοιξαν οι αποθήκες, σώθηκαν από βέβαιο θάνατο, στην φοβερή πείνα του 368, άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέροντες. Η πασίγνωστη Βασιλειάδα, πόλη αφιερωμένη στους αναγκεμένους, υπήρξε δημιούργημα του ιερέα Βασιλείου. Εξάσκησε πράγματι μοναδική κοινωνική δράση ο άγιος Βασίλειος (και οι τρεις Ιεράρχες), όταν τα διάφορα κράτη δεν είχαν ακόμη οργανωθεί υπέρ των κοινωνικών προβλημάτων. Μόνο έτσι αλλάζει ο κόσμος, όταν και οι πλούσιοι συνεισφέρουν στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που αναφύονται σε κάθε εποχή, όταν όλοι, με ενότητα θαυμαστή, αγωνιζόμαστε τον καλόν αγώνα, αλλά και όταν οι νόμοι προστατεύουν επίσης τους αδυνάτους, και δεν τους εξουθενώνουν για να αποκρύψουν άνομα συμφέροντα πολιτικών και πολιτών.

Το συγγραφικό έργο του Ουρανοφάντορος υπήρξε σπουδαίο. Κύρια έργα του είναι οι 9 ομιλίες στην Εξαήμερο, ομιλίες στους Ψαλμούς, διάφορες άλλες ομιλίες, ασκητικά έργα και επιστολές. Η λειτουργία του Μ. Βασιλείου τελείται στην εκκλησία μας 10 φορές τον χρόνο: τις 5 πρώτες Κυριακές της Μ. Σαρακοστής, τη Μ. Πέμπτη, το Μ. Σάββατο, του Αγίου Βασιλείου, και παραμονές Χριστουγέννων και Φώτων. Δια της Θείας Λειτουργίας, της μυστηριακής ζωής και της αγάπης, εξαγιάζουμε και εξαγοράζουμε τον καιρόν, καθότι ο χρόνος οφείλει να είναι μυστηριακός, γεμάτος από καλά έργα, και οδηγός προς την βασιλεία του Θεού.

Πιο μεγάλος και από τους μεγάλους λοιπόν ο Φωστήρας της Καισαρείας Άγιος Βασίλειος. Αν οι χριστιανοί, ιερείς και λαϊκοί, ζούσαμε όπως εκείνος, ο κόσμος μας θα ήταν παράδεισος και θα είχε λήξει το λεγόμενο κοινωνικό πρόβλημα. Διότι ο σοφός ιεράρχης Βασίλειος υπήρξε όχι μόνο άγιος των γραμμάτων, αλλά κατεξοχήν της Ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, αγωνιστής της ισότητας ανδρών και γυναικών, δάσκαλος αγάπης και δικαιοσύνης. Το ψωμί και το πηγάδι, έλεγε, αν μείνουν αχρησιμοποίητα, θα σαπίσουν και θα αχρηστευτούν. Πρέπει λοιπόν να προσφέρονται, γιατί αλλιώς καταστρέφονται, και δεν απολαμβάνουν όλοι εξίσου τα αγαθά του Θεού (ΕΠΕ 6, 338). «Και από την ίδια την κατασκευή του σώματος ο Κύριος μάς δίδαξε την αναγκαιότητα της κοινωνικότητας. Κανένα μέλος μας από μόνο του δεν είναι δυνατόν να ενεργήσει για τον εαυτό του…. ούτε το ένα πόδι δεν μπορεί με ασφάλεια να βαδίσει χωρίς την υποστήριξη του άλλου, ούτε το μάτι μπορεί να δει καλά χωρίς τη συνεργασία του άλλου…. Η ακοή είναι ακριβέστερη όταν δέχεται τη φωνή με τους δύο ακουστικούς πόρους και η αφή είναι πιο δυνατή όταν γίνεται με όλα τα δάχτυλα. Και γενικά δεν βλέπω να γίνεται τίποτα απ’ όσα κατορθώνονται… χωρίς τη βοήθεια των ομοίων» (P.G. 30,493, ΕΠΕ 3, 298).

Τέλος, τα καθήκοντα προς τους άλλους, σύμφωνα με τον ένδοξο Ιεράρχη, είναι η αγάπη, η ελεημοσύνη και η δικαιοσύνη. «Περίληψη των εντολών του Θεού είναι η αγάπη» (Migne 30, 281). «Όπως ακριβώς ο Θεός δίδει το φως της ημέρας σε όλους, έτσι και οι μιμητές του Θεού ας ακτινοβολούν προς όλους την ίδια ισότιμη αγάπη …ενώ όποιος έχει το μίσος τρέφει μέσα του το διάβολο. Γι’ αυτό πρέπει να αγαπάς όλους το ίδιο, αλλά να εκτιμάς τον καθένα με την αξία του» (Migne 31, 648 32 1153 ΕΠΕ 8, 148 και 150). «Όλοι οι άνθρωποι είμαστε συγγενείς, όλοι είμαστε αδέλφια, όλοι απόγονοι του ενός πατέρα» (Migne 31, 1441). «Αυτός που γυμνώνει τον ντυμένο θα ονομαστεί λωποδύτης. Εκείνος που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, είναι άξιος να ονομάζεται διαφορετικά; ….Λοιπόν, τόσους αδικείς, όσους μπορούσες να βοηθήσεις» (Migne 31, 276-7 – ΕΠΕ 6, 346).

Ακόμη, να μην απογοητευόμαστε και χάνουμε την ελπίδα μας στον Θεό, διότι η Θεία Πρόνοια, λέγει η Αστραπή του Πνεύματος, ο Μ. Βασίλειος, δεν αφήνει ποτέ τον άνθρωπο αβοήθητο: «Ο αχινός, όταν προαισθάνεται θαλασσοταραχή, πηγαίνει κάτω από κάποια μεγάλη πέτρα και, συγκρατούμενος πάνω της, σαλεύει σαν σε άγκυρα και έτσι συγκρατείται από το βάρος για να μην τον σύρουν εύκολα τα κύματα εδώ και εκεί. Αυτό το φαινόμενο, όταν το δουν οι ναυτικοί ξέρουν ότι πρόκειται να πνεύσουν δυνατοί άνεμοι. Κανένας … δεν τα δίδαξε αυτά στον αχινό, αλλ’ ο Κύριος της θάλασσας και των ανέμων έβαλε στο μικρό αυτό ζώο ζωηρό σημάδι της μεγάλης Του σοφίας. ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΡΟΝΟΗΤΟ, ΤΙΠΟΤΕ ΠΑΡΑΜΕΛΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΟ. ΟΛΑ ΤΑ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΑΓΡΥΠΝΟ ΜΑΤΙ. ΣΕ ΟΛΑ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΕΚΕΤΑΙ… ΑΝ ΤΟΝ ΑΧΙΝΟ ΔΕΝ ΑΦΗΣΕ Ο ΘΕΟΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΤΟΥ, ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΑΝΘΡΩΠΕ, ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ;» (Migne 29, 160 ΕΠΕ 4, 284-6).



ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:

Νικολάου Νευράκη, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ, Χθες, Σήμερα, Αύριο, Αθ. 2004

Του ιδίου, Ο ΟΥΡΑΝΟΦΑΝΤΩΡ ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Αθ. 1979

Νευράκη-Καλτσούλα, Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ, εκδ. Γρηγόρη, Αθ. 2000

Ευάγγ. Θεοδώρου, ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ, ΟΕΔΒ, Αθ. 1983

Εικόνα από: www.saint.gr/1/saint.aspx

Κανόνες 80-92 Κανόνες Βασιλείου Καισαρείας του Μέγα - Περίληψη Κείμενο Κανὼν π’ (80):


Περὶ πολυγαμίας.     Τὴν πολυγαμίαν οἱ Πατέρες ἀπεσιώπησαν, ὡς κτηνώδη καὶ παντελῶς ἀλλοτρίαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. ῾Ημῖν δὲ παρίσταται πλέον τι πορνείας εἶναι τὸ ἁμάρτημα. Διὸ εὔλογον τοὺς τοιούτους ὑποβάλλεσθαι τοῖς κανόσι, δηλονότι ἐνιαυτὸν προσκλαύσαντας καὶ ἐν τρισὶν ὑποπεσόντας, οὕτω δεκτοὺς εἶναι.
Κανὼν πα’:
Περὶ τῶν διὰ βασάνους ἐξομοσάντων.     Ἐπειδὴ πολλοὶ ἐν τῇ τῶν βαρβάρων καταδρομῇ παρέβησαν τὴν εἰς τὸν Θεὸν πίστιν, ὅρκους ἐθνικοὺς τελέσαντες καὶ ἀθεμίτων τινῶν γευσάμενοι τῶν ἐν τοῖς εἰδώλοις τοῖς μαγικοῖς προσενεχθέντων αὐτοῖς, οὗτοι κατὰ τοὺ ἦ ἤδη παρὰ τῶν Πατέρων ἡμῶν ἐξενεχθέντας νόμους καὶ κανόνας οἰκονομείσθωσαν. Οἱ μὲν γὰρ ἀνάγκην χαλεπὴν ἐκ βασάνων ὑπομείναντες καὶ μὴ φέροντες τοὺς πόνους καὶ ἑλκυσθέντες πρὸς τὴν ἄρνησι, ἐν τρισὶν ἔτεσιν ἄδεκτοι ἔστωσαν καὶ ἐν δυσὶν ἀκροάσθωσαν καὶ ἐν τρισὶν ὑποπεσόντες, οὕτω δεκτοὶ γενέσθωσαν εἰς τὴν κοινωνίαν. Οἱ δὲ ἄνευ ἀνάγκης μεγάλης προδόντες τὴν εἰς Θεὸν πίστιν καὶ ἁψάμενοι τῆς τραπέζης τῶν δαιμονίων καὶ όμόσαντες ὅρκους ἑλληνικούς, βαλλέσθωσαν μὲν ἐν τρισὶν ἔτεσι, καὶ ἐν δυσὶν ἀκροάσθωσαν, ἐν ὑποπτώσει δὲ εὐξάμενοι ἐν τρισὶν ἔτεσι, καὶ ἐν ἄλλοις τρισὶ συστάντες τοῖς πιστοῖς εἰς τὴν δέησιν, οὕτω δεκτοὶ ἔστωσαν τῇ τοῦ ἀγαθοῦ κοινωνίᾳ.
Κανὼν πβ’:
Περὶ τῶν ἐπιορκησάντων.     Καὶ περὶ τῶν ἐπιορκησάντων, εἰ μὲν ἐκ βίας καὶ ἀνάγκης παρέβησαν τοὺς ὅρκους, κουφοτέροις ὑπόκεινται ἐπιτιμίοις, ὥστε μετὰ ἕξ ἔτη εἶναι αὐτοὺς δεκτούς. Εἰ δὲ ἄνευ ἀνάγκης προδόντες τὴν ἑαυτῶν πίστιν, ἐν δυσὶν ἔτεσι προσκλαύσαντες, καὶ ἐν δυσὶ ἀκροασάμενοι, καὶ ἐν πέμπτῳ ἐν ὑποπτώσει εὐξάμενοι, καὶ ἐν δυσὶν ἄλλοις ἄνευ προσφορᾶς εἰς τὴν κοινωνίαν τῆς προσευχῆς παραδεχθέντες, οὕτω τελευταῖον, ἀξιόλογον δηλαδὴ τὴν μετάνοιαν ἐπιδειξάμενοι, ἀποκατασταθήσονται εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Κανὼν πγ’:
Περὶ τῶν καταμαντευομένων.     Οἱ καταμαντευόμενοι καὶ ταῖς συνηθείαις τῶν ἐθνῶν ἐξακολουθοῦντες ἢ εἰσάγοντές τινας εἰς τοὺς ἑαυτῶν οἴκους ἐπὶ ἀνευρέσει φαρμακειῶν καὶ καθάρσει, ὑπὸ τὸν κανόνα πιπτέτωσαν τῆς ἑξαετίας· ἐνιαυτὸν προσκλαύσαντες, καὶ ἐνιαυτὸν ἀκροασάμενοι, καὶ ἐν τρισὶν ἔτεσιν ὑποπίπτοντες, καὶ ἐνιαυτὸν συστάντες τοῖς πιστοῖς, οὕτω δεχθήτωσαν.
Κανὼν πδ’:
Περὶ τοῦ μὴ τῷ χρόνῳ, ἀλλὰ τῷ τρόπῳ κρίνεσθαι τὴν μετάνοιαν.     Πάντα δὲ ταῦτα γράφομεν, ὥστε τοὺς καρποὺς δοκιμάζεσθαι τῆς μετανοίας· οὐ γὰρ πάντως τῷ χρόνῳ κρίνομεν τὰ τοιαῦτα, ἀλλὰ τῷ τρόπῳ τῆς μετανοίας παρέχομεν. Ἐὰν δὲ δυσαποσπάστως ἔχωσι τῶν ἰδίων ἐθῶν καὶ ταῖς ἡδοναῖς τῆς σαρκὸς μᾶλλον δουλεύειν ἐθέλωσιν ἢ τῷ Κυρίῳ, καὶ τὴν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον ζωὴν μὴ παραδέχωνται, οὐδεὶς ἡμῖν κοινὸς πρὸς αὐτοὺς λόγος. Ἡμεῖς γὰρ ἐν λαῷ ἀπειθεῖ καὶ ἀντιλέγοντι δεδιδάγμεθα ἀκούειν ὅτι· Σώζων σῶζε τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν.
Κανὼν πε’:
Περὶ τοῦ διαμαρτύρεσθαι μὲν τοὺς πνευματικοὺς τοῖς ἐξαγορευομένοις, μὴ συναπάγεσθαι δὲ ταῖς τούτων πονηρίαις.     Μὴ τοίνυν καταδεξώμεθα συναπόλλυσθαι τοῖς τοιούτοις, αλλὰ φοβηθέντες τὸ βαρὺ κρίμα καὶ τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς ἀνταποδόσεως τοῦ Κυρίου πρὸ ὀφθαλμῶν λαβόντες, μὴ θελήσωμεν ἀλλοτρίαις ἁμαρτίαις συναπόλλυσθαι. Εἰ γὰρ μὴ ἐπαίδευσεν ἡμᾶς τὰ φοβερὰ τοῦ Κυρίου, μηδὲ αἱ τηλικαῦται πληγαὶ εἰς αἴσθησιν ἡμᾶς ἤγαγον, ὅτι διὰ τὴν ἀνομίαν ἡμῶν ἐγκατέλιπεν ἡμᾶς ὁ Κύριος καὶ παρέδωκεν εἰς χεῖρας βαρβάρων καὶ ἀπήχθη αἰχμάλωτος εἰς τοὺς πολεμίους ὁ λαὸς καὶ παρεδόθη τῇ διασπορᾷ, διότι ταῦτα ἐτόλμων οἱ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ περιφέροντες, εἰ μὴ ἔγνωσαν, μηδὲ συνῆκαν, ὅτι διὰ ταῦτα ἤλθεν ἐφ’ ἡμᾶς ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ· τίς ἡμῖν κοινὸς πρὸς τούτους λόγος; Ἀλλὰ διαμαρτύρεσθαι αὐτοῖς καὶ νυκτὸς καὶ ἡμέρας καὶ δημοσίᾳ καὶ ἰδίᾳ ὀφείλομεν, συνεπάγεσθαι δὲ αὐτῶν ταῖς πονηρίαις μὴ καταδεχώμεθα, προσευχόμενοι μάλιστα μὲν κερδῆσαι αὐτοὺς καὶ ἐξελέσθαι τῆς παγίδος τοῦ πονηροῦ. Ἐὰν δὲ τοῦτο μὴ δυνηθῶμεν, σπουδάσωμεν τὰς γοῦν ἑαυτῶν ψυχὰς τῆς αἰωνίου κατακρίσεως περισώσασθαι.
Κανὼν πς’:
Περὶ κρεωφαγίας.     Τοῖς δὲ κομψοῖς ᾽Εγκρατίταις πρὸς τὸ σεμνὸν αὐτῶν πρόβλημα, διὰ τί καὶ ἡμεῖς οὐχὶ πάντα ἐσθίομεν, ἐκεῖνο λεγέσθω, ὅτι καὶ τὰ περιττώματα ἡμῶν βδελυσσόμεθα. Κατὰ μὲν γὰρ τὴν ἀξίαν, λάχανα χόρτου ἡμῖν ἐστι τὰ κρέα, κατὰ δὲ τὴν τῶν συμφερόντων διάκρισιν, ὡς καὶ ἐν λαχάνοις τὸ βλαβερὸν τοῦ καταλλήλου χωρίζομεν, οὕτω καὶ ἐν τοῖς κρέασι τοῦ χρησίμου τὸ βλαβερὸν διακρίνομεν. Ἐπεὶ λάχανόν ἐστι καὶ τὸ κώνειον, ὥσπερ κρέας ἐστὶ καὶ τὸ γύπειον· ἀλλ' ὅμως, οὔτε ὑοσκύαμον φάγοι, ἄν τις νοῦν ἔχων, οὔτε κυνὸς ἅψαιτο, μὴ μεγάλης ἀνάγκης κατεπειγούσης· ὥστε ὁ φαγὼν οὐκ ἠνόμησε.
Κανὼν πζ’:
Περὶ τοῦ δύω ἀδελφὰς ἀγομένου.     Πρῶτον μὲν οὖν, ὃ μέγιστον ἐπὶ τῶν τοιούτων ἐστί, τὸ παρ' ἡμῖν ἔθος, ὃ ἔχομεν προβάλλειν, νόμου δύναμιν ἔχον, διὰ τὸ ὑφ’ ἁγίων ἀνδρῶν τοὺς θεσμοὺς ἡμῖν παραδοθῆναι· τοῦτο δὲ τοιοῦτόν ἐστιν. Ἐάν τις, πάθει ἀκαθαρσίας ποτὲ κρατηθείς, ἐκπέσῃ πρὸς δυοῖν ἀδελφῶν ἄθεσμον κοινωνίαν, μήτε γάμον ἡγεῖσθαι τοῦτο, μήθ' ὅλως εἰς ἐκκλησίας πλήρωμα παραδέχεσθαι πρότερον ἢ διαλῦσαι αὐτοὺς ἀπ' ἀλλήλων· ὥστε, εἰ καὶ μηδὲν ἕτερον εἰπεῖν ἦν, ἐξήρκει τὸ ἔθος πρὸς τὴν τοῦ κακοῦ φυλακήν. Ἐπεὶ δὲ ὁ τὴν ἐπιστολὴν γράψας, ἐπιχειρήματι κιβδήλῳ κακὸν τοσοῦτον ἐπειράθη τῷ βίῳ ἐπαγαγεῖν, ἀνάγκη μηδὲ ἡμᾶς τῆς ἐκ τῶν λογισμῶν βοηθείας ὑφέσθαι, καίτοι γε ἐπὶ τῶν σφόδρα ἐναργῶν μείζων ἐστὶ τοῦ λόγου ἡ παρ' ἑκάστῳ πρόληψις. Γέγραπται, φησίν, ἐν τῷ Λευϊτικῷ· Γυναῖκα ἐπ' ἀδελφῇ αὐτῆς οὐ λήψῃ ἀντίζηλον, ἀποκαλύψαι τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς ἐπ' αὐτῇ, ἔτι ζώσης αὐτῆς. Δῆλον οὖν ἐκ τούτου εἶναί φησιν, ὅτι συγχωρεῖται λαμβάνειν τελευτησάσης. Πρὸς δὴ τοῦτο, πρῶτον μὲν ἐκεῖνο ἐρῶ ὅτι, ὅσα ὁ νόμος λέγει, τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ, ἐπεὶ οὕτω γε καὶ περιτομῇ καὶ σαββάτῳ καὶ ἀποχῇ βρωμάτων ὑποκεισόμεθα. Οὐ γὰρ δή, ἐὰν μέν τι εὕρωμεν συντρέχον ἡμῶν ταῖς ἡδοναῖς, τῷ ζυγῷ τῆς δουλείας τοῦ νόμου ἑαυτοὺς ὑποθήσομεν, ἐὰν δέ τι φανῇ βαρὺ τῶν νομίμων, τότε πρὸς τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερίαν ἀποδραμούμεθα. Ἠρωτήθημεν, εἰ γέγραπται λαμβάνειν γυναῖκα ἐπ' ἀδελφῇ. Εἴπομεν, ὅπερ ἀσφαλὲς ἡμῖν καὶ ἀληθές, ὀτι οὐ γέγραπται. Τὸ δὲ ἐκ τῆς ἀκολούθου ἐπιφορᾶς τὸ σιωπηθὲν συλλογίζεσθαι νομοθετοῦντός ἐστιν, οὐ τὰ τοῦ νόμου λέγοντος· ἐπεὶ οὕτω γε ἐξέσται τῷ βουλομένῳ κατατολμῆσαι καὶ ἔτι ζώσης τῆς γυναικὸς λαμβάνειν τὴν ἀδελφήν, τὸ γὰρ αὐτὸ τοῦτο σόφισμα καὶ ἐπ᾽ ἐκείνου ἁρμόζει. Γέγραπται γάρ, φησίν· Οὐ λήψῃ ἀντίζηλον, ὡς τήν γε ἔξω τοῦ ζήλου λαβεῖν οὐκ ἐκώλυσεν. Ὁ δὴ συνηγορῶν τῷ πάθει, ἀζηλότυπον εἶναι διοριεῖται τὸ ἦθος τῶν ἀδελφῶν. Ἀνῃρημένης οὖν τῆς αἰτίας, δι ἣν ἀπηγόρευσε τὴν ἁμφοτέρων συνοίκησιν, τί τό κωλύον ἔσται λαμβάνειν τὰς ἀδελφάς; Ἀλλ' οὐ γέγραπται ταῦτα, φήσομεν, ἀλλ' οὐδὲ ἐκεῖνα ὥρισται, ἡ δὲ ἔννοια τοῦ ἀκολούθου ὁμοίως ἁμφοτέροις τὴν ἄδειαν δίδωσιν. Ἔδει δὲ μικρὸν ἐπὶ τὰ κατόπιν τῆς νομοθεσίας ἐπαναδραμόντα, ἀπηλλάχθαι πραγμάτων. Ἔοικε γὰρ οὐ πᾶν εἶδος ἁμαρτημάτων περιλαμβάνειν ὁ νομοθέτης, ἀλλ' ἰδίως ἀπαγορεύειν τὰ τῶν Αἰγυπτίων, ὅθεν ἀπῇρεν ὁ Ἰσραήλ, καὶ τὰ τῶν Χαναναίων, πρὸς οὕς μεθίστατο. Ἔχει γὰρ οὕτως ἡ λέξις· Κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα τῆς Αἰγύπτου, ἐν ᾗ παρῳκήσατε ἐπ᾽ αὐτῆς, οὐ ποιήσετε, καὶ τῶν τὰ ἐπιτηδεύματα τῆς Χαναάν, εἰς ἣν ἐγὼ εἰσάξω ὑμᾶς ἐκεῖ, οὐ ποιήσετε καὶ ἐν τοῖς νομίμοις αὐτῶν οὐ πορεύσεσθε. Ὥστε τοῦτο εἰκός που τὸ εἶδος τῆς ἁμαρτίας μὴ ἐμπολιτεύεσθαι τότε παρὰ τοῖς ἔθνεσι, διό, μηδὲ τῆς ἐπ' αὐτῷ φυλακῆς προσδεηθῆναι τὸν νομοθέτην, ἀλλ' ἀρκεσθῆναι τῷ ἀδιδάκτῳ ἔθει, πρὸς τὴν τοῦ μίσους διαβολήν. Πῶς οὖν, τό μεῖζον ἀπαγορεύσας, τὸ ἔλαττον ἐσιώπησεν; Ὅτι ἐδόκει πολλοὺς τῶν φιλοσάρκων, πρὸς τὸ ζώσαις ἀδελφαῖς συνοικεῖν, τὸ ὑπόδειγμα βλάπτειν τοῦ πατριάρχου. Ἡμᾶς δὲ τί χρή ποιεῖν; τὰ γεγραμμένα λέγειν ἢ τὰ σιωπηθέντα περιεργάζεσθαι; Αὐτίκα τὸ μὴ δεῖν μιᾷ ἐταίρᾳ κεχρῆσθαι πατέρα καὶ υἱόν, ἐν μὲν τοῖς νόμοις τούτοις οὐ γέγραπται, παρὰ δὲ τῷ Προφήτῃ μεγίστης κατηγορίας ἠξίωτι Υἱὸς γάρ, φησί, καὶ πατὴρ πρὸς τὴν αὐτὴν παιδίσκην εἰσεπορεύοντο. Πόσα δὲ εἴδη ἄλλα τῶν ἀκαθάρτων παθῶν, τὸ μὲν τῶν δαιμόνων διδασκαλεῖον ἐξεῦρεν, ἡ δὲ θεία Γραφὴ ἀπεσιώπησε, τὸ σεμνὸν ἑαυτῆς ταῖς τῶν αἰσχρῶν ὀνομασίαις καταρρυπαίνειν οὐχ αἱρουμένη, ἀλλὰ γενικοὶς ὀνόμασι τὰς ἀκαθαρσίας διέβαλεν, ὡς καὶ ὁ ἄπόστολος Παῦλός φησι· Πορνεία δὲ καὶ ἀκαθαρσία πᾶσα μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθὼς πρέπει ἁγίοις, τῷ τῆς ἀκαθαρσίας ὀνόματι τάς τε τῶν ἀῤῥένων ἀῤῥητοποιΐας καὶ τὰς τῶν θηλειῶν περιλαμβάνων· ὥστε οὐ πάντως ἡ σιωπὴ ἄδειαν φέρει τοῖς φιληδόνοις. Ἐγὼ δὲ οὐδὲ σεσιωπῆσθαι τὸ μέρος τοῦτο φημί, ἀλλὰ καὶ πάνυ σφοδρῶς ἀπηγορευκέναι τὸν νομοθέτην, τὸ γάρ· Οὐκ εἰσελεύσῃ πρὸς πάντα οἰκεῖον σαρκός σου ἀποκαλύψαι ἀσχημοσύνην αὐτῶν, ἐμπεριεκτικόν ἐστι καὶ τούτου τοῦ εἴδους τῆς οἰκειότητος. Τί γὰρ ἂν γένοιτο οἰκειότερον ἀνδρὶ τῆς ἑαυτοῦ γυναικός, μᾶλλον ὁ τῆς ἑαυτοῦ σαρκός; Οὐ γὰρ ἔτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σὰρξ μία, ὥστε διὰ τῆς γυναικὸς ἡ ἀδελφὴ πρὸς τὴν τοῦ ἀνδρὸς οἰκειότητα μεταβαίνει. Ὡς γὰρ μητέρα γυναικὸς οὐ λήψεται, οὐδὲ θυγατέρα τῆς γυναικός, διότι μηδὲ ἀδελφὴν ἐαυτοῦ. Καὶ τὸ ἀνάπαλιν, οὐδὲ τῇ γυναικί ἐξέσται τοῖς οἰκείοις τοῦ ἀνδρὸς συνοικεῖν, κοινὰ γὰρ ἐπ' ἀμφοτέρων τῆς συγγενείας τὰ δικαια. Ἐγὼ δὲ παντὶ τῷ περὶ γάμου βουλευομένῳ διαμαρτύρομαι, ὅτι παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου καὶ ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστίν, ἵνα καὶ οί ἔχοντες ὦσιν. Ἐὰν δέ μοι παραναγινώσκῃ τό· Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε, καταγελῶ τοῦ τῶν νομοθεσιῶν τοὺς καιροὺς μὴ διακρίνοντος. Πορνείας παραμυθία ὁ δεύτερος γάμος, οὐχὶ ἐφόδιον εἰς ἀσέλγειαν. Εἰ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν, φησίν, οὐχὶ δὲ καὶ γαμοῦντες παρανομείτωσαν. Οἱ δέ, οὐδὲ πρὸς τὴν φύσιν ἀποβλέπουσιν, οἱ τὴν ψυχὴν λημῶντες τῷ πάθει τῆς ἀτιμίας, πάλαι διακρίνασαν τὰς τοῦ γένους προσηγορίας. Ἐκ ποίας γὰρ συγγενείας τοὺς γεννηθέντας προσαγορεύσουσιν; Ἀδελφοὺς αὐτοὺς ἀλλήλων ἢ ἀνεψιοὺς προσεροῦσιν; ἀμφότερα γὰρ αὐτοῖς προσαρμόσει διὰ τὴν σύγχυσιν. Μὴ ποιήσῃς, ὦ ἄνθρωπε, τὴν θείαν μητρυιὰν τῶν νηπίων, μηδὲ τὴν ἐν μητρὸς τάξει περιθάλπειν ὀφείλουσαν, ταύτην ἐφοπλίσῃς ταῖς ἀμειλίκτοις ζηλοτυπίαις, μόνον γὰρ τὸ μῖσος τῶν μητρυιῶν καὶ μετὰ θάνατον ἐλαύνει τὴν ἔχθραν. Μᾶλλον δὲ οἱ μὲν ἄλλως πολέμιοι τοῖς τεθνηκόσι σπένδονται, αἱ δὲ μητρυιαὶ τοῦ μίσους μετὰ τὸν θάνατον ἄρχονται. Κεφάλαιον δὲ τῶν εἰρημένων, εἶμεν νομῳ τις ὁρμᾶται πρὸς τὸν γάμον, ἤνοικται πᾶσα ἡ οἰκουμένη, εἰ δὲ ἐμπαθὴς αὐτῷ ἡ σπουδὴ, διὰ τοῦτο καὶ πλέον ἀποκλεισθήτω, ἵνα μάθῃ τὸ ἐαυτοῦ σκεῦος κτᾶσθαι ἐν ἁγιασμῷ καὶ τιμῇ, μὴ ἐν πάθει ἐπιθυμίας. Πλείονά με λέγειν ὡρμημένον, τὸ μέτρον ἐπέχει τῆς ἐπιστολῆς. Εὔχομαι δὲ ἢ τὴν παραίνεσιν ἡμῶν ἰσχυροτέραν τοῦ πάθους ἀποδειχθῆναι ἢ μὴ ἐπιδημῆσαι τῇ ἡμετέρᾳ τὸ ἄγος τοῦτο, ἀλλ᾽ ἐν οἷς ἐτολμήθη τόποις ἐναπομεῖναι.
Κανὼν πη’:
Περὶ πρεσβυτέρου συνείσακτον ἔχοντος.     Ἐνέτυχόν σου τοῖς γράμμασι μετὰ πάσης μακροθυμίας καὶ ἐθαύμασα, πῶς δυνάμενος ἡμῖν συντόμως καὶ εὐκόλως ἀπολογήσασθαι διὰ τῶν πραγμάτων, τοῖς μὲν κατηγορουμένοις ἐπιμένειν καταδέχῃ, λόγοις δὲ μακροῖς θεραπεύειν ἐπιχειρεῖς τὰ ἀνίατα. Οὔτε πρῶτοι, οὔτε μόνοι, ὦ Γρηγόριε, ἐνομοθετήσαμεν γυναίκας ἀνδράσι μὴ συνοικεῖν, ἀλλ' ἀνάγνωθι τὸν κανόνα τὸν ἐξενεχθέντα παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν ἐν τῇ συνόδῳ Νικαίας, ὃς φανερῶς ἀπηγόρευσε συνεισάκτους μὴ εἶναι. Ἀγαμία δὲ ἐν τούτῳ ἔχει τὸ σεμνόν, ἐν τῷ κεχωρίσθαι τῆς μετὰ γυναικῶν διαγωγῆς· ὡς ἐὰν ἐπαγγελλόμενός τις τῷ ὀνόματι, ἔργῳ τὰ τῶν ταῖς γυναιξί συνοικούντων ποιῆται, δῆλός ἐστι τὸ μὲν τῆς παρθενίας σεμνὸν ἐν τῇ προσηγορίᾳ διώκων, τοῦ δὲ καθ' ἡδονὴν ἀπρεποῦς μὴ ἀφιστάμενος. Τοσούτῳ οὖν μᾶλλον ἐχρῆν σε εὐκόλως εἷξαι ἡμῶν τῇ ἀξιώσει, ὅσῳ περ λέγεις ἐλεύθερος εἶναι παντὸς σωματικοῦ πάθους. Οὔτε γὰρ τὸν ἑβδομηκονταετῆ γεγονότα πείθομαι ἐμπαθῶς γυναικὶ συνοικεῖν, οὔτε ὡς ἐπὶ γενομένῃ τινὶ ἀτόπῳ πράξει ὡρίσαμεν, ἃ καὶ ὡρίσαμεν. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἐδιδάχθημεν παρὰ τοῦ ἀποστόλου, μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ ἢ σκάνδαλον, οἴδαμεν δέ, ὅτι τὸ παρά τινων ὑγιῶς γινόμενον, ἄλλοις ἀφορμὴ πρὸς ἁμαρτίαν ὑπάρξει, τούτου ἕνεκεν προσετάξαμεν, ἑπόμενοι τῇ διαταγῇ τῶν ἁγίων Πατέρων, χωρισθῆναί σε τοῦ γυναίου, Τί οὖν ἐγκαλεῖς τῷ χωρεπισκόπῳ καὶ παλαιᾶς ἔχθρας μέμνησαι; Τί δὲ ἡμᾶς καταμέμφῃ, ὡς εὐκόλους ἀκοὰς ἔχοντας εἰς τὸ τὰς διαβολὰς προσίεσθαι, ἀλλ' οὐχὶ σεαυτῷ, μὴ ἀνεχομένῳ ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὴν γυναῖκα συνηθείας; Ἔκβαλε τοίνυν αὐτὴν ἀπὸ τοῦ οἴκου σου καὶ κατάστησον αὐτὴν ἐν μοναστηρίῳ. Ἔστω ἐκείνη μετὰ παρθένων καὶ σὺ ὑπηρετοῦ ὑπὸ ἀνδρῶν, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι' ὑμᾶς βλασφημῆται. Ἕως δ' ἂν ταῦτα ποιῇς, αἱ μυριάδες, ἅς περ σὺ γράφεις διὰ τῶν ἐπιστολῶν, οὐδὲν ὠφελήσουσί σε, ἀλλὰ τελευτήσεις ἀργῶν καὶ δώσεις τῶ Κυρίῳ λόγον περὶ τῆς σεαυτοῦ ἀργίας. Ἐὰν δὲ τολμήσῃς, μὴ διορθωσάμενος σεαυτὸν ἀντέχεσθαι τῆς ἱερωσύνης, ἀνάθεμα ἔσῃ παντὶ τῷ λαῷ, καὶ οἱ δεχόμενοί σε, ἐκκήρυκτοι κατὰ πᾶσαν ἐκκλησίαν γενήσονται.
Κανὼν πθ’:
Περὶ ὑπηρετῶν τῆς Ἐκκλησίας.     Πάνυ με λυπεῖ, ὅτι ἐπιλελοίπασι λοιπὸν οἱ τῶν Πατέρων κανόνες καὶ πᾶσα ἀκρίβεια τῶν ἐκκλησιῶν ἀπελήλαται. Καὶ φοβοῦμαι μή, κατὰ μικρὸν τῆς ἀδιαφορίας ταύτης ὁδῶ προϊούσης, εἰς παντελῆ σύγχυσιν ἔλθῃ τὰ τῆς ᾽Εκκλησίας πράγματα. Τοὺς ὑπηρετοῦντας τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ πάλαι ταῖς τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις ἐμπολιτευομένη συνήθεια, μετὰ πάσης ἀκριβείας δοκιμάζουσα παρεδέχετο καὶ ἐπολυπραγμονεῖτο πᾶσα αὐτῶν ἡ ἀναστροφή, εἰ μὴ λοίδοροί εἰσιν, εἰ μὴ μέθυσοι, εἰ μὴ πρόχειροι πρὸς τὰς μάζας, εἰ παιδαγωγοῦσιν ἑαυτῶν τὴν νεότητα, ὥστε κατορθοῦν δύνασθαι τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδείς ὄψεται τὸν Κύριον. Καὶ τοῦτο ἐξήταζον μὲν πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι, οἱ συνοικοῦντες αὐτοῖς, ἐπανέφερον δὲ τοῖς χωρεπισκόποις, οἳ τὰς παρὰ τῶν ἀληθινῶς μαρτυρούντων δεξάμενοι ψήφους καὶ ὑπομνήσαντες τὸν ἐπίσκοπον, οὕτως ἐνηρίθμουν τὸν ὑπηρέτην τῷ τάγματι τῶν ἱερατικῶν. Νῦν δέ, πρῶτον μὲν ἡμᾶς παρωσάμενοι καὶ μὴ δὲ ἐπαναφέρειν ἡμῖν καταδεχόμενοι, εἰς ἑαυτοὺς τὴν ὅλην περιεστήσατε αὐθεντίαν. Ἔπειτα καὶ καταρραθυμοῦντες τοῦ πράγματος, πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις ἐπετρέψατε, οὓς ἂν ἐθέλωσιν ἀπὸ ἀνεξετάστου βίου κατὰ προσπάθειαν, ἢ τὴν ἀπὸ συγγενείας ἢ τὴν ἐξ ἄλλης τινὸς φιλίας, ἐπεισάγειν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοὺς ἀναξίους. Διὸ πολλοί μὲν ὑπηρέται ἀριθμοῦνται καθ' ἑκάστην κώμην, ἄξιος δὲ λειτουργίας θυσιαστηρίου οὐδείς, ὡς ὑμεῖς αὐτοὶ μαρτυρεῖτε, ἀποροῦντες ἀνδρῶν ἐν ταῖς ψηφοφορίαις. Ἐπεὶ οὖν ὁρῶ τὸ πρᾶγμα λοιπὸν εἰς ἀνήκεστον προϊόν, μάλιστα νῦν τῶν πλείστων, φόβῳ τῆς στρατολογίας, εἰσποιούντων ἑαυτοὺς τῇ ὑπηρεσίᾳ, ἀναγκαίως ἦλθον εἰς τὸ ἀνανεώσασθαι τοὺς τῶν Πατέρων κανόνας καὶ ἐπιστέλλω ὑμῖν ἀποστεῖλαί μοι τὴν ἀναγραφὴν ἑκάστης κώμης τῶν ὑπηρετούντων καὶ ὑπὸ τίνος εἰσῆκται ἕκαστος, καὶ ἐν ποίῳ βίῳ ἐστίν. Ἔχετε δὲ καὶ αὐτοὶ παρ' ἑαυτοῖς τὴν ἀναγραφήν, ὥστε συγκρίνεσθαι τοῖς παρ' ἡμῖν ἀποκειμένοις γράμμασι τὰ ὑμέτερα καὶ μηδενὶ ἐξεῖναι ἑαυτόν, ὅτε βούλεται, παρεγγράφειν. Οὕτω μέντοι μετὰ τὴν πρώτην ἐπινέμησιν, εἴ τινες ὑπὸ πρεσβυτέρου εἰσήχθησαν, ἐπὶ τοὺς λαϊκοὺς ἀπορριφθῶσιν, ἄνωθεν δὲ γένηται αὐτῶν παρ' ὑμῶν ἐξέτασις, κἂν μὲν ἄξιοι ὦσι, τῇ ὑμετέρᾳ Ψήφῳ παραδεχθήτωσαν, ἐπεὶ καθαρίσατε τὴν Ἐκκλησίαν, τοὺς ἀναξίους αὐτῆς ἀπελαύνοντες. Καὶ τοῦ λοιποῦ, ἐξετάζετε μὲν τοὺς ἀξίους καὶ παραδέχεσθε, μὴ ἀριθμεῖτε δὲ πρὶν εἰς ἡμᾶς ἐπανενεγκεῖν ἢ γινώσκετε, ὅτι λαϊκὸς ἔσται ὁ ἄνευ ἡμετέρας γνώμης εἰς ὑπηρεσίαν παραδεχθείς.
Κανὼν ϰ’ (90):
Περὶ τῶν ἐπὶ χρήμασι χειροτονούντων.     Τὸ τοῦ πράγματος ἄτοπον, περὶ οὗ γράφω, διατί μὲν ὅλως ὑπωπτεύθη καὶ ἐλαλήθη, ὀδύνης ἐπλήρωσέ μου τὴν ψυχήν, τέως δὲ ἐφάνη μοι ἄπιστον. Τό οὖν περὶ αυτοῦ γράμμα, ὁ μὲν συνεγνωκὼς ἐαυτῷ, δεξάσθω ὡς ἴαμα, ὁ δὲ μὴ συνεγνωκώς, ὡς προφυλακτήριον, ὁ δὲ ἀδιάφορος, ὅπερ ἀπεύχομαι ἐφ’ ὑμῖν εὑρεθῆναι, ὡς διαμαρτυρίαν. Τί δέ ἐστιν ὃ λέγω; Φασί τινας ὑμῶν παρὰ τῶν χειροτονουμένων λαμβάνειν χρήματα, ἐπισκιάζειν δὲ ὀνόματι εὐσεβείας τοῦτο δὲ χεῖρον ἐστίν. Ἐὰν γάρ τις τὸ κακὸν ἐν προσχήματι ἀγαθοῦ ποιῇ, διπλασίονος τιμωρίας ἐστὶν ἄξιος, διότι αὐτό τε τὸ οὐκ ἀγαθὸν ἐργάζεται καὶ κέχρηται εἰς τὸ τελέσαι τὴν ἁμαρτίαν, ὡς ἂν εἶποι τις, τῷ καλῷ συνεργῷ. Ταῦτα, λοιπόν οὕτος ἔχει, τοῦ μὴ γινέσθω, ἀλλὰ διορθωθήτω, ἐπεὶ ἀνάγκη λέγειν πρὸς τὸν δεχόμενον τὸ ἀργύριον, ὅπερ ἐῤῥέθη παρὰ τῶν ἀποστόλων πρὸς τὸν θέλοντα δοῦναι, ἵνα Πνεύματος ἁγίου μέτουσίαν ὠνήσηται· Τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν. Κουφότερος γὰρ ὁ δι' ἀπειρίαν ὠνήσασθαι θέλων ἢ ὁ πιπράσκων τὴν τοῦ Θεοῦ δωρεάν· πρᾶσις γὰρ ἐγένετο καὶ ὃ σὺ δωρεὰν ἔλαβες, ἐὰν πωλῇς, ὡσανεὶ πεπραμένος τῷ Σατανᾷ, ἀφαιρεθήσῃ τοῦ χαρίσματος, καπηλείαν γὰρ ἐπεισάγεις τοῖς πνευματικοῖς καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἔνθα πεπιστεύμεθα σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Ταῦτα οὕτω γίνεσθαι οὐ χρή, ὃ δέ ἐστι τὸ τέχνασμα λέγω. Νομίζουσι μὴ ἁμαρτάνειν τῷ μὴ ἅμα λαμβάνειν, ἀλλὰ μετὰ τὴν χειροτονίαν λαμβάνειν· λαβεῖν δέ ἐστιν, ὁτεδήποτε τὸ λαβεῖν. Παρακαλῶ οὖν, ταύτην τὴν πρόσοδον, μᾶλλον δὲ τὴν προσαγωγὴν τὴν ἐπὶ γέενναν, ἀπόθεσθε καὶ μὴ τὰς χεῖρας μολύναντες τοιούτοις λήμμασιν ἑαυτοὺς ἀναξίους ποιήσητε τοῦ ἐπιτελεῖν ἅγια μυστήρια. Σύγγνωτε δέ μοι, ὅτι πρῶτον μὲν ὡς ἀπιστήσας, εἶτα δὲ ὡς πεισθεὶς ἀπειλῶ. Εἴ τις μετὰ ταύτην μου τὴν ἐπιστολὴν πράξειέ τι τοιοῦτον, τῶν μὲν ἐνταῦθα θυσιαστηρίων ἀναχωρήσει, ζητήσει δὲ ἔνθα τὴν τοῦ Θεοῦ δωρεὰν ἀγοράζων μεταπωλεῖν δύναται. Ἡμεῖς γὰρ καὶ αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ τοιαύτην συνήθειαν οὐκ ἔχομεν. Ἓν δὲ προσθεὶς παύσομαι. Διὰ φυλαργυρίαν γίνεται ταῦτα, ἡ δὲ φιλαργυρία καὶ ῥίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστι καὶ ὀνομάζεται εἰδωλολατρία. Μὴ οὖν τοῦ Χριστοῦ προτιμήσητε τὰ εἴδωλα διὰ μικρὸν ἀργύριον, μηδὲ πάλιν τὸν Ἰούδαν μιμήσησθε, λήμματι προδιδόντες δεύτερον τὸν ἅπαξ ὑπὲρ ἡμῶν σταυρωθέντα· ἐπεὶ καὶ τὰ χωρία καὶ αἱ χεῖρες τῶν τοὺς καρποὺς τούτους δεχομένων, ἀκελδαμὰ κληθήσονται.
Κανὼν ϰα’:
Περὶ τῶν μὴ δεχομένων τήν, ἐν, συλλαβὴν ἐπὶ τοῦ Πνεύματος, καὶ περὶ παραδόσεων.     Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων, τὰ μὲν ἐκ τῆς εγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν, τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα. ῞Απερ ἀμφότερα τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν εὐσέβειαν καὶ τούτοις οὐδεὶς ἀντερεῖ, ὅστις γε κἂν κατὰ μικρὸν γοῦν θεσμῶν ἐκκλησιαστικῶν πεπείραται. Εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιμεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μὴ μεγάλην ἔχοντα τὴν δύναμιν, παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια ζημιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δὲ εἰς ὄνομα ψιλὸν περιϊστῶντες τὸ κήρυγμα. Οἷον, ἵνα τοῦ πρώτου καὶ κοινοτάτου πρῶτον μνησθῶ, τῷ τύπῳ τοῦ Σταυροῦ τοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἠλπικότας κατασημαίνεσθαι, τίς ὁ διὰ γράμματος διδάξας; Τὸ πρὸς ἀνατολὰς τετράφθαι κατὰ τὴν προσευχήν, ποῖον ἡμᾶς ἐδίδαξεν γράμμα; Τὰ τῆς Ἐπικλήσεως ῥήματα ἐπὶ τῇ ἀναδείξει τοῦ ἄρτου τῆς εὐχαριστίας καὶ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας, τίς τῶν ἁγίων ἐγγράφως ἡμῖν καταλέλοιπεν; Οὐ γὰρ δὴ τούτοις ἀρκούμεθα, ὧν ὁ ἀπόστολος ἤ τὸ Εὐαγγέλιον ἐπεμνήσθη, ἀλλὰ καὶ προλέγομεν καὶ ἐπιλέγομεν ἕτερα, ὡς μεγάλην ἔχοντα πρὸς τὸ μυστήριον τὴν ἰσχύν, ἐκ τῆς ἀγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες. Εὐλογοῦμεν δὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, καὶ τὸ ἔλαιον τῆς χρίσεως, καὶ προσέτι αὐτὸν τὸν βαπτιζόμενον, ἀπὸ ποίων ἐγγράφων; Οὐκ ἀπὸ τῆς σιωπωμένης ὡς μυστικῆς παραδόσεως; Τίς δέ; αὐτὴν τοῦ ἐλαίου τὴν χρῖσιν, τίς λόγος γεγραμμένος ἐδίδαξε; Τὸ δὲ τρὶς βαπτίζεσθαι τὸν ἄνθρωπον, πόθεν; Ἀλλὰ καὶ ὅσα περὶ τὸ Βάπτισμα, ἀποτάσσεσθαι τῷ Σατανᾷ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ, ἐκ ποίας ἐστὶ Γραφῆς; Οὐκ ἐκ τῆς ἀδημοσιεύτου ταύτης καὶ ἀποῤῥήτου διδασκαλίας, ἣν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καὶ ἀπεριεργάστῳ σιγῇ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνο δεδιδαγμένοι, τῶν μυστηρίων τὸ σεμνὸν σιωπῇ διασῴζεσθαι; Ἃ γὰρ οὐδὲ ἐποπτεύειν ἔξεστι τοῖς ἀμυήτοις, τούτων πῶς ἄν ἦν εἰκὸς τὴν διδασκαλίαν θριαμβείειν ἐν γράμμασι;

(καὶ μεθ’ ἕτερα) Οὗτος ὁ λόγος τῆς τῶν ἀγράφων παραδόσεως, ὡς μὴ καταμελετηθεῖσαν τῶν δογμάτων τὴν γνῶσιν, εὐκαταφρόνητον τοῖς πολλοῖς γενέσθαι διὰ συνήθειαν. Ἄλλο γὰρ δόγμα καὶ ἄλλο κήρυγμα. Τὰ μὲν γὰρ δόγματα σιωπᾶται, τὰ δὲ κηρύγματα δημοσιεύεται. Σιωπῆς δὲ εἶδος καὶ ἡ ἀσάφεια, ᾗ κέχρηται ἡ Γραφή, δυσθεώρητον κατασκευάζουσα τῶν ὅογμάτων τὸν νοῦν, πρὸς τὸ τῶν ἐντυγχανόντων λυσιτελές. Τούτου χάριν πάντες μὲν ὁρῶμεν κατ᾽ ἀνατολὰς ἐπὶ τῶν προσευχῶν, ὀλίγοι δὲ ἴσμεν, ὅτι τὴν ἀρχαίαν ἐπιζητοῦμεν πατρίδα τὸν παράδεισον, ὃν ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολάς. Καὶ ὀρθοὶ μὲν πληροῦμεν τὰς εὐχὰς ἐν τῇ μιᾷ τοῦ σαββάτου, τὸν δὲ λόγον οὐ πάντες οἴδαμεν. Οὐ γὰρ μόνον ὡς συναναστάντες Χριστῷ καὶ τὰ ἄνω ζητεῖν ὀφείλοντες, ἐν τῇ ἀναστασίμῳ ἡμέρᾳ τῆς δεδομένης ἡμῖν χάριτος διὰ τῆς κατὰ τὴν προσευχὴν στάσεως ἑαυτοὺς ὑπομιμνῄσκομεν, ἀλλ' ὅτι δοκεῖ πως τοῦ προσδοκωμένου αἰῶνος εἶναι εἰκών. Διὸ καὶ ἀρχὴ οὖσα ἡμερῶν, οὐχὶ πρώτη παρὰ Μωϋσέως, ἀλλὰ μία ὀνόμασται· Ἐγένετο γάρ, φησίν, ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωὶ ἡμέρα μία, ὡς τῆς αὐτῆς ἀνακυκλουμένης πολλάκις. Καὶ μία τοίνυν ἡ αὐτή, καὶ ὀγδόη, τὴν μίαν ὄντως ἐκείνην καὶ ἀληθινὴν ὀγδόην, ἧς καὶ ὁ Ψαλμῳδὸς ἓν τισιν ἐπιγραφαῖς τῶν ψαλμῶν ἐπεμνήσθη, δι' ἑαυτῆς ἐμφανίζουσα τὴν μετὰ τὸν χρόνον τοῦτον κατάστασιν, τὴν ἄπαυστον ἡμέραν, τὴν ἀνέσπερον, τὴν ἀδιάδοχον, τὸν ἄληκτον ἐκεῖνον καὶ ἀγήρω αἰῶνα. ᾽Αναγκαίως οὖν τὰς ἐν αὐτῇ προσευχὰς ἐστῶτας ἀποπληροῦν τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ἡ Ἐκκλησία παιδεύει, ἵνα τῇ συνεχεῖ ὑπομνήσει τῆς ἀτελευτήτου ζωῆς τῶν πρὸς τὴν μετάστασιν ἐκείνην ἐφοδίων μὴ ἀμελῶμεν. Καὶ πᾶσα δὲ ἡ Πεντηκοστὴ τῆς ἐν τῷ αἰῶνι προσδοκωμένης ἀναστάσεώς ἐστιν ὑπόμνημα, ἡ γὰρ μία ἐκείνη καὶ πρώτη ἡμέρα, ἑπτάκις ἑπταπλασιασθεῖσα, τὰς ἑπτὰ τῆς ἱερᾶς Πεντηκοστῆς ἑβδομάδας ἀποτελεῖ. Ἐκ πρώτης γὰρ ἀρχομένη, εἰς τὴν αὐτὴν καταλήγει, δι᾽ ὁμοίων τῶν ἐν τῷ μέσῳ ἐξελιττομένη πεντηκοντάκις. Διὸ καὶ αἰῶνα μιμεῖται τῇ ὁμοιότητι, ὥσπερ ἐν κυκλικῇ κινήσει ἀπὸ τῶν αὐτῶν ἀρχομένη σημείων καὶ εἰς τὰ αὐτὰ καταλήγουσα· ἐν ᾗ τὸ ὄρθιον σχῆμα τῆς προσευχῆς προτιμᾶν οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας ἡμᾶς ἐξεπαίδευσαν, ἐκ τῆς ἐναργοῦς ὑπομνήσεως οἱονεὶ μετοικίζοντες ἡμῶν τὸν νοῦν απὸ τῶν παρόντων ἐπὶ τὰ μέλλοντα. Καὶ καθ' ἑκάστην δὲ γονυκλισίαν καὶ διανάστασιν ἔργῳ δείκνυμεν, ὅτι διὰ τῆς ἁμαρτίας εἰς γῆν κατεῤῥύημεν καὶ διὰ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ κτίσαντος ἡμᾶς εἰς οὐρανὸν ἀνεκλήθημεν. Ἐπιλείψει με ἡ ἡμέρα τὰ ἄγραφα τῆς Ἐκκλησίας μυστήρια διηγούμενον. Ἐῶ τ' ἄλλα, αὐτὴν δὲ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, πιστεύειν εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, ἐκ ποίων γραμμάτων ἔχομεν; Εἰ μὲν γὰρ ἐκ τῆς τοῦ Βαπτίσματος παραδόσεως, κατὰ τὸ τῆς εὐσεβείας ἀκόλουθον, ὡς βαπτιζόμεθα, οὕτω καὶ πιστεύειν ὀφείλοντες, ὁμοίαν τῷ Βαπτίσματι τὴν ὁμολογίαν κατατιθέμεθα, συγχωρησάτωσαν ἡμῖν ἐκ τῆς αὐτῆς ἀκολουθίας, ὁμοίαν τῇ πίστει τὴν δόξαν ἀποδιδόναι. Εἰ δὲ τὸν τρόπον τῆς δοξολογίας ὡς ἄγραφον παραιτοῦνται, δότωσαν ἡμῖν τῆς τε κατὰ τὴν πίστιν ὁμολογίας καὶ τῶν λοιπῶν, ὧν ἀπηριθμησάμεθα, ἐγγράφους τὰς ἀποδείξεις. Εἶτα τοσούτων ὄντων ἀγράφων καὶ τοσαύτην ἐχόντων ἰσχὺν εἰς τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον, μίαν λέξιν ἡμῖν ἐκ Πατέρων εἰς ἡμᾶς ἐλθοῦσαν οὐ συγχωρήσουσιν, ἣν ἡμεῖς ἐκ τῆς ἀνεπιτηδεύτου συνηθείας τοῖς ἀδιαστρόφοις τῶν ἐκκλησιῶν ἐναπομείνασαν εὔρομεν, οὐ μικρὸν τὸν λόγον ἔχουσαν, οὐδὲ βραχεῖαν συντέλειαν εἰς τὴν τοῦ μυστηρίου δύναμιν εἰσφερομένην;
Κανὼν ϰβ’:
Περὶ ἐγγράφων καὶ ἀγράφων παραδόσεων.     Πρός γε μὴν τὸ ἀμάρτυρον καὶ ἄγραφον εἶναι τὴν σὺν τῷ Πνεύματι δοξολογίαν, ἐκεῖνο λέγομεν, ὅτι εἰ μὲν μηδὲν ἕτερον ἄγραφον, μηδὲ τοῦτο παραδεχθήτω, εἰ δὲ τὰ πλεῖστα τῶν μυστικῶν ἀγράφως ἡμῖν ἐμπολιτεύεται, μετὰ πολλῶν ἑτέρων καὶ τοῦτο καταδεξώμεθα. Ἀποστολικὸν δὲ οἶμαι καὶ τὸ ταῖς ἀγράφοις παραδόσεσι παραμένειν· ἐπαινῶ γὰρ φησίν, ὑμᾶς, ὅτι πάντα μου μέμνησθε, καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις κατέχετε, καὶ τὸ· κρατεῖτε τὰς παραδόσεις, ἃς παρελάβετε εἴτε διὰ λόγου, εἴτε δι' ἐπιστολῆς, ὧν μάλιστα μία ἐστὶ καὶ ἡ παροῦσα αὕτη, ἣν οἱ ἐξ ἀρχῆς διαταξάμενοι παραδιδόντες τοῖς ἐφεξῆς, συμπροϊούσης ἀεὶ τῷ χρόνῳ τῆς χρήσεως, διὰ μακρᾶς τῆς συνηθείας ταῖς ἐκκλησίαις ἐγκατερρίζωσαν. Ἃρ' οὖν, εἰ ὡς ἐν δικαστηρίῳ τῆς διὰ τῶν ἐγγράφων ἀποδείξεως ἀποροῦντες, μαρτύρων ὑμῖν πλῆθος παρεστησάμεθα, οὐκ ἄν τῆς ἀφιείσης παρ' ἡμῶν ψήφου τύχοιμεν; Ἐγὼ μὲν οὕτως οἶμαι· Ἐπὶ στόματος γὰρ δύο καὶ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ῥῆμα. Εἰ δὲ καὶ τὸν πολὺν χρόνον πρὸς ἡμῶν ὄντα ἐναργῶς ὑμῖν ἐπεδείκνυμεν, οὐκ ἂν ἐδόξαμεν ὑμῖν εἰκότα λέγειν, μὴ εἶναι καθ' ἡμῶν τὴν δίκην εἰσαγώγιμον ταύτην; Δυσωπητικὰ γάρ πως τὰ παλαιὰ τῶν δογμάτων, οἱονεὶ πολιᾷ τινι τῇ ἀρχαιότητι τὸ αἰδέσιμον ἔχοντα.

Κανόνες 40-79 Κανόνες Βασιλείου Καισαρείας του Μέγα - Περίληψη Κείμενο


Κανὼν μ’ (40):
Περὶ τῆς παρὰ γνώμην τοῦ δεσπότου γημαμένης.     Ἡ παρὰ τὴν γνώμην τοῦ δεσπότου ἀνδρὶ ἑαυτὴν ἐκδοῦσα, ἐπόρνευσεν, ἡ δὲ μετὰ ταῦτα πεπαρρησιασμένῳ γάμῳ χρησαμένη, ἐγήματο. Ὥστε, ἐκεῖνο μὲν πορνεία, τοῦτο δὲ γάμος, αἱ γὰρ συνθῆκαι τῶν ὑπεξουσίων οὐδὲν ἔχουσι βέβαιον.
Κανὼν μα’:
Περὶ τῆς ἐν Κυρίῳ γαμουμένης χήρας.     Ἡ ἐν τῇ χηρείᾳ ἐξουσίαν ἔχουσα ἑαυτῆς, συνοικεῖν ἀνέγκλητος, εἰ μηδείς ἐστιν ὁ διασπῶν τὸ συνοικέσιον, τοῦ ἀποστόλου εἰπόντος· Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κυρίῳ.
Κανὼν μβ’:
Περὶ τῶν ἄνευ τῶν κρατούντων γινομένων γάμων.     Οἱ ἄνευ τῶν κρατούντων γάμοι, πορνεία εἰσίν. Οὔτε οὖν πατρὸς ζῶντος, οὔτε δεσπότου, οἱ συνιόντες ἀνεύθυνοι εἰσίν, ὡς, ἐὰν ἐπινεύσωσιν οἱ κύριοι τὴν συνοίκησιν, τότε λαμβάνει τό τοῦ γάμου βέβαιον.
Κανὼν μγ’:
Περὶ τοῦ πληγὴν θανάτου δόντος.     Ὅς θανάτου πληγὴν τῷ πλησίον δέδωκε, φονεύς ἐστιν εἴτε ἦρξε τῆς πληγῆς, εἴτε ἠμύνατο.
Κανὼν μδ’:
Περὶ τῆς συμπορνευσάσης ἕλληνι διακόνου.     Ἡ διάκονος, ἡ τῷ ἕλληνι συμπορνεύσασα, οὐ δεκτή ἐστιν εἰς κοινωνίαν, εἰς δὲ τὴν προσφορὰν δεχθήσεται τῷ ἑβδόμῳ ἔτει, δηλονότι ἐν ἁγνείᾳ ζῶσα. Ὁ δὲ μετὰ τὴν πίστιν ἕλλην, πάλιν τῇ ἱεροσυλίᾳ προσιών, ἐπὶ τὸν ἔμετον ὑποστρέφει. Ἡμεῖς οὖν τῆς διακόνου τὸ σῶμα, ὡς καθιερωμένον, οὐκ ἔτι ἐπιτρέπομεν ἐν χρήσει εἶναι σαρκικῇ.
Κανὼν με’:
Περὶ τοῦ ἐνυβρίζοντος Χριστιανοῦ τὸν Χριστόν.     Ἐάν τις, τὸ ὄνομα λαβὼν τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐνυβρίζῃ τὸν Χριστόν, οὐδὲν ὄφελος αὐτῷ ἀπὸ τῆς προσηγορίας.
Κανὼν μς’:
Περὶ τῆς γημαμένης κατ' ἄγνοιαν ἀνδρὶ καταλειφθέντι πρὸς καιρὸν ὑπὸ τῆς ἰδίας.     Ἡ τῷ καταλειφθέντι πρὸς καιρὸν παρὰ τῆς γυναικὸς κατὰ ἄγνοιαν γημαμένη, εἶτα ἀφεθεῖσα διὰ τὸ ἐπανελθεῖν πρὸς αὐτὸν τὴν προτέραν, ἐπόρνευσε μέν, ἐν ἀγνοίᾳ δέ. Γάμου οὖν οὐκ εἰρχθήσεται, κάλλιον δέ, ἐὰν μείνῃ οὕτως.
Κανὼν μζ’:
Περὶ τοῦ τίνας ἀναβαπτίζεσθαι χρεών.     Ἐγκρατῖται καὶ Σακκοφόροι καὶ Ἀποτακτῖται τῷ αὐτῷ ὑπόκεινται λόγῳ, ᾧ καὶ Ναβατιανοί, ὅτι περὶ μὲν ἐκείνων κανὼν εξεφωνήθη, εἰ καὶ διάφορος, τὰ δὲ κατὰ τούτους ἀποσεσιώπηται. Ἡμεῖς μέντοι ἑνὶ λόγῳ ἀναβαπτίζομεν τοὺς τοιούτους. Εἰ δὲ παρ' ὑμῖν ἀπηγόρευται τὸ τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, ὥσπερ οὖν καὶ παρὰ ῥωμαίοις, οἰκονομίας τινὸς ἕνεκα, ἀλλ' ὁ ἡμέτερος λόγος ἰσχὺν ἐχέτω· ὅτι, ἐπειδὴ ὥσπερ Μαρκιωνιστῶν ἐστιν αὐτοβλάστημα ἡ κατ' αὐτοὺς αἵρεσις, βδελυσσομένων τὸν γάμον καὶ ἀποστρεφομένων τὸν οἶνον καὶ τὴν κτίσιν τοῦ Θεοῦ μεμιασμένην εἶναι λεγόντων, οὐ δεχόμεθα αὐτοὺς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐὰν μὴ βαπτισθῶσιν εἰς τὸ ἡμέτερον βάπτισμα. Μὴ γὰρ λεγέτωσαν, ὅτι εἰς Πατέρα καὶ Υἱόν καὶ ἅγιον Πνεῦμα ἐβαπτίσθη μεν, οἵ γε κακῶν ποιητὴν ὑποτιθέμενοι τὸν Θεόν, ἐφαμίλλως τῷ Μαρκίωνι καὶ ταῖς λοιπαῖς αἱρέσεσιν. ῞Ωστε, ἐὰν ἀρέσκῃ τοῦτο, δεῖ πλείονας ἐπισκόπους ἐν ταυτῷ γενέσθαι καὶ οὕτως ἐκθέσθαι τὸν κανόνα, ἵνα καὶ τῷ ποιήσαντι τὸ ἀκίνδυνον ᾖ, καὶ ὁ ἀποκρινόμενος τὸ ἀξιόπιστον ἔχῃ ἐν τῇ περὶ τῶν τοιούτων ἀποκρίσει.
Κανὼν μη’:
Περὶ τῆς ἐγκαταλειφθείσης ὑπὸ τοῦ οἰκείου ἀνδρός.     Ἡ δὲ ἐγκαταλειφθεῖσα παρὰ τοῦ ἀνδρός, κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην, μένειν ὀφείλει. Εἴ γὰρ ὁ Κύριος εἶπεν, ὅτι ἐάν τις καταλίπῃ τὴν γυναῖκα ἐκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι, ἐκ τοῦ μοιχαλίδα αὐτὴν ὀνομάσαι, ἀπέκλεισεν αὐτὴν τῆς πρὸς ἕτερον κοινωνίας. Πῶς γὰρ δύναται ὁ μὲν ἀνὴρ ὑπεύθυνος εἶναι, ὡς μοιχείας αἴτιος, ἡ δὲ γυνὴ ἀνέγκλητος εἶναι, ἡ μοιχαλὶς παρὰ Κυρίου, διὰ τὴν πρὸς ἕτερον ἄνδρα κοινωνίαν, προσαγορευθεῖσα;
Κανὼν μθ’:
Περὶ τῆς πρὸς ἀνάγκην τῶν γυναικῶν φθορᾶς.     Αἱ πρὸς ἀνάγκην γινόμεναι φθοραί, ἀνεύθυνοι ἔστωσαν. ῞Ωστε καὶ ἡ δούλη, εἰ ἐβιάσθη παρὰ τοῦ ἰδίου δεσπότου, ἀνεύθυνός ἐστιν.
Κανὼν ν’ (50):
Περὶ τριγαμίας.     Τριγαμίας νόμος οὐκ ἔστιν, ὥστε νόμῳ γάμος τρίτος οὐκ ἄγεται. Τὰ μέντοι τοιαῦτα, ὡς ῥυπάσματα τῆς ᾽Εκκλησίας ὁρῶμεν, δημοσίοις δὲ καταδίκαις οὐχ ὑποβάλλομεν, ὡς τῆς ἀνειμένης πορνείας αἱρετώτερα.
Κανὼν να’:
Περὶ τοῦ μίαν προσήκειν τιμωρίαν τοῖς παραπεσοῦσι τῶν κληρικῶν.     Τὸ κατὰ τοὺς κληρικούς, ἀδιορίστως οἱ κανόνες ἐξέθεντο, κελεύσαντες μίαν ἐπὶ τοῖς παραπεσοῦσιν ὁρίζεσθαι τιμωρίαν, τὴν ἔκπτωσιν τῆς ὑπηρεσίας, εἴτε ἐν βαθμῷ τυγχάνοιεν, εἴτε καὶ ἀχειροθετήτῳ ὑπηρεσίᾳ προσκαρτεροῖεν.
Κανὼν νβ’:
Περὶ τῆς ἀμελησάσης καθ' ὁδὸν τοῦ κυήματος.     Ἡ τοῦ κυήματος κατὰ τὴν ὁδὸν ἀμελήσασα, εἰ μὲν δυναμένη περισώσασθαι κατεφρόνησεν, ἢ συγκαλύψειν ἐντεῦθεν τὴν ἁμαρτίαν νομίζουσα ἢ καὶ ὅλως θηριώδει καὶ ἀπανθρώπῳ λογισμῷ χρησαμένη, ὡς ἐπὶ φόνῳ κρινέσθω· εἰ δὲ οὐκ ἠδυνήθη περιστεῖλαι καὶ δι' ἐρημίαν καὶ ἀπορίαν τῶν ἀναγκαίων διεφθάρη τὸ γεννηθέν, συγγνωστὴ ἡ μήτηρ.
Κανὼν νγ’:
Περὶ χήρας δούλης, δεύτερον γημαμένης.     Ἡ χήρα δούλη, τάχα οὐ μέγα ἔπταισεν ἑλομένη δεύτερον γάμον ἐν σχήματι ἁρπαγῆς. Ὥστε οὐδὲν τούτου ἕνεκεν ἐγκαλεῖσθαι χρή, οὐ γὰρ τὰ σχήματα κρίνεται, ἀλλ' ἡ προαίρεσις. Δῆλον δὲ ὅτι τὸ τῆς διγαμίας μένει αὐτῇ ἐπιτίμιον.
Κανὼν νδ’:
Κατὰ τὴν περίστασιν οἱ ἀκούσιοι φόνοι παιδευέσθωσαν.     Τὰς τῶν ἀκουσίων φόνων διαφορὰς πρὸ χρόνων οἶδα, ἐπιστείλας τῇ θεοσεβείᾳ σου, κατὰ τὸ ἐμοὶ δυνατόν, καὶ πλέον ἐκείνων οὐδὲν εἰπεῖν δύναμαι, τῆς δὲ σῆς συνέσεώς ἐστι κατὰ τὸ ἰδίωμα τῆς περιστάσεως ἐπιτείνειν τὰ ἐπιτίμια ἢ καὶ ὑφεῖναι.
Κανὼν νε’:
Περὶ τῶν ἀντεπεξιόντων τοῖς λησταῖς.     Οἱ τοῖς λησταῖς ἀντεπεξιόντες, ἔξω μὲν ὄντες τῆς Ἐκκλησίας, εἴργονται τῆς κοινωνίας τοῦ ἀγαθοῦ, κληρικοὶ δὲ ὄντες, τοῦ βαθμοῦ καθαιροῦνται· Πᾶς γάρ, φησίν, ὁ λαβών μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανεῖται.
Κανὼν νς’:
Περὶ τοῦ ἑκουσίως φονεύσαντος.     Ὁ ἑκουσίως φονεύσας καὶ μετὰ τοῦτο μεταμεληθείς. Ἐν εἴκοσιν ἔτη ἀκοινωνητος ἔσται τοῦ ἁγιασματος, τὰ δὲ εἴκοσιν ἔτη ἀκοινώνητος οἰκονομηθήσεται ἐπ' αὐτῷ· ἐν τέσσαρσιν ἔτεσι προσκλαίειν ὀφείλει, ἔξω τῆς θύρας ἑστὼς τοῦ εὐκτηρίου οἴκου καὶ τῶν εἰσιόντων πιστῶν δεόμενος εὐχὴν ὑπὲρ αὐτοῦ ποιεῖσθαι, ἐξαγορεύων τὴν ἰδίαν παρανομίαν· μετὰ δὲ τὰ τέσσαρα ἔτη εἰς τους ἀκροωμένους δεχθήσεται, ἐν πέντε ἔτεσι μετ' αὐτῶν ἐξελεύσεται· ἐν δὲ ἑπτὰ ἔτεσι μετὰ τῶν ἐν ὑποπτώσει προσευχόμενος ἐξελεύσεται· ἐν τέσσαρσι συστήσεται μόνον τοῖς πιστοῖς, προσφορᾶς δὲ οὐ μεταλήψεται· πληρωθέντων δὲ τούτων μεθέξει τῶν ἁγιασμάτων.
Κανὼν νζ’:
Περὶ τοῦ ἀκουσίως φονεύσαντος.     Ὁ ἀκουσίως φονεύσας ἐν δέκα ἔτεσιν ἀκοινώνητος ἔσται τῶν ἁγιασμάτων, οἰκονομηθήσεται δὲ τὰ δέκα ἔτη ἐπ' αὐτῷ οὕτω· δύο μὲν ἔτη προσκλαύσει, τρία δὲ ἔτη ἐν ἀκροωμένοις διατελέσει· ἐν τέσσαρσιν ὑποπίπτων· καὶ ἐν ἐνιαυτῷ συσταθήσεται μόνον, καὶ τῷ ἑξῆς εἰς τὰ ἅγια δεχθήσεται.
Κανὼν νη’:
Περὶ μοιχοῦ.     Ὁ μοιχεύσας, ἐν ιε' ἔτεσιν ἀκοινώνητος ἔσται τῶν ἁγιασμάτων, οἰκονομηθήσεται δὲ τὰ ιε' ἔτη ἐπ' αὐτῷ οὕτως· ἐν τέσσαρσι μὲν ἔτεσι προσκλαίων ἔσται· ἐν πέντε δὲ ἀκροώμενος· ἐν τέσσαρσιν ὑποπίπτων· ἐν δυσὶ συνεστὼς ἄνευ κοινωνίας.
Κανὼν νθ’:
Περὶ πόρνου.     Ὁ πόρνος ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν ἀκοινώνητος ἔσται τῶν ἁγιασμάτων· δύο προσκλαίων καὶ δύο ἀκροώμενος καὶ δύο ὑποπίπτων καὶ ἐν ἑνὶ συνεστὼς μόνον, τῷ ὀγδόῳ δὲ δεχθήσεται εἰς τὴν κοινωνίαν.
Κανὼν ξ’ (60):
Περὶ τῆς ἐπαγγειλαμένης παρθενίαν, καὶ ἐκπεσούσης.     Ἡ παρθενίαν ὁμολογήσασα καὶ ἐκπεσοῦσα τῆς ἐπαγγελίας, τὸν χρόνον τοῦ ἐπὶ τῆς μοιχείας ἁμαρτήματος ἐν τῇ οἰκονομίᾳ τῆς καθ' ἑαυτὴν ζωῆς πληρώσει. Τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ βίον μοναζόντων ἐπαγγειλαμένων καὶ ἐκπιπτόντων.
Κανὼν ξα’:
Περὶ κλέψαντος καὶ ἤ ὁμολογήσαντος, ἤ ἐλεγθέντος.     Ὁ κλέψας, εἰ μὲν ἀφ’ ἑαυτοῦ μεταμεληθεὶς κατηγορήσει ἑαυτοῦ, ἐνιαυτὸν κωλυθήσεται μόνης τῆς κοινωνίας τῶν ἁγιασμάτων· εἰ δὲ ἐλεγχθείη, ἐν δυσὶν ἔτεσιν, μερισθήσεται δὲ αὐτῷ ὁ χρόνος εἰς ὑπόπτωσιν καὶ σύστασιν, καὶ τότε ἀξιούσθω τῆς κοινωνίας.
Κανὼν ξβ’:
Περὶ ἀρσενοκοίτου.     Ὁ τὴν ἀσχημοσύνην ἐν τοῖς ἄρρεσιν ἐπιδεικνύμενος, τὸν χρόνον τοῦ ἐν τῇ μοιχείᾳ παρανομοῦντος οἰκονομηθήσεται.
Κανὼν ξγ’:
Περὶ κτηνοβάτου.     Ὁ ἐν ἀλόγοις τὴν ἑαυτοῦ ἀσέβειαν ἐξαγορεύων, τὸν αὐτὸν χρόνον ἐξομολογούμενος παραφυλάξεται.
Κανὼν ξδ’:
Περὶ ἐπιόρκου.     Ὁ ἐπίορκος ἐν δέκα ἔτεσιν ἀκοινώνητος ἔσται· δυσὶν ἔτεσι προσκλαίων, τρισὶν ἀκροώμενος, τέσσαρσιν ὑποπίπτων, ἐνιαυτὸν συνεστὼς μόνον, καὶ τότε τῆς κοινωνίας ἀξιούμενος.
Κανὼν ξε’:
Περὶ γόητος ἤ φαρμακοῦ.     Ὁ γοητείαν ἢ φαρμακείαν ἐξαγορεύων τὸν τοῦ φονέως χρόνον ἐξομολογήσεται, οὕτως οἰκονομουμένος, ὡς ὁ ἐν ἐκείνῳ τῷ ἁμαρτήματι ἑαυτὸν ἐλέγξας.
Κανὼν ξς’:
Περὶ τυμβωρύχου.     Ὁ τυμβωρύχος ἐν δέκα ἔτεσιν ἀκοινώνητος ἔσται, ἐν δυσὶ προσκλαίων, ἐν τρισὶν ἀκροώμενος, ἐν τέσσαρσιν ὑποπίπτων, ἐνιαυτὸν συνεστώς, καὶ τότε δεχθησόμενος.
Κανὼν ξζ’:
Περὶ ἀδελφομίκτου.     Ἡ ἀδελφομιξία τὸν τοῦ φονέως χρόνον ἐξομολογήσεται.
Κανὼν ξη’:
Περὶ ἀπειρημένου διὰ συγγένειαν συνοικεσίου.     Ἡ τῆς ἀπειρημένης συγγενείας εἰς γάμον ἀνθρώπων σύστασις, εἰ φωραθείη, ὡς ἐν ἁμαρτήμασιν ἀνθρώπων γινομένη, τὰ τῶν μοιχῶν ἐπιτίμια δέξεται.
Κανὼν ξθ’:
Περὶ ἀναγνώστου τῇ μνηστῇ τῇ ἑαυτοῦ συναλλάξαντος ἤ κλεψιγαμήσαντος.     Ἀναγνώστης, εἰ τῇ ἑαυτοῦ μνηστῇ πρὸ τοῦ γάμου συναλλάξοιεν, ἐνιαυτὸν ἀργήσας, εἰς τὸ ἀναγινώσκειν δεχθήσεται, μένων ἀπρόκοπος, κλεψιγαμήσας δὲ ἄνευ μνηστείας, παυθήσεται τῆς ὑπηρεσίας. Τὸ αὐτὸ καὶ ὑπηρέτης.
Κανὼν ο’ (70):
Περὶ διακόνου, ἢ πρεσβυτέρου, ἐν χείλεσι μιανθέντων.     Διάκονος ἐν χείλεσι μιανθεὶς καὶ μέχρι τούτου ἡμαρτηκέναι ὁμολογήσας, τῆς λειτουργίας ἐπισχεθήσεται, τοῦ δὲ μετέχειν τῶν ἁγιασμάτων μετὰ τῶν διακόνων ἀξιωθήσεται· τὸ δὲ αὐτὸ καὶ πρεσβύτερος. Εἰ δέ τι πλέον τούτου φωραθείη τις ἡμαρτηκώς, ἐν οἵῳ ἂν ᾖ βαθμῷ, καθαιρήσεται.
Κανὼν οα’:
Περὶ τοῦ συνεγνωκότος τινὶ τῶν προειρημένων ἁμαρτημάτων.     Ὁ συνεγνωκὼς ἑκάστῳ τῶν προειρημένων ἁμαρτημάτων καὶ μὴ ὁμολογήσας, ἀλλ' ἐλεγχθεὶς καὶ τοσούτου χρόνου, εἰς ὅν ὀ ἐργάτης τῶν κακῶν ἐπιτετίμηται, καὶ αὐτὸς ἔσται ἐν ἐπιτιμίῳ.
Κανὼν οβ’:
Περὶ τοῦ δόντος ἑαυτὸν μάντεσι.     Ὁ μάντεσιν ἑαυτὸν ἐπιδοὺς ἤ τισι τοιούτοις, τὸν χρόνον τῶν φονέων καὶ ἐπιτιμηθήσεται.
Κανὼν ογ’:
Περὶ τοῦ ἀρνησιχρίστου.     Ὁ τὸν Χριστὸν ἀρνησάμενος καὶ παραβὰς τὸ τῆς σωτηρίας μυστήριον, ἐν παντὶ τῷ χρόνῳ τῆς ζωῆς αὐτοῦ προσκλαίων ὀφείλει καὶ ἐξομολογεῖσθαι χρεωστεῖ, ἐν τῷ καιρῷ, ᾧ ἐκβαίνει τοῦ βίου, τῶν ἁγιασμάτων ἀξιούμενος, πίστει τῆς παρὰ Θεοῦ φιλανθρωπίας.
Κανὼν οδ’:
Περὶ τῆς οἰκονομίας τοῦ πεπιστευμένου τὰς ἐξαγορείας.     Ἐὰν μέντοι ἕκαστος τῶν ἐν τοῖς προγεγραμμένοις ἁμαρτήμασι γενομένων σπουδαῖος γένηται ἐξομολογούμενος, ὁ πιστευθεὶς παρὰ τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας λύειν καὶ δεσμεῖν, εἰ φιλανθρωπότερος γένοιτο, τὸ ὑπερβάλλον τῆς ἐξομολογήσεως ὁρῶν τοῦ ἡμαρτηκότος, εἰς τό ἐλαττῶσα. τὸν χρόνον τῶν ἐπιτιμίων, οὐκ ἔσται καταγνώσεως ἄξιος, τῆς ἐν ταῖς Γραφαῖς ἱστορίας γνωριζούσης ἡμῖν, τοὺς μετὰ μείζονος πόνου ἐξομολογουμένους ταχέως τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν καταλαμβάνειν.
Κανὼν οε’:
Περὶ τοῦ ἀδελφῇ ἑτεροθαλεῖ συμμιαινομένου.     Ὁ ἀδελφῇ ἰδίᾳ ἐκ πατρὸς ἢ ἐκ μητρὸς συμμιανθεὶς εἰς οἶκον προσευχῆς μὴ ἐπιτραπέσθω παρεῖναι, ἕως ἂν ἀποστῇ τῆς παρανόμου καὶ ἀθεμίτου πράξεως. Μετὰ δὲ τὸ ἐλθεῖν εἰς συναίσθησιν τῆς φοβερᾶς ἁμαρτίας, τριετίαν προσκλαιέτω, τῇ θύρᾳ τῶν εὐκτηρίων οἴκων παρεστηκὼς καὶ δεόμενος τοῦ λαοῦ εἰσιόντος ἐπὶ τὴν προσευχήν, ὥστε ἕκαστον μετὰ συμπαθείας ὑπὲρ αὐτοῦ ἐκτενεῖς ποιεῖσθαι πρὸς Κύριον τὰς δεήσεις. Μετὰ δὲ τοῦτο, ἄλλην τριετίαν εἰς ἀκρόασιν μόνην παραδεχθήτω, καὶ ἀκούων τῶν Γραφῶν καὶ τῆς διδασκαλίας ἐκβαλλέσθω καὶ μὴ καταξιούσθω προσευχῆς. ῎Επειτα, εἴπερ μετὰ δακρύων ἐξεζήτησεν αὐτὴν καὶ προσέπεσε τῷ Κυρίῳ μετὰ συντριμμοῦ καρδίας καὶ ταπεινώσεως ἰσχυρᾶς, διδόσθω αὐτῷ ὑπόπτωσις ἐν ἄλλοις τρισὶν ἔτεσι. Καὶ οὕτως, ἐπειδὰν τοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας αξίους ἐπιδείξηται, τῷ δεκάτῳ ἔτει είς τὴν τῶν πιστῶν εὐχὴν δεχθήτω, χωρὶς προσφορᾶς, καὶ δύο ἔτη συστὰς εἰς τὴν εὐχὴν τοῖς πιστοῖς, οὕτω λοιπὸν καταξιούσθω τῆς τοῦ ἀγαθοῦ κοινωνίας.
Κανὼν ος’:
Περὶ τοῦ τῇ νύμφῃ.     Ὁ αὐτὸς τύπος καὶ περὶ τῶν τὰς νύμφας ἑαυτῶν λαμβανόντων.
Κανὼν οζ':
Περὶ τοῦ καταλιμπάνοντος τὴν ἰδίαν γυναῖκα.     Ὁ μέντοι καταλιμπάνων τὴν νομίμως αὐτῷ συναφθεῖσαν γυναῖκα καὶ ἑτέραν ἀγόμενος, κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου ἀπόφασιν, τῷ τῆς μοιχείας ὑπόκειται κρίματι. Κεκανόνισται γὰρ παρὰ τῶν Πατέρων ἡμῶν, τοὺς τοιούτους ἐνιαυτὸν προσκλαίειν, διετίαν ἐπακροᾶσθαι, τριετίαν ὑποπίπτειν, τῷ δὲ ἑβδόμῳ συνίστασθαι τοῖς πιστοῖς, καὶ οὕτω τῆς προσφορᾶς καταξιοῦσθαι, ἐὰν μετὰ δακρύων μετανοήσωσιν.
Κανὼν οη’:
Περὶ τῶν δύο ἀδελφὰς λαμβανόντων εἰς συνοικέσιον.     Ὁ αὐτὸς κρατείτω τύπος καὶ ἐπὶ τῶν δύο ἀδελφὰς λαμβανόντων εἰς συνοικέσιον, εἰ καὶ κατὰ διαφόρους χρόνους.
Κανὼν οθ’:
Περὶ τῶν μητρυιομίκτων.     Οἱ δὲ ταῖς μητρυιαῖς ἑαυτῶν ἐπιμαινόμενοι, τῷ αὐτῷ ὑπόκεινται κανόνι, ᾧ καὶ οἱ ταῖς ἑαυτῶν ἀδελφαῖς ἐπιμαινόμενοι.