Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Λειτουργική αναγέννηση του Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου

Με αφορμή πρόσφατες θεολογικές συζητήσεις, θα ήθελα να καταθέσω τον λογισμό μου, ειλικρινά, ταπεινά και πολύ απλά. Κατ’ αρχάς θεωρώ αδόκιμο τον όρο «λειτουργική αναγέννηση». Αναγέννηση, νομίζω, σημαίνει εκ νέου γέννηση, ξαναγέννημα, επειδή έχουμε φθορά, ακρωτηριασμό, αδυναμία ή και παρακμή. Παρατηρείται αποδεδειγμένα κάτι τέτοιο, και γι’ αυτό φταίει το κείμενο, η γλώσσα της θείας Λειτουργίας και η εκ τούτου μη συμμετοχή των λαϊκών στα εκκλησιαστικά δρώμενα; Με μόνο οπλισμό την ειλικρίνειά μου εξέρχομαι, για να μη χαρακτηριστώ κοσμόφοβος και μισόκοσμος, και δίχως δυνατά και ισχυρά επιχειρήματα διατυπώνω ξεκάθαρα τη σκέψη μου και λέγω, πρώτα σε μένα, πως χρειάζεται καλύτερα προσωπική αναγέννηση. Ταπεινή μαθητεία στην παράδοση, στην απλότητα, στη σωφροσύνη, με άχρωμα γυαλιά. Δεν θεωρώ ότι αυτό είναι το κύριο πραγματικό ποιμαντικό πρόβλημα. Είναι δημιουργημένο, κατασκευασμένο πρόβλημα. Μάλιστα προέρχεται από εκεί που δεν θα το περίμενες. Δεν θεωρώ, επαναλαμβάνω, ότι είναι πραγματικής ποιμαντικής αναγκαιότητας.
Για να μη μιλάμε γενικά και αόριστα, θα κάνω εξαίρεση και θα μιλήσω για τον εαυτό μου, δηλαδή θα τον εκθέσω, κι έτσι άνετα όσοι θελήσουν, ειδικευμένοι διαφόρων επιστημών, θα μπορέσουν να με χαρακτηρίσουν κτυπώντας με. Σαράντα χρόνια ως εκκλησιαζόμενος δεν αισθάνθηκα εξουσιασμένος, αμυνόμενος, απομονωμένος, εξουθενημένος από τη γλώσσα της θείας Λειτουργίας. Οι αμαρτίες μου μόνο μ’ έκαναν κουρασμένο και απρόσεκτο. Δεν ένοιωσα μέσα στην εκκλησία αποκομμένος από τον κόσμο, σε μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση, παρακολουθώντας μια συνθηματική γλώσσα ολίγων. Δεν μπορώ ασφαλώς να πω ότι από παιδί είχα πλήρη κατανόηση όλων των λεγομένων. Μήπως μπορώ να το πω τώρα; Μήπως θα μπορέσω να το πω άραγε ποτέ; Μήπως δεν πρέπει μάλιστα όλα να τα καταλάβουμε με το μικρό μυαλό μας, αμέσως και τώρα; Μου έλεγε προ καιρού ένας Γέροντας: «Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος, και προχθές ένοιωσα στην αγρυπνία το ‘‘Κύριε ελέησον’’». Αν το λέγαμε «Κύριε ελέησε εμένα», θα το κατανοούσαμε πιο γρήγορα; Τι σημαίνει κατανόηση; Έχει σχέση με το βίωμα; Πρέπει να κάνουμε τους πιστούς έξυπνους, να τα καταλαβαίνουν όλα γρήγορα; Γιατί να τα καταλάβουμε όλα αμέσως; Ποιος το επιλέγει και το επιτάσσει; Η λογική; Δεν νομίζω. Μήπως πρέπει να υπομείνουμε ή να επιμείνουμε, να μελετήσουμε βαθύτερα να προσευχηθούμε θερμά, να ελπίζουμε περισσότερο, να εμπιστευθούμε τον Θεό, να καθαρθούμε για να φωτισθούμε;
Αν πούμε «ειρήνη σε όλους» και όχι «ειρήνη πάσι», λύσαμε τα προβλήματα της Εκκλησίας; Η «χάρις» δεν το καταλαβαίνουμε, η «χάρη» το καταλαβαίνουμε; Η «κοινωνία του Αγίου πνεύματος» πώς θα ειπωθεί; Τι σημαίνει, αλήθεια, «ειρήνη», «χάρις», «κοινωνία»; Είναι, αδελφοί μου, «ιδεαλιστικό τείχος» η θεία Λειτουργία; Δεν μιλώ καθόλου για μαγική γλώσσα εδώ. Η μετάφραση ή η μεταγλώττιση ή όπως αλλιώς την πούμε πιστεύετε ότι θα λύσει το μεγάλο πρόβλημα του μη εκκλησιασμού των πολλών ανθρώπων; Μήπως δημιουργήσει και τότε άλλα ισχυρότερα τείχη; Μήπως έχουμε τότε άλλες διαιρέσεις φοβερές στην Εκκλησία με τη νέα ή την παλαιά γλώσσα, όπως με το νέο ή το παλαιό ημερολόγιο, παλαιορθόδοξους και νεορθόδοξους; Αυτοί που εκκλησιάζονται συχνά, συνήθως δεν παραπονούνται. Αυτοί που δεν εκκλησιάζονται, ψάχνουν και βρίσκουν προφάσεις για τον δεσπότη, τον παπά, τον ψάλτη, τη γλώσσα και λοιπά. Υπερβάλλω ως καλόγερος;
Δεν μιλάμε για μαγική ή ιερή γλώσσα, αλλά για αγιασμένη, ωραία, αληθινή γλώσσα. Δεν παίζουμε με τις λέξεις, αλλά η δύναμη των λέξεων μας απέδωσε καταπληκτικά νοήματα, που ποιος μπορεί να τα αντικαταστήσει δίχως θεοπνευστία και θεοχαρίτωτη δύναμη; Δεν συμφωνώ διόλου ότι πρόκειται για ιδιωτική θρησκευτική γλώσσα, αλλά για χαριτωμένη, ευλογημένη, από πλούσια αγιοπνευματική δρόσο, που ευφραίνει και αναπαύει ταπεινές ψυχές. Είπα πως δεν έχω ισχυρά επιχειρήματα επιστημόνων και το βλέπετε. Αφήστε με να μιλώ με την καρδιά μου. Μήπως χρειάζεται να μιλήσουμε για εσωτερική νηνεμία, νηφαλιότητα και καθαρότητα, ώστε ν’ ανοιχθούν φωτεινά παράθυρα που θα συνδράμουν στην των ευαγγελικών ρημάτων κατανόηση, στη βίωση του «Κύριε ελέησον» μετά από πενήντα χρόνια;
Μήπως, αγαπητοί μου, περνά το πνεύμα του κόσμου και στην πνευματική ζωή; Και τα θέλουμε όλα γρήγορα, άμοχθα, εύκολα, πρόχειρα; Αν γίνει σήμερα ένα από τα πολλά επιτυχή γκάλοπ για κατάργηση των νηστειών, ελευθερία των προγαμιαίων σχέσεων, κατάργηση του Όρθρου, τέλεση της θείας Λειτουργίας σε μισή ώρα, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, και ο κόσμος ψηφίσει κατά τη μέγιστη πλειοψηφία «ναι», η Εκκλησία θα πρέπει να υποταχθεί στα αιτήματά της αλλαγής των καιρών; Οι νέοι σήμερα δεν εκκλησιάζονται, γιατί δεν κατανοούν τη γλώσσα της θείας Λειτουργίας, γιατί δεν ακούν εκφώνως τις ευχές του ιερέως, γιατί είναι ψηλά τα τέμπλα, γιατί καθυστερούν το χερουβικό οι ψάλτες; Θεωρείτε ότι είναι σοβαρά τα επιχειρήματα αυτά; Μα έγιναν όλες αυτές και πολλές άλλες αλλαγές στη Δυτική «Εκκλησία» και απέτυχαν παταγωδώς.
Μήπως θα ήταν καλύτερο να ερμηνεύσουμε προσεκτικά τη θεία Λειτουργία, με την έκδοση σχετικών καλών βιβλίων –μερικά ήδη υπάρχουν, με την επανέκδοση λοιπόν–, με καλά προετοιμασμένα κηρύγματα, που η σημασία τους, νομίζουμε, δεν είναι τόσο μεγάλη σε ποιο σημείο λέγονται, αλλά τι λέγουν, με εσπερινά κηρύγματα, με άρθρα; Μήπως θα την βιώναμε καλύτερα με συχνότερο εκκλησιασμό, με μεγαλύτερη προθυμία, αγάπη και πόθο, όπως λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, με τους λειτουργούς μας απλούστερους, λιτότερους, σεμνότερους, δίχως στόμφο, βερμπαλισμό και επίδειξη, με μεγαλύτερη ταπείνωση, ευλάβεια και προσοχή, δίχως τους εκτυφλωτικούς φωτισμούς, τα πολλά μικρόφωνα, τους λαρυγγισμούς και τις άρες των κηρυγμάτων;
Αν μπορούμε να μιλάμε για αναγέννηση, θα ήταν καλύτερα μια υγιής επιστροφή στην ευλάβεια του ταπεινού κλήρου και στην περισσή ευλάβεια του ταπεινού λαού, στην απλότητα κλήρου και λαού. Ήταν ένας Αγιορείτης παπάς στην έρημο που λειτουργούσε επί εξήντα έτη συνεχώς και πάντα ήταν μούσκεμα από δάκρυα το φελόνι του. Ήταν ένας Ρώσος παπάς που καθυστερούσε ώρες να πει το εξαιρέτως και δεν ήξερε τι να κάνει ο υποτακτικός του… Ήταν ένας χωρικός στην Ήπειρο που αισθανόταν, μούλεγε, πιο άνετα στην εκκλησία από το σπίτι του. Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, το βασικώς ελλείπον είναι η αγιότητα. Από Αγίους έχουμε έλλειψη. Όχι ότι δεν υπάρχουν, αλλά δεν φθάνουν.
Μήπως στα νεανικά κέντρα των ενοριών θα ήταν καλό να διδαχθούν τα παιδιά μας αρχαία ελληνικά, με τη δημιουργία νέων κρυφών σχολείων, αφού στη τουρκοκρατία επί τέσσερις εκατονταετίες δεν έγινε λόγος για μετάφραση της θείας Λειτουργίας και στη σημερινή Ελλάδα γίνεται; Οι φωτισμένοι εκείνοι Αγιορείτες Κολλυβάδες, αντιδρώντας στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, εξέδωσαν στην καθομιλούμενη συναξάρια, έγραψαν ερμηνευτικά σχόλια στους κανόνες της υμνολογίας μας, μίλησαν για συχνή θεία Μετάληψη με σχετική προετοιμασία, αλλά δεν πείραξαν τη θεία Λειτουργία. Δεν θα μπορούσαν;
Στα ταπεινά ερημοκλήσια της Σκιάθου του Παπαδιαμάντη, στα εξωκλήσια τα μικρασιατικά του Κόντογλου, στους ναΐσκους των Αθηνών του αγίου παπα-Πλανά, στις χίλιες άγιες τράπεζες του ιερού Άθωνα επί τόσους αιώνες, στους καθεδρικούς και ενοριακούς και μοναστηριακούς ναούς όλης της Ορθοδοξίας, λευκανθέντες κληρικοί, μαυρομαντηλούσες γριούλες, νέοι και νέες, φωτιζόμενοι από το καντήλι και τη λαμπάδα, δεν είχαν την αίσθηση της εσχατολογικής διατάσεως της θείας Λειτουργίας, και σήμερα κατηγορούμε την κατάνυξη ως «συναισθηματική ανωριμότητα» και θεωρούμε τις διαγνώσεις μας ακριβείς και την αίσθησή μας πραγματική… Μέχρι χθες η εκφώνηση των ευχών της θείας Λειτουργίας λέγαμε πως ήταν ευσεβιστική επικράτηση οργανωσιακών ιερωμένων, σήμερα λέμε ακριβώς το αντίθετο. Ο καλός ιατρός δεν δίνει ασπιρίνη στον ασθενή με πυρετό, αλλά ψάχνει να βρει την αιτία και την αφορμή του εμπύρετου νοσήματος…
Επαναλαμβάνω αυτό που είπα στην αρχή, με πολλή αγάπη. Εμείς οι ίδιοι θέλουμε αναγέννηση. Το Άγιο Πνεύμα είναι ο «νοικοκύρης» της Εκκλησίας και τη φωτίζει κι εμπνέει σε όλους τους αιώνες. Η ενέργειά Του δεν σταμάτησε στους τέσσερις πρώτους αιώνες, ώστε να επιστρέψουμε στο τυπικό της πρώτης Εκκλησίας. Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τους Αγίους όλων των αιώνων, από τον πρώτο ως τον εικοστό πρώτο. Με σύνεση και καθαρότητα ας Το υποδεχόμαστε σεμνά, ταπεινά, διακριτικά, δίχως να σκανδαλίζουμε τους αδελφούς μας.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Κάθε κρυφός και άγνωστος εχθρός είναι πιο επικίνδυνος από τον φανερό και ορατό εχθρό. (Αγ. Λουκά, Αρχ. Κριμαίας)





Η ζωή όλων των μακαρίων εκείνων ανθρώπων, οι οποίοι με όλη την καρδιά τους αγάπησαν τον Κύριον Ιησού Χριστό και σταθερά ακολουθούν την τε­θλιμμένη οδό, διά της στενής πύλης, όπως τους έδειξε Εκείνος, είναι γεμάτη αγώνα, πολύ δύσκολο αγώνα. Τί αγώνα; Όχι με την σάρκα και το αίμα, όχι με τους ανθρώπους, αλλά με τα πνεύματα τα πονηρά στους ουρανούς. Η πάλη αυτή είναι πάρα πολύ δύσκολη και μακάριοι οι άνθρωποι εκείνοι, που είναι σταθεροί στον αγώνα τους.
Και πώς να μην θρηνήσουμε εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι τίποτα απολύτως δεν θέλουν να γνωρίζουν για τον αγώνα αυτό, και είναι έτοιμοι να μας περιγελάσουν γι’ αυτή την πίστη μας στα ακάθαρτα πνεύματα, πώς να μην τους θρηνήσουμε; Ασφαλώς και τους δαίμονες και τον ίδιο τον διάβολο τους συμφέρει πάρα πολύ, οι άνθρωποι να μην πιστεύουν στην ύπαρξή τους, να μην τους σκέφτονται, να μην νιώθουν ποτέ την εγγύτητά τους, επειδή κάθε κρυφός και άγνωστος εχθρός είναι πιο επικίνδυνος από τον φανερό και ορατό εχθρό.
Ακούστε τι λέει ο απόστολος Παύλος για τα πονηρά πνεύματα στους ουρανούς και για τον αγώνα εναντίον τους: «Γιατί δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους αλλά με αρχές και εξουσίες, δηλαδή με τους κυρίαρχους του σκοτεινού τούτου κόσμου, τα πονηρά πνεύματα που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και στον ουρανό» (Εφ. 6, 12). Ω, πόσο μεγάλη είναι αυτή η καταραμένη στρατιά των δαιμόνων, αμέτρητο αυτό το μαύρο πλήθος! Σταθερά και ακούραστα μέρα-νύχτα προσπαθούν όλους μας, που πιστεύουμε στο όνομα του Θεού, να μας παρασύρουν στην οδό της απιστίας, στην οδό του κακού και της ατιμίας.
Σ’ ένα μόνο δαιμονισμένο στα Γάδαρα υπήρχε ολόκληρη λεγεώνα δαιμόνων. Όλη αυτή η στρατιά των δαιμόνων είναι εχθροί του Χριστού, εχθροί του Θεού. Οι αμέτρητοι αυτοί εχθροί του Θεού μόνο ένα σκοπό έχουν. Φροντίζουν μέρα-νύχτα να μας καταστρέψουν και να μας σπρώξουν στο δρόμο του κακού, στο δρόμο της ατιμίας. Όπως υπάρχουν εννέα τάγματα αγίων αγγέλων, τα ανώτερα τάγματα: τα σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι αρχές, οι εξουσίες, οι θρόνοι, οι κυριότητες, και κατώτερα: οι αρχάγγελοι και οι άγγελοι, το ίδιο και στην στρατιά των πονηρών πνευμάτων υπάρχουν ανώτερα και κατώτερα τάγματα, υπάρχουν αρχές και εξουσίες. Τα ανώτερα δαιμονικά τάγματα πολεμάνε τους πιο σταθερούς, τους πιο πιστούς υπηρέτες του Χριστού, τους αγίους και τους δικαίους. Πολύ δύσκολος για τους δαίμονες είναι ο αγώνας αυτός, διότι με το όνομα του Χριστού αποκρούουν οι άγιοι όλες τις επιθέσεις τους. Υπάρχουν και οι δαίμονες που έχουν λιγότερη δύναμη, οι οποίοι αδιάλειπτα πολεμούν εμάς τους αδύναμους χριστιανούς.
Η πάλη εναντίον τους είναι πολύ δύσκολη, επειδή η διάνοια αυτών των αγγέλων του κακού, των υπηρετών του σατανά είναι ασύγκριτα ανώτερη από τη δική μας. Αυτοί δεν κοιμούνται, δεν τρώνε και όλο το χρόνο τους τον αφιερώνουν στο πως να αφανίσουν και να αποπλανήσουν τους ανθρώπους του Θεού. Υπάρχουν και κατώτεροι δαίμονες. Το έργο που κάνουν αυτοί δεν είναι και τόσο δύσκολο, επειδή αυτοί ασχολούνται στο να ωθούν ακόμα πιο πολύ στο σκότος εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι αγάπησαν το σκότος πιο πολύ από το φως και το ψεύδος παρά την αλήθεια.
Τί μπορούμε να κάνουμε εμείς, όταν από παντού μας περικυκλώνει αυτή η στρατιά των δαιμόνων, πώς μπορούμε να τους πολεμήσουμε; Από πού να αντλήσουμε την δύναμη για την πάλη αυτή; Την απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση την δίνει ο απόστολος Παύλος· ακούστε τον: « Τέλος, πάρτε δύναμη από τον ισχυρό Κύριο.Ντυθείτε με την πανοπλία που δίνει ο Θεός, για να μπορέσετε ν΄ αντιμετωπίσετε τα τεχνάσματα του διαβόλου…Γι’ αυτό φορέστε την πανοπλία του Θεού, ώστε να μπορέσετε να προβάλετε αντίσταση, όταν έρθει η ώρα της σατανικής επίθεσης. Λάβετε κάθε απαραίτητο μέτρο για να μείνετε ως το τέλος σταθεροί στη θέση σας» (Εφ. 6, 10-11, 13). Ούτε με τις δικές μας δυνάμεις, ούτε με το δικό μας νου και το ζήλο μας μπορούμε να πολεμήσουμε και να νικήσουμε αυτή την καταραμένη σκοτεινή στρατιά, αλλά μόνο με τη δύναμη του Θεού, με τη βοήθειά Του. Μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Για να το κατανοήσουμε καλά αυτό το πράγμα ο άγιος απόστολος Παύλος παρομοιάζει την πάλη μας με την στρατιά των πονηρών ασωμάτων δυνάμεων με τον αγώνα των αρχαίων πολεμιστών.
Ο απόστολος λέει, ότι πρέπει να ζωνόμαστε, όπως το έκαναν παλαιά οι πολεμιστές, όταν ετοιμάζονταν για τη μάχη με τον εχθρό. Το ίδιο έκαναν και εκείνοι που ετοιμάζονταν για ένα μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι. Φορούσαν και αυτοί μία δερμάτινη ζώνη στη μέση τους. Για μας όμως δεν χρειάζεται να φοράμε δερμάτινη ζώνη, αλλά αντί αυτής εμείς πρέπει να ζωστούμε την αλήθεια σαν ζώνη στη μέση μας, την αλήθεια του Θεού. Μόνο με την αλήθεια μπορούμε να νικήσουμε την πονηρία των δαιμόνων, διότι το μοναδικό όπλο που χρησιμοποιούν οι δαίμονες στις επιθέσεις τους εναντίον μας είναι το ψέμα, το οποίο αποτελεί και την πνευματική τους υπόσταση.
Μόνο τότε, όταν στη μέση μας θα έχουμε τη ζώνη της θείας αλήθειας, της αλήθειας του Χριστού, μόνο τότε, όταν θα θυμόμαστε ότι δεν πρέπει να ξεκουραζόμαστε και δεν πρέπει να σταματάμε στην πορεία μας, μόνο τότε θα νικήσουμε τους εχθρούς του Θεού και τους δικούς μας. Και συμπληρώνει ο απόστολος Παύλος, ότι αυτό πρέπει ιδιαίτερα να το θυμόμαστε «εν τη ημέρα τη πονηρά» (Εφ. 6, 13), όταν το κακό μέρα με τη μέρα θα μεγαλώνει γύρω μας. Παρακάτω ο απόστολος λέει ότι πρέπει να φορέσουμε τον θώρακα, όπως παλαιά οι πολεμιστές φορούσαν θώρακα χάλκινο ή σιδερένιο για να μην πληγώνονται.
Μήπως χρειαζόμαστε και εμείς έναν τέτοιο σιδερένιο θώρακα; Ασφαλώς όχι, εμείς πρέπει να φορέσουμε έναν άλλο θώρακα. Ένας θώρακας χάλκινος ή σιδερένιος δεν τρομάζει τα πονηρά πνεύματα. Έναν άλλο θώρακα χρειαζόμαστε, τον θώρακα της δικαιοσύνης. Το σώμα μας πρέπει να ντυθεί με τη θεία αλήθεια και όχι με το σιδερένιο θώρακα. Την αλήθεια αυτή μπορούμε να την αποκτήσουμε μόνο με την ακούραστη τήρηση των εντολών του Χριστού και την αδιάκοπη προσευχή. Αν μ’ αυτό τον τρόπο θα εργαζόμαστε σταθερά για τον Θεό, μόνο σ’ αυτή την περίπτωση θα λάβουμε τον θώρακα της δικαιοσύνης.
Οι πολεμιστές των παλαιοτέρων εποχών για να προστατέψουν τα πόδια τους φορούσαν περικνημίδες. Χρειαζόμαστε και εμείς τέτοιες περικνημίδες χάλκινες ή σιδερένιες για να προστατέψουμε τα πόδια μας από τις ραδιουργίες του πολεμίου; Όχι, καθόλου δεν τις χρειαζόμαστε αν τα πόδια μας πάντοτε θα κατευθύνονται στην οδό της ειρήνης, αν θα τα χρησιμοποιούμε για να ευαγγελιζόμαστε παντού την ειρήνη, όπως και ο απόστολος Παύλος λέει: «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά!» (Ρωμ. 10,15).
Ω, αν τόσο ωραία θα είναι τα πόδια μας! Όταν θα σπεύδουμε να βοηθήσουμε αυτούς που χρειάζονται την βοήθειά μας, τους δυστυχισμένους, τους ασθενείς, τους αναπήρους και τους αδυνάτους, αν θα πορευόμαστε εν βουλή δικαίων και θα απομακρυνόμαστε από την βουλή των ασεβών, τότε δεν θα μας χρειάζονται καθόλου οι περικνημίδες, διότι τα πόδια μας θα προστατεύονται από τη δύναμη του Θεού και κανένα κακό δεν θα μπορέσει να τα πλησιάσει.
Παρακάτω ο απόστολος λέει ότι το κυρίως αμυντικό όπλο των πολεμιστών των παλαιοτέρων εποχών ήταν η ασπίδα, η μεγάλη και βαριά χάλκινη ασπίδα. Εμείς όμως χρειαζόμαστε μια τέτοια ασπίδα; Μπορεί αυτή να μας προστατέψει από τα φλογισμένα με τη φλόγα της κολάσεως βέλη των εχθρών μας και εχθρών του Θεού; Ασφαλώς όχι! Η χάλκινη ασπίδα καθόλου δεν θα μας βοηθήσει στον αγώνα μας. Εμείς έχουμε μία άλλη ασπίδα, την ασπίδα της πίστεως μας, της πίστεως στον Κύριον Ιησού Χριστό, διότι αν με όλη την καρδιά μας πιστέψουμε σ’ Αυτόν και ακλόνητα εκτελούμε τις εντολές Του, τότε η πίστη μας σ’ Αυτόν θα μας προστατέψει χίλιες φορές καλύτερα από την οποιαδήποτε ασπίδα.
Και λέει παρακάτω ο απόστολος ότι πρέπει το κεφάλι μας να το προστατεύουμε με την περικεφαλαία, όπως το έκαναν παλαιά οι πολεμιστές, που σκέπαζαν το κεφάλι τους με σιδερένια περικεφαλαία. Εμείς όμως τί περικεφαλαία χρειαζόμαστε; Ασφαλώς όχι χάλκινη ή σιδερένια αλλά κάποια άλλη, εντελώς άλλη περικεφαλαία. Με ποιά περικεφαλαία θα προστατεύσουμε το κεφάλι μας; Με την περικεφαλαία της βαθειάς πίστεως στον Κύριο μας Ιησού Χριστό και της βαθειάς αγάπης προς Αυτόν. Ο Ίδιος με το πανάγιο στόμα Του, είπε: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ» (Ιω. 6, 56). Ω, Κύριε, ποιά άλλη προστασία χρειαζόμαστε, αν Εσύ μένεις μαζί μας (στο νου και την καρδιά μας), αν Εσύ φωτίζεις την διάνοιά μας με το φως της διαρκούς παρουσίας Σου στο νου και την καρδιά μας; Μας φτάνει αυτό και είναι ό,τι μας χρειάζεται!
Αν θα φορέσουμε μία τέτοια πανοπλία θα μείνει μόνο να πάρουμε στα χέρια μας ένα δίκοπο σπαθί, όπως το έκαναν και οι πολεμιστές των παλαιότερων εποχών. Ακουστέ τώρα τι λέει για το δίκοπο αυτό σπαθί ο μέγας απόστολος: «Ο λόγος του Θεού είναι ζωντανός και δραστικός, πιο κοφτερός κι από κάθε δίκοπο σπαθί· εισχωρεί βαθιά, ως εκεί που χωρίζει την ψυχή απ’ το πνεύμα, το κόκκαλο απ’ το μεδούλι, και κρίνει τους διαλογισμούς και τις προθέσεις της καρδιάς.» (Έβρ. 4, 12).
Να τι σπαθί χρειαζόμαστε. Το σπαθί του λόγου του Θεού, το οποίο φοβούνται όλοι οι δαίμονες αλλά και ο ίδιος ο διάβολος· διότι με το λόγο του Θεού φυγαδεύονται και νικούνται. Αν πάρουμε στα χέρια μας το φοβερό αυτό όπλο, το όπλο του λόγου του Θεού, τότε δεν έχουμε να φοβηθούμε κανέναν εχθρό. Διότι όλοι τους έχουν ήδη νικηθεί από παλαιά από το σταυρό του Χριστού. Συντρίφτηκε η κεφαλή του αρχαίου όφεως, του διαβόλου, κάτω από το υποπόδιο του παντοδύναμου σταυρού του Χριστού,
Να θυμάστε πάντα ότι με τις δικές μας δυνάμεις δεν μπορούμε να πολεμήσουμε τα πονηρά πνεύματα. Να θυμάστε ότι όλη την ελπίδα μας πρέπει να την στηρίζουμε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί με το συνάναρχο αυτού Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας, «Λόγοι και ομιλίες», τ. Α΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 165-171)


Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου Ἱ­ε­ροθέου Ποι­μα­ντορι­κή Ἐ­γκύ­κλιος Πρωτοχρονιᾶς 2019 Ἱ­ε­ρό­θε­ος ἐ­λέ­ῳ Θε­οῦ Ἐ­πί­σκο­πος καί Μη­τρο­πο­λί­της



τῆς Θε­ο­σώ­στου Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου

Πρός τούς Κλη­ρι­κούς καί λα­ϊ­κούς

τῆς καθ᾿ ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἀρχή τοῦ νέου πολιτικοῦ ἔτους εἶναι ἡ σημερινή ἡμέρα καί πανηγυρίζουμε μέ θεία Λειτουργία, Δοξολογία καί χαρά. Σέ ὅλο τόν κόσμο διοργανώνονται ἐκδηλώσεις μέ φαντασμαγο­ρικές πράξεις, γιά νά ὑποδεχθοῦν τό νέον ἔτος. Ὅμως, ὅ,τι καί νά κάνουμε, κανείς δέν εἶδε ποτέ κάποιον χρόνο νά ἔρχεται ἀπό τήν ἀνατολή καί κάποιον παλαιό χρόνο νά φεύγη στήν δύση. Ὅταν δέ οἱ ἄνθρωποι συμμετέχουν σέ τέτοιες χαρούμενες ἐκδηλώσεις, ἔπειτα ἐπι­στρέφουν στό σπίτι τους μέ μιά πίκρα καί συναντοῦν τόν πόνο, τήν θλίψη, τήν ἀπόγνωση, τήν τραγι­κότητα.

Τί εἶναι, λοιπόν, αὐτός ὁ νέος χρόνος; Τί σημαίνει ὅτι σήμερα ἔχουμε τήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους; Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς Πρω­το­χρονιᾶς;

Ὅταν πρίν χρόνια, καί συγκεκριμένα τό ἔτος 2000, εἰσερχόμασταν, σάν σήμερα, στήν τρίτη χιλιετία, αἰσθανό­μασταν ὄχι ἁπλῶς ὅτι πέρασε ἕνας χρόνος, ἀλλά ὅτι πέρασαν δύο χιλιετίες ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καί πανηγυρίζαμε ὄχι ἐπειδή ἄρχιζε ἕνας νέος χρόνος, ἀλλά ἐπειδή ἄρχιζε ἡ τρίτη χιλιετία. Θυμᾶμαι τότε, δηλαδή τήν Πρωτοχρονιά τοῦ 2000, μετά τήν θεία Λειτουργία καί τήν Δοξολογία τοῦ Νέου ἔτους, στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πήγαμε στό Δημαρχεῖο, γιά νά παραστοῦμε στήν πρώτη ἑορταστική Συνεδρίαση τοῦ Δημοτικοῦ Συμ­βουλίου γιά τήν ἀρχή τῆς νέας χιλιετίας, ὥστε νά εἶναι χαρούμενη καί δημιουργική ὅλη αὐτή ἡ περίοδος, χωρίς, ὅμως, νά γνωρίζουμε ἐάν θά ἤμασταν ζωντανοί τήν ἑπομένη ἡμέρα.

Ἀπό τότε, δηλαδή τήν Πρωτοχρονιά τοῦ 2000, πέρασαν 19 χρόνια χωρίς νά τό κατα­λάβουμε, ἀφοῦ ὁ χρόνος τρέχει σάν ὁρμητικό ποτάμι καί φεύγει τόσο χρήγορα, ὅπως κτυποῦν τά δευτερόλεπτα τοῦ ρολογιοῦ μας. Καί στό διάστημα αὐτό ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτόν ἀγαπητοί μας ἄνθρωποι, ἄλλαξαν πολλές καταστάσεις στήν ζωή μας, ἀλλά καί γεννή­θηκαν νέοι ἄνθρωποι. Ὅλα τά παιδιά πού εἶναι σήμερα μαθητές μέχρι τήν τελευταία τάξη τοῦ Λυκείου καί εἰσῆλθαν στό πρῶτο ἔτος τοῦ Πανεπιστημίου γεννήθηκαν σέ αὐτό τό διά­στημα τῶν δεκαεννέα ἐτῶν, ἀπό τό 2000 μέχρι σήμερα. Ἔτσι, ὁ θάνατος συμπλέκεται μέ τήν ζωή.

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ χρόνος εἶναι ταχύτατος, ἔρχεται καί φεύγει γρήγορα, δέν μποροῦμε νά τόν πιάσουμε, δέν ἔχουμε τήν δυνατότητα νά τόν σταματήσουμε, τρέχει συνεχῶς καί παρασύρει καί μᾶς σέ αὐτήν τήν γρήγορη πορεία του. Ἔχουν χαρακτηρίσει τόν χρόνο ὡς «πανδαμάτορα», ἐπειδή δαμάζει τά πάντα, καί κανείς δέν μπορεῖ νά τόν δαμάση, παρά μόνον ὁ Θεός, πού εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ χρόνου καί βρίσκεται ἔξω ἀπό τόν χρόνο. Ἐμεῖς εἴμαστε μέσα στόν χρόνο καί ἐκεῖνος μᾶς δα­μάζει, μᾶς ἐξουσιάζει, μέ ὅλες τίς συνταρακτικές συνέπειες.

Ἤδη, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλή­ψεώς μας τά κύτταρα τοῦ σώματος ἔχουν τήν δική τους κίνηση, ὅπως κίνηση ἔχουν καί τά ὄργανα τοῦ σώματός μας. Αὐτό μποροῦμε νά τό κατα­λάβουμε κυρίως ἀπό τήν κίνηση τῆς καρδιᾶς μας. Εἴμαστε κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ χρόνου, καί ὅταν ὁ χρόνος τῆς καρδιᾶς σταματήση, μέ τήν βούληση τοῦ Θεοῦ, τότε σταματᾶ καί ἡ βιολογική ζωή, χωρίς, βέβαια, νά ἀφα­νίζεται ἡ ψυχή καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ὡς ὕπαρξη.

Ἔτσι, βιώνουμε τόν χρόνο στήν ζωή μας ὡς ἕνα χαρούμενο γεγονός, ἀφοῦ ζοῦμε βιολογικά, ἀλλά καί ὡς ἕνα τραγικό γεγονός, ἀφοῦ κάποτε θά σταματήση ὁ κτύπος τῆς καρδιᾶς μας. Καί στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχει τό φαινόμενο τῆς χαρμο­λύπης.

Αὐτό τό καταλαβαίνουμε πολύ καλά ἀπό διάφορες ἐκφράσεις πού χρησιμοποιοῦμε. Ὅταν εὐχόμαστε «χρόνια πολλά» στό βάθος αἰσθα­νόμαστε ὅτι κάποτε θά σταματήση νά μετράη ὁ χρόνος. Ὅταν λέμε τήν εὐχή «καί τοῦ χρόνου» αἰσθανόμαστε ὅτι μπορεῖ νά μή φθάσουμε στήν ἑπόμενη Πρωτοχρονιά. Ὅταν συμμετέχουμε στά ἑορταστικά τραπέζια καί χαιρόμαστε, ὑποβόσκει ἡ λύπη ὅτι παραμονεύει ὁ θάνατος ἤ ὅτι λείπει ἕνας ἀγαπητός μας ἄνθρωπος πού δέν ζῆ.

Ὅμως, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πιστεύουμε στόν Θεό πού εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ χρόνου, ἀλλά καί μᾶς βοηθᾶ νά ὑπερβαίνουμε τόν χρόνο καί νά περνᾶμε στό αἰώνιο. Γιά ὅσους ζοῦν ἐν Χριστῷ ὁ χρόνος δέν εἶναι βασανιστικός, δέν εἶναι τροχοπέδη, δέν εἶναι τύραννος, ἀλλά εἶναι χρόνος προετοιμασίας γιά τό πέρασμα στήν αἰώνια ζωή μέ τόν Χριστό. Οἱ μάρτυρες καί οἱ ἅγιοι μᾶς ἔδειξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ζῆ μέ τόν Χριστό, δέν φοβᾶται τόν θάνατο καί τήν δυναστεία τοῦ χρόνου, ἀλλά θεωρεῖ τόν χρόνο ὡς τό ἀκρωτήριο τῆς καλῆς ἐλπίδος, ὡς ἕνα πέρασμα στήν ἐν Χριστῷ αἰωνιότητα. Μέ τόν Χριστό τίποτε δέν εἶναι βασανιστικό ἤ προβληματικό. Ἀντίθετα, ἐκτός Χριστοῦ ὅλα, ἀκόμη καί οἱ πανηγυρισμοί τῆς Πρωτοχρονιᾶς, βρίσκονται στήν σκοτεινή φυλακή τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους, εὔχομαι σέ ὅλους σας χρόνια πολλά μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τοῦ χρόνου καί ὁ νικητής τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.

Μέ ἑόρτιες εὐχές

Ο Μητροπολιτης

+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ