Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Λειτουργική αναγέννηση του Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου

Με αφορμή πρόσφατες θεολογικές συζητήσεις, θα ήθελα να καταθέσω τον λογισμό μου, ειλικρινά, ταπεινά και πολύ απλά. Κατ’ αρχάς θεωρώ αδόκιμο τον όρο «λειτουργική αναγέννηση». Αναγέννηση, νομίζω, σημαίνει εκ νέου γέννηση, ξαναγέννημα, επειδή έχουμε φθορά, ακρωτηριασμό, αδυναμία ή και παρακμή. Παρατηρείται αποδεδειγμένα κάτι τέτοιο, και γι’ αυτό φταίει το κείμενο, η γλώσσα της θείας Λειτουργίας και η εκ τούτου μη συμμετοχή των λαϊκών στα εκκλησιαστικά δρώμενα; Με μόνο οπλισμό την ειλικρίνειά μου εξέρχομαι, για να μη χαρακτηριστώ κοσμόφοβος και μισόκοσμος, και δίχως δυνατά και ισχυρά επιχειρήματα διατυπώνω ξεκάθαρα τη σκέψη μου και λέγω, πρώτα σε μένα, πως χρειάζεται καλύτερα προσωπική αναγέννηση. Ταπεινή μαθητεία στην παράδοση, στην απλότητα, στη σωφροσύνη, με άχρωμα γυαλιά. Δεν θεωρώ ότι αυτό είναι το κύριο πραγματικό ποιμαντικό πρόβλημα. Είναι δημιουργημένο, κατασκευασμένο πρόβλημα. Μάλιστα προέρχεται από εκεί που δεν θα το περίμενες. Δεν θεωρώ, επαναλαμβάνω, ότι είναι πραγματικής ποιμαντικής αναγκαιότητας.
Για να μη μιλάμε γενικά και αόριστα, θα κάνω εξαίρεση και θα μιλήσω για τον εαυτό μου, δηλαδή θα τον εκθέσω, κι έτσι άνετα όσοι θελήσουν, ειδικευμένοι διαφόρων επιστημών, θα μπορέσουν να με χαρακτηρίσουν κτυπώντας με. Σαράντα χρόνια ως εκκλησιαζόμενος δεν αισθάνθηκα εξουσιασμένος, αμυνόμενος, απομονωμένος, εξουθενημένος από τη γλώσσα της θείας Λειτουργίας. Οι αμαρτίες μου μόνο μ’ έκαναν κουρασμένο και απρόσεκτο. Δεν ένοιωσα μέσα στην εκκλησία αποκομμένος από τον κόσμο, σε μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση, παρακολουθώντας μια συνθηματική γλώσσα ολίγων. Δεν μπορώ ασφαλώς να πω ότι από παιδί είχα πλήρη κατανόηση όλων των λεγομένων. Μήπως μπορώ να το πω τώρα; Μήπως θα μπορέσω να το πω άραγε ποτέ; Μήπως δεν πρέπει μάλιστα όλα να τα καταλάβουμε με το μικρό μυαλό μας, αμέσως και τώρα; Μου έλεγε προ καιρού ένας Γέροντας: «Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος, και προχθές ένοιωσα στην αγρυπνία το ‘‘Κύριε ελέησον’’». Αν το λέγαμε «Κύριε ελέησε εμένα», θα το κατανοούσαμε πιο γρήγορα; Τι σημαίνει κατανόηση; Έχει σχέση με το βίωμα; Πρέπει να κάνουμε τους πιστούς έξυπνους, να τα καταλαβαίνουν όλα γρήγορα; Γιατί να τα καταλάβουμε όλα αμέσως; Ποιος το επιλέγει και το επιτάσσει; Η λογική; Δεν νομίζω. Μήπως πρέπει να υπομείνουμε ή να επιμείνουμε, να μελετήσουμε βαθύτερα να προσευχηθούμε θερμά, να ελπίζουμε περισσότερο, να εμπιστευθούμε τον Θεό, να καθαρθούμε για να φωτισθούμε;
Αν πούμε «ειρήνη σε όλους» και όχι «ειρήνη πάσι», λύσαμε τα προβλήματα της Εκκλησίας; Η «χάρις» δεν το καταλαβαίνουμε, η «χάρη» το καταλαβαίνουμε; Η «κοινωνία του Αγίου πνεύματος» πώς θα ειπωθεί; Τι σημαίνει, αλήθεια, «ειρήνη», «χάρις», «κοινωνία»; Είναι, αδελφοί μου, «ιδεαλιστικό τείχος» η θεία Λειτουργία; Δεν μιλώ καθόλου για μαγική γλώσσα εδώ. Η μετάφραση ή η μεταγλώττιση ή όπως αλλιώς την πούμε πιστεύετε ότι θα λύσει το μεγάλο πρόβλημα του μη εκκλησιασμού των πολλών ανθρώπων; Μήπως δημιουργήσει και τότε άλλα ισχυρότερα τείχη; Μήπως έχουμε τότε άλλες διαιρέσεις φοβερές στην Εκκλησία με τη νέα ή την παλαιά γλώσσα, όπως με το νέο ή το παλαιό ημερολόγιο, παλαιορθόδοξους και νεορθόδοξους; Αυτοί που εκκλησιάζονται συχνά, συνήθως δεν παραπονούνται. Αυτοί που δεν εκκλησιάζονται, ψάχνουν και βρίσκουν προφάσεις για τον δεσπότη, τον παπά, τον ψάλτη, τη γλώσσα και λοιπά. Υπερβάλλω ως καλόγερος;
Δεν μιλάμε για μαγική ή ιερή γλώσσα, αλλά για αγιασμένη, ωραία, αληθινή γλώσσα. Δεν παίζουμε με τις λέξεις, αλλά η δύναμη των λέξεων μας απέδωσε καταπληκτικά νοήματα, που ποιος μπορεί να τα αντικαταστήσει δίχως θεοπνευστία και θεοχαρίτωτη δύναμη; Δεν συμφωνώ διόλου ότι πρόκειται για ιδιωτική θρησκευτική γλώσσα, αλλά για χαριτωμένη, ευλογημένη, από πλούσια αγιοπνευματική δρόσο, που ευφραίνει και αναπαύει ταπεινές ψυχές. Είπα πως δεν έχω ισχυρά επιχειρήματα επιστημόνων και το βλέπετε. Αφήστε με να μιλώ με την καρδιά μου. Μήπως χρειάζεται να μιλήσουμε για εσωτερική νηνεμία, νηφαλιότητα και καθαρότητα, ώστε ν’ ανοιχθούν φωτεινά παράθυρα που θα συνδράμουν στην των ευαγγελικών ρημάτων κατανόηση, στη βίωση του «Κύριε ελέησον» μετά από πενήντα χρόνια;
Μήπως, αγαπητοί μου, περνά το πνεύμα του κόσμου και στην πνευματική ζωή; Και τα θέλουμε όλα γρήγορα, άμοχθα, εύκολα, πρόχειρα; Αν γίνει σήμερα ένα από τα πολλά επιτυχή γκάλοπ για κατάργηση των νηστειών, ελευθερία των προγαμιαίων σχέσεων, κατάργηση του Όρθρου, τέλεση της θείας Λειτουργίας σε μισή ώρα, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, και ο κόσμος ψηφίσει κατά τη μέγιστη πλειοψηφία «ναι», η Εκκλησία θα πρέπει να υποταχθεί στα αιτήματά της αλλαγής των καιρών; Οι νέοι σήμερα δεν εκκλησιάζονται, γιατί δεν κατανοούν τη γλώσσα της θείας Λειτουργίας, γιατί δεν ακούν εκφώνως τις ευχές του ιερέως, γιατί είναι ψηλά τα τέμπλα, γιατί καθυστερούν το χερουβικό οι ψάλτες; Θεωρείτε ότι είναι σοβαρά τα επιχειρήματα αυτά; Μα έγιναν όλες αυτές και πολλές άλλες αλλαγές στη Δυτική «Εκκλησία» και απέτυχαν παταγωδώς.
Μήπως θα ήταν καλύτερο να ερμηνεύσουμε προσεκτικά τη θεία Λειτουργία, με την έκδοση σχετικών καλών βιβλίων –μερικά ήδη υπάρχουν, με την επανέκδοση λοιπόν–, με καλά προετοιμασμένα κηρύγματα, που η σημασία τους, νομίζουμε, δεν είναι τόσο μεγάλη σε ποιο σημείο λέγονται, αλλά τι λέγουν, με εσπερινά κηρύγματα, με άρθρα; Μήπως θα την βιώναμε καλύτερα με συχνότερο εκκλησιασμό, με μεγαλύτερη προθυμία, αγάπη και πόθο, όπως λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, με τους λειτουργούς μας απλούστερους, λιτότερους, σεμνότερους, δίχως στόμφο, βερμπαλισμό και επίδειξη, με μεγαλύτερη ταπείνωση, ευλάβεια και προσοχή, δίχως τους εκτυφλωτικούς φωτισμούς, τα πολλά μικρόφωνα, τους λαρυγγισμούς και τις άρες των κηρυγμάτων;
Αν μπορούμε να μιλάμε για αναγέννηση, θα ήταν καλύτερα μια υγιής επιστροφή στην ευλάβεια του ταπεινού κλήρου και στην περισσή ευλάβεια του ταπεινού λαού, στην απλότητα κλήρου και λαού. Ήταν ένας Αγιορείτης παπάς στην έρημο που λειτουργούσε επί εξήντα έτη συνεχώς και πάντα ήταν μούσκεμα από δάκρυα το φελόνι του. Ήταν ένας Ρώσος παπάς που καθυστερούσε ώρες να πει το εξαιρέτως και δεν ήξερε τι να κάνει ο υποτακτικός του… Ήταν ένας χωρικός στην Ήπειρο που αισθανόταν, μούλεγε, πιο άνετα στην εκκλησία από το σπίτι του. Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, το βασικώς ελλείπον είναι η αγιότητα. Από Αγίους έχουμε έλλειψη. Όχι ότι δεν υπάρχουν, αλλά δεν φθάνουν.
Μήπως στα νεανικά κέντρα των ενοριών θα ήταν καλό να διδαχθούν τα παιδιά μας αρχαία ελληνικά, με τη δημιουργία νέων κρυφών σχολείων, αφού στη τουρκοκρατία επί τέσσερις εκατονταετίες δεν έγινε λόγος για μετάφραση της θείας Λειτουργίας και στη σημερινή Ελλάδα γίνεται; Οι φωτισμένοι εκείνοι Αγιορείτες Κολλυβάδες, αντιδρώντας στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, εξέδωσαν στην καθομιλούμενη συναξάρια, έγραψαν ερμηνευτικά σχόλια στους κανόνες της υμνολογίας μας, μίλησαν για συχνή θεία Μετάληψη με σχετική προετοιμασία, αλλά δεν πείραξαν τη θεία Λειτουργία. Δεν θα μπορούσαν;
Στα ταπεινά ερημοκλήσια της Σκιάθου του Παπαδιαμάντη, στα εξωκλήσια τα μικρασιατικά του Κόντογλου, στους ναΐσκους των Αθηνών του αγίου παπα-Πλανά, στις χίλιες άγιες τράπεζες του ιερού Άθωνα επί τόσους αιώνες, στους καθεδρικούς και ενοριακούς και μοναστηριακούς ναούς όλης της Ορθοδοξίας, λευκανθέντες κληρικοί, μαυρομαντηλούσες γριούλες, νέοι και νέες, φωτιζόμενοι από το καντήλι και τη λαμπάδα, δεν είχαν την αίσθηση της εσχατολογικής διατάσεως της θείας Λειτουργίας, και σήμερα κατηγορούμε την κατάνυξη ως «συναισθηματική ανωριμότητα» και θεωρούμε τις διαγνώσεις μας ακριβείς και την αίσθησή μας πραγματική… Μέχρι χθες η εκφώνηση των ευχών της θείας Λειτουργίας λέγαμε πως ήταν ευσεβιστική επικράτηση οργανωσιακών ιερωμένων, σήμερα λέμε ακριβώς το αντίθετο. Ο καλός ιατρός δεν δίνει ασπιρίνη στον ασθενή με πυρετό, αλλά ψάχνει να βρει την αιτία και την αφορμή του εμπύρετου νοσήματος…
Επαναλαμβάνω αυτό που είπα στην αρχή, με πολλή αγάπη. Εμείς οι ίδιοι θέλουμε αναγέννηση. Το Άγιο Πνεύμα είναι ο «νοικοκύρης» της Εκκλησίας και τη φωτίζει κι εμπνέει σε όλους τους αιώνες. Η ενέργειά Του δεν σταμάτησε στους τέσσερις πρώτους αιώνες, ώστε να επιστρέψουμε στο τυπικό της πρώτης Εκκλησίας. Το Άγιο Πνεύμα φωτίζει τους Αγίους όλων των αιώνων, από τον πρώτο ως τον εικοστό πρώτο. Με σύνεση και καθαρότητα ας Το υποδεχόμαστε σεμνά, ταπεινά, διακριτικά, δίχως να σκανδαλίζουμε τους αδελφούς μας.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Κάθε κρυφός και άγνωστος εχθρός είναι πιο επικίνδυνος από τον φανερό και ορατό εχθρό. (Αγ. Λουκά, Αρχ. Κριμαίας)





Η ζωή όλων των μακαρίων εκείνων ανθρώπων, οι οποίοι με όλη την καρδιά τους αγάπησαν τον Κύριον Ιησού Χριστό και σταθερά ακολουθούν την τε­θλιμμένη οδό, διά της στενής πύλης, όπως τους έδειξε Εκείνος, είναι γεμάτη αγώνα, πολύ δύσκολο αγώνα. Τί αγώνα; Όχι με την σάρκα και το αίμα, όχι με τους ανθρώπους, αλλά με τα πνεύματα τα πονηρά στους ουρανούς. Η πάλη αυτή είναι πάρα πολύ δύσκολη και μακάριοι οι άνθρωποι εκείνοι, που είναι σταθεροί στον αγώνα τους.
Και πώς να μην θρηνήσουμε εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι τίποτα απολύτως δεν θέλουν να γνωρίζουν για τον αγώνα αυτό, και είναι έτοιμοι να μας περιγελάσουν γι’ αυτή την πίστη μας στα ακάθαρτα πνεύματα, πώς να μην τους θρηνήσουμε; Ασφαλώς και τους δαίμονες και τον ίδιο τον διάβολο τους συμφέρει πάρα πολύ, οι άνθρωποι να μην πιστεύουν στην ύπαρξή τους, να μην τους σκέφτονται, να μην νιώθουν ποτέ την εγγύτητά τους, επειδή κάθε κρυφός και άγνωστος εχθρός είναι πιο επικίνδυνος από τον φανερό και ορατό εχθρό.
Ακούστε τι λέει ο απόστολος Παύλος για τα πονηρά πνεύματα στους ουρανούς και για τον αγώνα εναντίον τους: «Γιατί δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους αλλά με αρχές και εξουσίες, δηλαδή με τους κυρίαρχους του σκοτεινού τούτου κόσμου, τα πονηρά πνεύματα που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και στον ουρανό» (Εφ. 6, 12). Ω, πόσο μεγάλη είναι αυτή η καταραμένη στρατιά των δαιμόνων, αμέτρητο αυτό το μαύρο πλήθος! Σταθερά και ακούραστα μέρα-νύχτα προσπαθούν όλους μας, που πιστεύουμε στο όνομα του Θεού, να μας παρασύρουν στην οδό της απιστίας, στην οδό του κακού και της ατιμίας.
Σ’ ένα μόνο δαιμονισμένο στα Γάδαρα υπήρχε ολόκληρη λεγεώνα δαιμόνων. Όλη αυτή η στρατιά των δαιμόνων είναι εχθροί του Χριστού, εχθροί του Θεού. Οι αμέτρητοι αυτοί εχθροί του Θεού μόνο ένα σκοπό έχουν. Φροντίζουν μέρα-νύχτα να μας καταστρέψουν και να μας σπρώξουν στο δρόμο του κακού, στο δρόμο της ατιμίας. Όπως υπάρχουν εννέα τάγματα αγίων αγγέλων, τα ανώτερα τάγματα: τα σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι αρχές, οι εξουσίες, οι θρόνοι, οι κυριότητες, και κατώτερα: οι αρχάγγελοι και οι άγγελοι, το ίδιο και στην στρατιά των πονηρών πνευμάτων υπάρχουν ανώτερα και κατώτερα τάγματα, υπάρχουν αρχές και εξουσίες. Τα ανώτερα δαιμονικά τάγματα πολεμάνε τους πιο σταθερούς, τους πιο πιστούς υπηρέτες του Χριστού, τους αγίους και τους δικαίους. Πολύ δύσκολος για τους δαίμονες είναι ο αγώνας αυτός, διότι με το όνομα του Χριστού αποκρούουν οι άγιοι όλες τις επιθέσεις τους. Υπάρχουν και οι δαίμονες που έχουν λιγότερη δύναμη, οι οποίοι αδιάλειπτα πολεμούν εμάς τους αδύναμους χριστιανούς.
Η πάλη εναντίον τους είναι πολύ δύσκολη, επειδή η διάνοια αυτών των αγγέλων του κακού, των υπηρετών του σατανά είναι ασύγκριτα ανώτερη από τη δική μας. Αυτοί δεν κοιμούνται, δεν τρώνε και όλο το χρόνο τους τον αφιερώνουν στο πως να αφανίσουν και να αποπλανήσουν τους ανθρώπους του Θεού. Υπάρχουν και κατώτεροι δαίμονες. Το έργο που κάνουν αυτοί δεν είναι και τόσο δύσκολο, επειδή αυτοί ασχολούνται στο να ωθούν ακόμα πιο πολύ στο σκότος εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι αγάπησαν το σκότος πιο πολύ από το φως και το ψεύδος παρά την αλήθεια.
Τί μπορούμε να κάνουμε εμείς, όταν από παντού μας περικυκλώνει αυτή η στρατιά των δαιμόνων, πώς μπορούμε να τους πολεμήσουμε; Από πού να αντλήσουμε την δύναμη για την πάλη αυτή; Την απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση την δίνει ο απόστολος Παύλος· ακούστε τον: « Τέλος, πάρτε δύναμη από τον ισχυρό Κύριο.Ντυθείτε με την πανοπλία που δίνει ο Θεός, για να μπορέσετε ν΄ αντιμετωπίσετε τα τεχνάσματα του διαβόλου…Γι’ αυτό φορέστε την πανοπλία του Θεού, ώστε να μπορέσετε να προβάλετε αντίσταση, όταν έρθει η ώρα της σατανικής επίθεσης. Λάβετε κάθε απαραίτητο μέτρο για να μείνετε ως το τέλος σταθεροί στη θέση σας» (Εφ. 6, 10-11, 13). Ούτε με τις δικές μας δυνάμεις, ούτε με το δικό μας νου και το ζήλο μας μπορούμε να πολεμήσουμε και να νικήσουμε αυτή την καταραμένη σκοτεινή στρατιά, αλλά μόνο με τη δύναμη του Θεού, με τη βοήθειά Του. Μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Για να το κατανοήσουμε καλά αυτό το πράγμα ο άγιος απόστολος Παύλος παρομοιάζει την πάλη μας με την στρατιά των πονηρών ασωμάτων δυνάμεων με τον αγώνα των αρχαίων πολεμιστών.
Ο απόστολος λέει, ότι πρέπει να ζωνόμαστε, όπως το έκαναν παλαιά οι πολεμιστές, όταν ετοιμάζονταν για τη μάχη με τον εχθρό. Το ίδιο έκαναν και εκείνοι που ετοιμάζονταν για ένα μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι. Φορούσαν και αυτοί μία δερμάτινη ζώνη στη μέση τους. Για μας όμως δεν χρειάζεται να φοράμε δερμάτινη ζώνη, αλλά αντί αυτής εμείς πρέπει να ζωστούμε την αλήθεια σαν ζώνη στη μέση μας, την αλήθεια του Θεού. Μόνο με την αλήθεια μπορούμε να νικήσουμε την πονηρία των δαιμόνων, διότι το μοναδικό όπλο που χρησιμοποιούν οι δαίμονες στις επιθέσεις τους εναντίον μας είναι το ψέμα, το οποίο αποτελεί και την πνευματική τους υπόσταση.
Μόνο τότε, όταν στη μέση μας θα έχουμε τη ζώνη της θείας αλήθειας, της αλήθειας του Χριστού, μόνο τότε, όταν θα θυμόμαστε ότι δεν πρέπει να ξεκουραζόμαστε και δεν πρέπει να σταματάμε στην πορεία μας, μόνο τότε θα νικήσουμε τους εχθρούς του Θεού και τους δικούς μας. Και συμπληρώνει ο απόστολος Παύλος, ότι αυτό πρέπει ιδιαίτερα να το θυμόμαστε «εν τη ημέρα τη πονηρά» (Εφ. 6, 13), όταν το κακό μέρα με τη μέρα θα μεγαλώνει γύρω μας. Παρακάτω ο απόστολος λέει ότι πρέπει να φορέσουμε τον θώρακα, όπως παλαιά οι πολεμιστές φορούσαν θώρακα χάλκινο ή σιδερένιο για να μην πληγώνονται.
Μήπως χρειαζόμαστε και εμείς έναν τέτοιο σιδερένιο θώρακα; Ασφαλώς όχι, εμείς πρέπει να φορέσουμε έναν άλλο θώρακα. Ένας θώρακας χάλκινος ή σιδερένιος δεν τρομάζει τα πονηρά πνεύματα. Έναν άλλο θώρακα χρειαζόμαστε, τον θώρακα της δικαιοσύνης. Το σώμα μας πρέπει να ντυθεί με τη θεία αλήθεια και όχι με το σιδερένιο θώρακα. Την αλήθεια αυτή μπορούμε να την αποκτήσουμε μόνο με την ακούραστη τήρηση των εντολών του Χριστού και την αδιάκοπη προσευχή. Αν μ’ αυτό τον τρόπο θα εργαζόμαστε σταθερά για τον Θεό, μόνο σ’ αυτή την περίπτωση θα λάβουμε τον θώρακα της δικαιοσύνης.
Οι πολεμιστές των παλαιοτέρων εποχών για να προστατέψουν τα πόδια τους φορούσαν περικνημίδες. Χρειαζόμαστε και εμείς τέτοιες περικνημίδες χάλκινες ή σιδερένιες για να προστατέψουμε τα πόδια μας από τις ραδιουργίες του πολεμίου; Όχι, καθόλου δεν τις χρειαζόμαστε αν τα πόδια μας πάντοτε θα κατευθύνονται στην οδό της ειρήνης, αν θα τα χρησιμοποιούμε για να ευαγγελιζόμαστε παντού την ειρήνη, όπως και ο απόστολος Παύλος λέει: «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά!» (Ρωμ. 10,15).
Ω, αν τόσο ωραία θα είναι τα πόδια μας! Όταν θα σπεύδουμε να βοηθήσουμε αυτούς που χρειάζονται την βοήθειά μας, τους δυστυχισμένους, τους ασθενείς, τους αναπήρους και τους αδυνάτους, αν θα πορευόμαστε εν βουλή δικαίων και θα απομακρυνόμαστε από την βουλή των ασεβών, τότε δεν θα μας χρειάζονται καθόλου οι περικνημίδες, διότι τα πόδια μας θα προστατεύονται από τη δύναμη του Θεού και κανένα κακό δεν θα μπορέσει να τα πλησιάσει.
Παρακάτω ο απόστολος λέει ότι το κυρίως αμυντικό όπλο των πολεμιστών των παλαιοτέρων εποχών ήταν η ασπίδα, η μεγάλη και βαριά χάλκινη ασπίδα. Εμείς όμως χρειαζόμαστε μια τέτοια ασπίδα; Μπορεί αυτή να μας προστατέψει από τα φλογισμένα με τη φλόγα της κολάσεως βέλη των εχθρών μας και εχθρών του Θεού; Ασφαλώς όχι! Η χάλκινη ασπίδα καθόλου δεν θα μας βοηθήσει στον αγώνα μας. Εμείς έχουμε μία άλλη ασπίδα, την ασπίδα της πίστεως μας, της πίστεως στον Κύριον Ιησού Χριστό, διότι αν με όλη την καρδιά μας πιστέψουμε σ’ Αυτόν και ακλόνητα εκτελούμε τις εντολές Του, τότε η πίστη μας σ’ Αυτόν θα μας προστατέψει χίλιες φορές καλύτερα από την οποιαδήποτε ασπίδα.
Και λέει παρακάτω ο απόστολος ότι πρέπει το κεφάλι μας να το προστατεύουμε με την περικεφαλαία, όπως το έκαναν παλαιά οι πολεμιστές, που σκέπαζαν το κεφάλι τους με σιδερένια περικεφαλαία. Εμείς όμως τί περικεφαλαία χρειαζόμαστε; Ασφαλώς όχι χάλκινη ή σιδερένια αλλά κάποια άλλη, εντελώς άλλη περικεφαλαία. Με ποιά περικεφαλαία θα προστατεύσουμε το κεφάλι μας; Με την περικεφαλαία της βαθειάς πίστεως στον Κύριο μας Ιησού Χριστό και της βαθειάς αγάπης προς Αυτόν. Ο Ίδιος με το πανάγιο στόμα Του, είπε: «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ» (Ιω. 6, 56). Ω, Κύριε, ποιά άλλη προστασία χρειαζόμαστε, αν Εσύ μένεις μαζί μας (στο νου και την καρδιά μας), αν Εσύ φωτίζεις την διάνοιά μας με το φως της διαρκούς παρουσίας Σου στο νου και την καρδιά μας; Μας φτάνει αυτό και είναι ό,τι μας χρειάζεται!
Αν θα φορέσουμε μία τέτοια πανοπλία θα μείνει μόνο να πάρουμε στα χέρια μας ένα δίκοπο σπαθί, όπως το έκαναν και οι πολεμιστές των παλαιότερων εποχών. Ακουστέ τώρα τι λέει για το δίκοπο αυτό σπαθί ο μέγας απόστολος: «Ο λόγος του Θεού είναι ζωντανός και δραστικός, πιο κοφτερός κι από κάθε δίκοπο σπαθί· εισχωρεί βαθιά, ως εκεί που χωρίζει την ψυχή απ’ το πνεύμα, το κόκκαλο απ’ το μεδούλι, και κρίνει τους διαλογισμούς και τις προθέσεις της καρδιάς.» (Έβρ. 4, 12).
Να τι σπαθί χρειαζόμαστε. Το σπαθί του λόγου του Θεού, το οποίο φοβούνται όλοι οι δαίμονες αλλά και ο ίδιος ο διάβολος· διότι με το λόγο του Θεού φυγαδεύονται και νικούνται. Αν πάρουμε στα χέρια μας το φοβερό αυτό όπλο, το όπλο του λόγου του Θεού, τότε δεν έχουμε να φοβηθούμε κανέναν εχθρό. Διότι όλοι τους έχουν ήδη νικηθεί από παλαιά από το σταυρό του Χριστού. Συντρίφτηκε η κεφαλή του αρχαίου όφεως, του διαβόλου, κάτω από το υποπόδιο του παντοδύναμου σταυρού του Χριστού,
Να θυμάστε πάντα ότι με τις δικές μας δυνάμεις δεν μπορούμε να πολεμήσουμε τα πονηρά πνεύματα. Να θυμάστε ότι όλη την ελπίδα μας πρέπει να την στηρίζουμε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί με το συνάναρχο αυτού Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας, «Λόγοι και ομιλίες», τ. Α΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 165-171)


Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου Ἱ­ε­ροθέου Ποι­μα­ντορι­κή Ἐ­γκύ­κλιος Πρωτοχρονιᾶς 2019 Ἱ­ε­ρό­θε­ος ἐ­λέ­ῳ Θε­οῦ Ἐ­πί­σκο­πος καί Μη­τρο­πο­λί­της



τῆς Θε­ο­σώ­στου Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου

Πρός τούς Κλη­ρι­κούς καί λα­ϊ­κούς

τῆς καθ᾿ ἡ­μᾶς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἀρχή τοῦ νέου πολιτικοῦ ἔτους εἶναι ἡ σημερινή ἡμέρα καί πανηγυρίζουμε μέ θεία Λειτουργία, Δοξολογία καί χαρά. Σέ ὅλο τόν κόσμο διοργανώνονται ἐκδηλώσεις μέ φαντασμαγο­ρικές πράξεις, γιά νά ὑποδεχθοῦν τό νέον ἔτος. Ὅμως, ὅ,τι καί νά κάνουμε, κανείς δέν εἶδε ποτέ κάποιον χρόνο νά ἔρχεται ἀπό τήν ἀνατολή καί κάποιον παλαιό χρόνο νά φεύγη στήν δύση. Ὅταν δέ οἱ ἄνθρωποι συμμετέχουν σέ τέτοιες χαρούμενες ἐκδηλώσεις, ἔπειτα ἐπι­στρέφουν στό σπίτι τους μέ μιά πίκρα καί συναντοῦν τόν πόνο, τήν θλίψη, τήν ἀπόγνωση, τήν τραγι­κότητα.

Τί εἶναι, λοιπόν, αὐτός ὁ νέος χρόνος; Τί σημαίνει ὅτι σήμερα ἔχουμε τήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους; Ποιό εἶναι τό νόημα τῆς Πρω­το­χρονιᾶς;

Ὅταν πρίν χρόνια, καί συγκεκριμένα τό ἔτος 2000, εἰσερχόμασταν, σάν σήμερα, στήν τρίτη χιλιετία, αἰσθανό­μασταν ὄχι ἁπλῶς ὅτι πέρασε ἕνας χρόνος, ἀλλά ὅτι πέρασαν δύο χιλιετίες ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καί πανηγυρίζαμε ὄχι ἐπειδή ἄρχιζε ἕνας νέος χρόνος, ἀλλά ἐπειδή ἄρχιζε ἡ τρίτη χιλιετία. Θυμᾶμαι τότε, δηλαδή τήν Πρωτοχρονιά τοῦ 2000, μετά τήν θεία Λειτουργία καί τήν Δοξολογία τοῦ Νέου ἔτους, στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πήγαμε στό Δημαρχεῖο, γιά νά παραστοῦμε στήν πρώτη ἑορταστική Συνεδρίαση τοῦ Δημοτικοῦ Συμ­βουλίου γιά τήν ἀρχή τῆς νέας χιλιετίας, ὥστε νά εἶναι χαρούμενη καί δημιουργική ὅλη αὐτή ἡ περίοδος, χωρίς, ὅμως, νά γνωρίζουμε ἐάν θά ἤμασταν ζωντανοί τήν ἑπομένη ἡμέρα.

Ἀπό τότε, δηλαδή τήν Πρωτοχρονιά τοῦ 2000, πέρασαν 19 χρόνια χωρίς νά τό κατα­λάβουμε, ἀφοῦ ὁ χρόνος τρέχει σάν ὁρμητικό ποτάμι καί φεύγει τόσο χρήγορα, ὅπως κτυποῦν τά δευτερόλεπτα τοῦ ρολογιοῦ μας. Καί στό διάστημα αὐτό ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτόν ἀγαπητοί μας ἄνθρωποι, ἄλλαξαν πολλές καταστάσεις στήν ζωή μας, ἀλλά καί γεννή­θηκαν νέοι ἄνθρωποι. Ὅλα τά παιδιά πού εἶναι σήμερα μαθητές μέχρι τήν τελευταία τάξη τοῦ Λυκείου καί εἰσῆλθαν στό πρῶτο ἔτος τοῦ Πανεπιστημίου γεννήθηκαν σέ αὐτό τό διά­στημα τῶν δεκαεννέα ἐτῶν, ἀπό τό 2000 μέχρι σήμερα. Ἔτσι, ὁ θάνατος συμπλέκεται μέ τήν ζωή.

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ χρόνος εἶναι ταχύτατος, ἔρχεται καί φεύγει γρήγορα, δέν μποροῦμε νά τόν πιάσουμε, δέν ἔχουμε τήν δυνατότητα νά τόν σταματήσουμε, τρέχει συνεχῶς καί παρασύρει καί μᾶς σέ αὐτήν τήν γρήγορη πορεία του. Ἔχουν χαρακτηρίσει τόν χρόνο ὡς «πανδαμάτορα», ἐπειδή δαμάζει τά πάντα, καί κανείς δέν μπορεῖ νά τόν δαμάση, παρά μόνον ὁ Θεός, πού εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ χρόνου καί βρίσκεται ἔξω ἀπό τόν χρόνο. Ἐμεῖς εἴμαστε μέσα στόν χρόνο καί ἐκεῖνος μᾶς δα­μάζει, μᾶς ἐξουσιάζει, μέ ὅλες τίς συνταρακτικές συνέπειες.

Ἤδη, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλή­ψεώς μας τά κύτταρα τοῦ σώματος ἔχουν τήν δική τους κίνηση, ὅπως κίνηση ἔχουν καί τά ὄργανα τοῦ σώματός μας. Αὐτό μποροῦμε νά τό κατα­λάβουμε κυρίως ἀπό τήν κίνηση τῆς καρδιᾶς μας. Εἴμαστε κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ χρόνου, καί ὅταν ὁ χρόνος τῆς καρδιᾶς σταματήση, μέ τήν βούληση τοῦ Θεοῦ, τότε σταματᾶ καί ἡ βιολογική ζωή, χωρίς, βέβαια, νά ἀφα­νίζεται ἡ ψυχή καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ὡς ὕπαρξη.

Ἔτσι, βιώνουμε τόν χρόνο στήν ζωή μας ὡς ἕνα χαρούμενο γεγονός, ἀφοῦ ζοῦμε βιολογικά, ἀλλά καί ὡς ἕνα τραγικό γεγονός, ἀφοῦ κάποτε θά σταματήση ὁ κτύπος τῆς καρδιᾶς μας. Καί στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχει τό φαινόμενο τῆς χαρμο­λύπης.

Αὐτό τό καταλαβαίνουμε πολύ καλά ἀπό διάφορες ἐκφράσεις πού χρησιμοποιοῦμε. Ὅταν εὐχόμαστε «χρόνια πολλά» στό βάθος αἰσθα­νόμαστε ὅτι κάποτε θά σταματήση νά μετράη ὁ χρόνος. Ὅταν λέμε τήν εὐχή «καί τοῦ χρόνου» αἰσθανόμαστε ὅτι μπορεῖ νά μή φθάσουμε στήν ἑπόμενη Πρωτοχρονιά. Ὅταν συμμετέχουμε στά ἑορταστικά τραπέζια καί χαιρόμαστε, ὑποβόσκει ἡ λύπη ὅτι παραμονεύει ὁ θάνατος ἤ ὅτι λείπει ἕνας ἀγαπητός μας ἄνθρωπος πού δέν ζῆ.

Ὅμως, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πιστεύουμε στόν Θεό πού εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ χρόνου, ἀλλά καί μᾶς βοηθᾶ νά ὑπερβαίνουμε τόν χρόνο καί νά περνᾶμε στό αἰώνιο. Γιά ὅσους ζοῦν ἐν Χριστῷ ὁ χρόνος δέν εἶναι βασανιστικός, δέν εἶναι τροχοπέδη, δέν εἶναι τύραννος, ἀλλά εἶναι χρόνος προετοιμασίας γιά τό πέρασμα στήν αἰώνια ζωή μέ τόν Χριστό. Οἱ μάρτυρες καί οἱ ἅγιοι μᾶς ἔδειξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ζῆ μέ τόν Χριστό, δέν φοβᾶται τόν θάνατο καί τήν δυναστεία τοῦ χρόνου, ἀλλά θεωρεῖ τόν χρόνο ὡς τό ἀκρωτήριο τῆς καλῆς ἐλπίδος, ὡς ἕνα πέρασμα στήν ἐν Χριστῷ αἰωνιότητα. Μέ τόν Χριστό τίποτε δέν εἶναι βασανιστικό ἤ προβληματικό. Ἀντίθετα, ἐκτός Χριστοῦ ὅλα, ἀκόμη καί οἱ πανηγυρισμοί τῆς Πρωτοχρονιᾶς, βρίσκονται στήν σκοτεινή φυλακή τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους, εὔχομαι σέ ὅλους σας χρόνια πολλά μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ὁ ἐξουσιαστής τοῦ χρόνου καί ὁ νικητής τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.

Μέ ἑόρτιες εὐχές

Ο Μητροπολιτης

+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Βασίλειος ο Μέγας, Περί της Θεοειδούς αγάπης



Γράφει Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Δείτε περισσότερα στο: http://www.paratiritis-news.gr/

Σε μια ανθρωπότητα που παραπαίει και βιώνει την οντολογική (υπαρξιακή) της αυτοαναίρεση και αυτοακύρωση χωρίς ουσιαστικό νόημα ζωής ενώ παράλληλα η θεοποίηση του «υπερτροφικού εγώ» μας νεκρώνει την προς το Θεό και τον άνθρωπο αγάπη, έρχεται ο αφυπνιστικός λόγος του μεγάλου Καππαδόκου Θεοφόρου Πατρός Βασιλείου του Ουρανοφάντορος να υπομνηματίσει τα τόσο αυτονόητα στον σύγχρονο άνθρωπο περί της υψίστης αρετής της αγάπης, που όμως φαντάζουν σε πολλούς σύγχρονους ανθρώπους ως ουτοπικά και άνευ ουσίας.

Ο Θεοκίνητος Μέγας Βασίλειος στο περισπούδαστο και μνημειώδες έργο του, υπό τον τίτλο: «Όροι κατά πλάτος» χαρακτηρίζει ως θεμέλιο της ζωής, την προς το Θεό και τους ανθρώπους αγάπη, η οποία είναι «σύμφυτη» και «οικεία» προς την ανθρώπινη υπόσταση και παραμένει ζώσα και ενεργεί μόνο όταν αποτελεί προσωπική και οντολογική κοινωνία με το Θεό και τον άνθρωπο. Πολλές φορές και για πολλά προβλήματα στην ψυχική υγεία των ανθρώπων καθώς και για πλείστα όσα φαινόμενα οικογενειακής και κοινωνικής παθογένειας οι άνθρωποι απεγνωσμένα αναζητούν τα βαθύτερα αίτιά τους για να τα επιλύσουν, αλλά μέσα στην τραγικότητα της αυτοεπιβεβαιώσεως του «εγώ» τους παραβλέπουν το γεγονός ότι πηγή και μήτρα που γεννά το οντολογικό (υπαρξιακό) αδιέξοδο στους ανθρώπους είναι η απουσία σε ουσιαστικό και όχι υποκριτικό και ψευδεπίγραφα της βιωματικής, διαπροσωπικής και αυτοθυσιαστικής κενωτικής αγάπης προς το Θεό και τους ανθρώπους.
Γράφει λοιπόν ο της ανθρώπινης ψυχής και του νοός Μέγας ανατόμος Βασίλειος ο Θεόφρων τα εξής:
Η προς το Θεό αγάπη δεν διδάσκεται. Διότι ούτε με το φως έχουμε διδαχθεί να χαιρόμεθα και να επιθυμούμε τη ζωή, ούτε μας εδίδαξε κανείς άλλος να αγαπούμε τους γονείς μας ή αυτούς που μας ανέθρεψαν. Έτσι λοιπόν και πολύ περισσότερο η μάθηση του θείου πόθου δεν προέρχεται απ’ έξω κατά τη δημιουργία του ανθρώπου, κάποιος σπερματικός λόγος έχει καταβληθεί μέσα μας, που έχει εκ φύσεως την τάση της εξοικειώσεως, προς την αγάπη. Αυτό τον σπερματικό λόγο τον εδέχθησαν και οι διδασκόμενοι τις εντολές του Θεού και κατεστάθησαν ικανοί με τη χάρη του Θεού να τον καλλιεργούν με επιμέλεια, να τον αναπτύσσουν με τη γνώση και να τον φέρουν στην τελείωση…

Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε ότι η αγάπη προς το Θεό, ενώ είναι μια απλή αρετή, ως προς τη δύναμη πραγματοποιεί και περιλαμβάνει κάθε άλλη εντολή… Ο Θεός μάς έχει δώσει τις δυνάμεις να τηρήσουμε όλες τις εντολές που μας έδωσε, ώστε να μη δυσανασχετούμε, ωσάν να μας ζητείται κάτι πρωτάκουστο, ούτε να επαιρόμεθα ωσάν να δίδουμε κάτι προσωπικό από ό,τι μας εδόθη. Με αυτές δε τις δυνάμεις ενεργούντες κατά τρόπο ορθό και προσήκοντα ολοκληρώνουμε τον ενάρετο βίο μας με ευσέβεια. Εάν όμως αχρηστεύουμε την ενέργειά τους, παρασυρόμαστε στην Κακία. Και ο ορισμός της κακίας είναι ο εξής: «κακία είναι η πονηρά και παρά την εντολή του Κυρίου χρήση των δωρεών, που μας έδωσε ο Θεός για να πράττουμε το αγαθό, όπως ακριβώς η αρετή που ζητούμε από το Θεό, είναι η χρήση των δωρεών αυτών του Θεού με αγαθή συνείδηση, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Επειδή έτσι έχει το πράγμα, θα πούμε το ίδιο και περί αγάπης. Αφού λοιπόν ελάβαμε εντολή να αγαπούμε το Θεό, έχουμε τη δύναμη της αγάπης έμφυτη από τη στιγμή της πρώτης δημιουργίας μας. Η απόδειξη δε αυτού δεν υπάρχει έξω από τον άνθρωπο, αλλά έκαστος μπορεί να το μάθει από τον εαυτό του και μέσα στον εαυτό του. Διότι εκ φύσεως επιθυμούμε τα καλά και ωραία πράγματα, αν και προ πάντων κάτι άλλο στον καθένα φαίνεται καλό και ωραίο. Και τη στοργή προς τους οικείους και τους συγγενείς μας έχουμε, χωρίς να τη διδαχθούμε και δεικνύουμε αυθορμήτως κάθε καλή διάθεση προς τους ευεργέτες μας.

Ποιο τώρα είναι θαυμαστότερο από το θείο κάλλος; Ποια σκέψη είναι χαριεστέρα από την μεγαλοπρέπεια του Θεού; Ποιος πόθος της ψυχής είναι τόσο καυστικός και αφόρητος, όσο ο πόθος που έρχεται από τον Θεό στην ψυχή εκείνη, η οποία έχει καθαρισθεί από κάθε κακία και λέγει με αληθινή συγκίνηση: «Είμαι πληγωμένη εγώ από αγάπη»… Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι οι άνθρωποι εκ φύσεως επιθυμούν τα καλά και ωραία. Όμως το κατ’ εξοχήν ωραίο και αγαπητό είναι το αγαθό, αγαθό δε είναι ο Θεός. Τα πάντα επιθυμούν το αγαθό. Άρα τα πάντα επιθυμούν το Θεό. Ώστε με το που κατορθώνεται με τη θέλησή μας, είναι έμφυτο μέσα μας, σ’ αυτούς τουλάχιστον οι οποίοι δεν διεστράφησαν στις σκέψεις από την πονηρία. Απαιτείται λοιπόν από εμάς ως αναγκαία οφειλή η προς το Θεό αγάπη, της οποίας η στέρηση είναι για την ψυχή το πλέον αφόρητο εξ όλων των κακών. Διότι η αποξένωση και η αποστροφή του Θεού είναι περισσότερο αφόρητη και από τις τιμωρίες που αναμένονται στον Άδη και βαρυτέρα για εκείνον που την εδοκίμασε, όπως είναι η στέρηση του φωτός για τον οφθαλμό, και αν ακόμη δεν συνοδεύεται από πόνο, ή η στέρηση της ζωής, για κάθε ζωντανή  ύπαρξη.

Εάν δε υπάρχει φυσική στοργή των τέκνων προς τους γονείς τους και τούτο αποδεικνύεται από τις συνήθειες των ζώων και από τη διάθεση των ανθρώπων προς τις μητέρες κατά την νηπιακή τους ηλικία, ας μη αποδειχθούμε περισσότερο ανόητοι από τα νήπια ούτε αγριότεροι από τα θηρία με το να φερόμεθα προς τον δημιουργό μας χωρίς στοργή και ως ξένοι. Τον δημιουργό μας, και αν δεν εγνωρίζουμε τη φύση του από την αγαθότητά του, και μόνο από το ότι έχουμε δημιουργηθεί από αυτόν, οφείλουμε να τον αγαπούμε εξαιρετικά και να τον λατρεύουμε και να πέφτουμε με την μνήμη μας συνεχώς πάνω του, όπως πέφτουν τα νήπια επάνω στις μητέρες τους. Σπουδαιότερος όμως από τους εκ φύσεως αγαπωμένους είναι ο ευεργέτης. Και τούτο, δηλαδή η οικείωση προς τους ευεργέτες, δεν είναι χαρακτηριστικό μόνον των ανθρώπων, αλλά και σχεδόν όλων των ζώων. Αλλ’ εάν έχουμε εκ φύσεως την καλή διάθεση και την στοργή προς τους ευεργέτες και υπομένουμε κάθε κόπο για να τους ανταποδώσουμε τις προς εμάς ευεργεσίες τους, ποιος λόγος μπορεί να περιγράψει αξίως τις δωρεές του θεού; Διότι αυτές είναι τόσο πολλές, ώστε να είναι αναρίθμητες. Είναι δε και τόσο εξαίρετες, ώστε να είναι αρκετή και μία μόνο δωρεά για να μας κάνει να οφείλουμε κάθε ευγνωμοσύνη στον ευεργέτη…

Τι λοιπόν θα ανταποδώσουμε στον Κύριο για όλες τις ευεργεσίες του προς εμάς; Ο Κύριος είναι τόσο αγαθός, ώστε δεν απαιτεί ανταπόδοση, αλλά αρκείται μόνο στο να τον αγαπούμε δι’ όσα μας έδωσε. Όταν τα συλλογισθώ όλα αυτά – για να εκφράσω ελεύθερα τα αισθήματά μου – περιπίπτω σε φρίκη και έκσταση φοβερά, μήπως ποτέ από απροσεξία του νου μου ή από τις μάταιες ασχολίες χάσω την αγάπη του Θεού και γίνω αιτία προσβολής του Χριστού. Διότι τότε, αυτός που τώρα μας εξαπατά, αυτός που φροντίζει με κάθε τέχνασμα να μας κάνει να λησμονήσουμε τον ευεργέτη μας με τα κοσμικά δολώματα, αυτός που πηδά γύρω μας και μας επιτίθεται για να καταστρέψουμε τις ψυχές μας, αυτός θα παρουσιάσει τότε τη δική μας αμέλεια ως προσβολή κατά του Κυρίου και θα καυχηθεί για την απείθεια και την αποστασία μας.

Αυτός που ούτε μας εδημιούργησε ούτε απέθανε προς χάριν μας, αλλά μας έκανε να τον ακολουθούμε με την απείθεια και με την παραμέληση των εντολών του Θεού. Αυτή η προσβολή κατά του Κυρίου και αυτό το καύχημα του εχθρού μού φαίνεται βαρύτερο από τις τιμωρίες του άδου, να γίνουμε δηλαδή για τον εχθρό του Χριστού αιτία καυχήσεως, απέθανε προς χάριν μας και ήγερθη και γι’ αυτό του οφείλουμε περισσότερα…

Είπαμε πρωτύτερα ότι ο νόμος καλλιεργεί και τρέφει τις δυνάμεις που υπάρχουν μέσα μας ως σπέρματα. Επειδή όμως έχουμε λάβει εντολή να αγαπούμε τον πλησίον μας, όπως τους εαυτούς μας, ας μάθουμε εάν έχουμε από τον Θεό και την δύναμη να εκπληρώσουμε αυτή την εντολή. Ποιος λοιπόν δεν γνωρίζει ότι ο άνθρωπος είναι ήμερο και κοινωνικό ον και όχι μοναστικό ούτε άγριο; Τίποτε λοιπόν δεν είναι τόσο χαρακτηριστικό της φύσεώς μας, όσο το να έχουμε κοινωνία ο ένας με τον άλλον, να χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον και να αγαπούμε το γένος μας. Γι’ αυτά τα πράγματα ο ίδιος ο Κύριος μας έδωσε εξ αρχής τα σπέρματα και απαιτεί εν συνεχεία τους καρπούς, όταν λέγει: «εντολή καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Επειδή δε ήθελε να υποκινήσει την ψυχή μας προς εκτέλεση αυτής της εντολής, δεν εζήτησε σημεία  και θαυμαστά έργα για να αποδειχθεί ότι είμαστε μαθητές τους, αλλά τι είπε; «εν τούτω γνώσονται πάντες, ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπη έχητε εν αλλήλοις». Συνδέει δε παντού ο Κύριος τις εντολές αυτές κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αναφέρει στον εαυτό του την προς τον πλησίον μας  αγαθοεργία.

Διότι επείνασα, λέγει «και μου εδώσατε να φάγω και λοιπά, και έπειτα προσθέτει «εφ’ όσον εποιήσατε σε ένα εκ τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, σ’ εμένα εποιήσατε»… Συνεπώς, με την πρώτη εντολή είναι δυνατόν να τηρήσει κανείς και την δευτέρα. Με τη δευτέρα δε μπορεί να επανέλθει στην πρώτη. Και αν αγαπά κάποιος τον Κύριο, αγαπά κατά συνέπεια και τον πλησίον, διότι «αυτός ο οποίος με αγαπά», είπε ο Κύριος, θα τηρήσει τις εντολές μου, «αυτή δε είναι η δική μου εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, καθώς εγώ σας αγάπησα». Μπορεί πάλι κανείς να αποδώσει την αγάπη στο Θεό με το να αγαπά τον πλησίον διότι ο Θεός δέχεται την ευεργεσία ωσάν να αποδίδεται στον εαυτό του».

Ο Μέγας Βασίλειος στο παραπάνω θεόπνευστο και βαθύτατα χριστοκεντρικό και ανθρωποκεντρικό κείμενό του, το οποίο αποτελεί τη βιωματική κατάθεση της ψυχής και αγαπώσης καρδίας του, θέτει τον «δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» και λειτουργεί αφυπνιστικά ή έστω οφείλει να εγείρει συνειδήσεις στη σύγχρονη υλιστική, καταναλωτική και άκρως εγωιστική ανθρωπότητα όπου κυριαρχεί μεν η ακατάσχετη «αγαπολογία» αλλά θεοειδής αγάπη δεν υπάρχει.

Μέγας Βασίλειος: «Άμα συνηθίσει κανείς στα αμαρτωλά λόγια, περνά και στα αμαρτωλά έργα»



Άμα συνηθίσει κανεὶς στὰ ἁμαρτωλὰ λόγια, περνᾶ καὶ στὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ προφυλάσσουμε τὴν ψυχή μας.
Διότι ὑπάρχει κίνδυνος, μαζὶ μὲ τὴ γλύκα τῶν λόγων νὰ πάρουμε μέσα μας καὶ κάτι θανάσιμο, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε. Εἶναι μέλι, ποὺ ἔχει καὶ δηλητήριο. Δὲν θὰ ἐπαινέσουμε, ἔτσι, τοὺς ποιητές, ὅταν παριστάνουν ἀνθρώπους ποὺ ἀσεβοῦν, ποὺ ἐμπαίζουν, ποὺ παραδίνονται στὴν ἀκολασία, ποὺ παρασύρονται ἀπὸ τὸ πιοτό, οὔτε ὅταν περιορίζουν τὴν εὐτυχία σὲ πλούσια τραπέζια καὶ σὲ ἄσεμνα τραγούδια. Καὶ δὲν θὰ δώσουμε καμιὰ σημασία, ὅταν κάνουν λόγο γιὰ θεοὺς καὶ μᾶς λένε ὅτι οἱ θεοὶ αὐτοὶ εἶναι πολλοὶ κι ἀλληλομισοῦνται.
Διότι, καθὼς ξέρετε, οἱ ψεύτικοι θεοὶ τῆς εἰδωλολατρίας πολεμᾶνε ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸ κι ὁ πατέρας τὰ παιδιά του κι ἐκεῖνα τοὺς γονεῖς τους, μὲ ὑπουλότητα. Θ᾿ ἀφήσουμε στοὺς ἀνθρώπους τοῦ θεάτρου τὶς μοιχεῖες τῶν θεῶν, τοὺς ἔρωτές τους, τὶς ἀσύστολες σαρκικές τους σχέσεις καὶ πρὸ παντὸς τοῦ μεγαλύτερου ἀπ᾿ ὅλους θεοῦ Δία, ὅπως λέγουν αὐτοί.
Εἶναι πράγματα ὅλα αὐτά, ποὺ καὶ γιὰ τὰ ζῷα…ἂν τὰ ἔλεγε κανεὶς θὰ κοκκίνιζε. Τὰ ἴδια ἔχω νὰ πῶ καὶ γιὰ τοὺς πεζογράφους καὶ μάλιστα ὅταν γράφουν γιὰ νὰ διασκεδάσουν.
Συμβουλές τοῦ Μ. Βασιλείου
πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr

Λάμπρος Σκόντζος, Μέγας Βασίλειος: Ο κορυφαίος Πατέρας της Εκκλησίας μας




ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
     Τόσο η ιστορία όσο η Εκκλησία υπήρξαν φειδωλές στον χαρακτηρισμό του «Μεγάλου». Ελάχιστοι έλαβαν τον τίτλο «Μέγας». Ένας από αυτούς υπήρξε ο κορυφαίος άγιος της Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος, ο οποίος έλαβε επάξια αυτόν τον τίτλο, διότι σφράγισε με την προσωπικότητά του την ιστορία σε μια από τις κρισιμότερες ιστορικές φάσεις της ανθρωπότητας.
      Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν ονομαστός ρήτορας της περιοχής και η μητέρα του Εμμέλεια ήταν απόγονος αριστοκρατικής ρωμαϊκής οικογένειας. Ήταν ένθερμοι Χριστιανοί. Σπουδαίο ρόλο στη ζωή του έπαιξε η γιαγιά του Μακρίνα, η οποία υπήρξε μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Αυτή τον μύησε στην χριστιανική ευσέβεια. Στην οικογένεια υπήρχαν άλλα οκτώ παιδιά, τα περισσότερα είχαν αφιερωθεί στη διακονία της Εκκλησίας (Γρηγόριος Νύσσης, ασκητής Ναυκράτιος, μοναχή Μακρίνα, Πέτρος επίσκοπος Σεβάστειας).
        Οι ευκατάστατοι γονείς τους φρόντισαν να δώσουν στα παιδιά τους, εκτός από την ευσέβεια και σπουδαία μόρφωση. Ο Βασίλειος διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του. Στη συνέχεια πήγε για σπουδές στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και ακολούθως στην Κωνσταντινούπολη. Το 351έφτασε στην Αθήνα για να τελειοποιήσει τις σπουδές του στη γεωμετρία, την αστρονομία, την φιλοσοφία, την ρητορική, την ιατρική και την γραμματική. 

Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια ως το 355. Εκεί συνδέθηκε με αδελφική φιλία με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Ιουλιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα. Διέφερε από όλους τους άλλους φοιτητές για τις αρετές του και την αυστηρή ασκητική ζωή του. Λέγεται πως ο καθηγητής του Εύβουλος εντυπωσιάστηκε από αυτόν και ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Μαζί με το Γρηγόριο είχαν ιδρύσει στην κατείδωλη Αθήνα χριστιανικό φοιτητικό όμιλο και είχαν σημαντική ιεραποστολική δράση.
      Το 356 επέστρεψε στη Νεοκαισάρεια και άσκησε για λίγο το επικερδές επάγγελμα του δικηγόρου και του δασκάλου της ρητορικής. Το 358, ύστερα από το θάνατο του αδελφού του Ναυκράτιου και την παρότρυνση της αδελφής του Μακρίνας, αφού έλαβε το Άγιο Βάπτισμα, αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και να αφιερωθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Αφού μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στους φτωχούς και στην Εκκλησία, ξεκίνησε μεγάλη περιοδεία σε ονομαστά μοναστικά κέντρα της Μ. Ασίας, Συρίας, Αιγύπτου και Μεσοποταμίας για να γνωρίσει αγίους ασκητές και να μυηθεί στην αληθινή μοναχική ζωή.  Το 360 αποσύρθηκε μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο Ναζιανζηνό σε ερημητήριο στον Πόντο, στις όχθες του Ίρη ποταμού να μονάσουν. Εκεί έμεινε ως το 363 προσευχόμενος και συγγράφοντας τα σημαντικότερα έργα του και μαζί τους περίφημους «Κανονισμούς δια τον μοναχικόν βίον», οι οποίοι έγιναν ο οδηγός του κατοπινού κοινοβιακού μοναχισμού.
      Η φήμη της αγιότητάς του έφτασε ως την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο επίσκοπος Ευσέβιος τον κάλεσε και τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Ο Βασίλειος επέδειξε τεράστια ποιμαντική και φιλανθρωπική δράση. Κατά τον φοβερό λιμό του 367-368 έσωσε από βέβαιο θάνατο όλους τους φτωχούς της ευρύτερης περιοχής της Καισάρειας. Το 370, όταν πέθανε ο Ευσέβιος και κατ’ επιταγή του λαού, εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Ως επίσκοπος πλέον ο Βασίλειος, εγκαινιάζει ένα κολοσσιαίων διαστάσεων ποιμαντικό και κοινωνικό έργο. Ανέλαβε δράση κατά των αιρετικών αρειανών, οι οποίοι είχαν την υποστήριξη του αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη. Αντιμετώπισε με σθένος και αποτελεσματικότητα την απόπειρα του Ουάλη  και των ομοφρόνων του, να επιβάλουν στην επισκοπή του τον αιρετικό αρειανισμό. Παράλληλα καθάρισε την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς.
       Αξιοθαύμαστο και πρωτόγνωρο για την εποχή του υπήρξε το κοινωνικό έργο του. Ίδρυσε την περίφημη «Βασιλειάδα», ένα τεράστιο συγκρότημα ευποιΐας, το οποίο περιλάμβανε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, πτωχοκομείο, επαγγελματικές σχολές, κλπ. Μέσα σε αυτό έβρισκαν καταφύγιο και βοήθεια χιλιάδες άνθρωποι, ανεξάρτητα αν ήταν ή όχι Χριστιανοί. Πλήθος εθελοντών προσέφεραν τις υπηρεσίες τους και ανάμεσά τους ο άγιος Επίσκοπος Βασίλειος, εργαζόταν ως ιατρός. 
       Τιτάνιο υπήρξε επίσης και το συγγραφικό του έργο. Υπήρξε δεινός θεολόγος και μέγας συγγραφέας, του οποίου το έργο αποτελεί μέχρι σήμερα πρωτοπόρο. Τα έργα του διακρίνονται σε δογματικά, θεολογικά, ερμηνευτικά, επιστολές κλπ. Ένα από τα γνωστότερα έργα του υπήρξε η «Ερμηνεία εις την Εξαήμερον», στην οποία είναι αποτυπωμένη η σπάνια ευρυμάθειά του. Γνωστό επίσης έργο του είναι η ομώνυμή του «Θεία Λειτουργία», η οποία τελείται δέκα φορές το χρόνο (τις πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, την παραμονή των Χριστουγέννων, την παραμονή των Φώτων, την Μ. Πέμπτη, το Μ. Σάββατο και την 1η Ιανουαρίου). Τα πολυπληθή θεολογικά έργα του ιερού Πατρός αποτελούν για την Εκκλησία και την κατοπινή θεολογική επιστήμη, ανεκτίμητη παρακαταθήκη.
         Η αυστηρή ασκητική ζωή του και η εξαντλητική του εργασία κλόνισαν σοβαρά την εύθραυστη υγεία του. Στις 31 Δεκεμβρίου του 379 πέθανε σε ηλικία μόλις 49 ετών. Η κηδεία του έγινε την 1η Ιανουαρίου του 380, με τη συμμετοχή αμέτρητου πλήθους Χριστιανών, εθνικών και Ιουδαίων, οι οποίοι θρηνούσαν απαρηγόρητοι για τον χαμό του μεγάλου Ιεράρχη και προστάτη τους. Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου.
        Ο Μ. Βασίλειος ανήκει στους μεγάλους άνδρες της ιστορίας. Έζησε σε μια εποχή που ο παλιός ειδωλολατρικός κόσμος έδυε οριστικά και ένας νέος κόσμος, ο χριστιανικός ανέτειλε. Αυτός, μαζί με τους άλλους μεγάλους Πατέρες του 4ου μ. Χ. αιώνα, υπήρξε ένας από τους φορείς αυτού του νέου κόσμου. Και ακόμη περισσότερο: ο μεγάλος αυτός άνδρας, συνέβαλε καθοριστικά στην ομαλή μετάβαση στην νέα πολιτισμική πραγματικότητα.
Αξιολόγησε με θαυμαστό τρόπο τα θετικά στοιχεία του αρχαίου κόσμου, τα οποία ενέταξε στη νέα πίστη και στον νέο αναδυόμενο χριστιανικό πολιτισμό. Χρησιμοποίησε με καταπληκτική δεξιότητα την αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη και τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, μέσω των οποίων εξέφρασε τις αιώνιες και σώζουσες αλήθειες της Θείας Αποκαλύψεως. Υπήρξε, τέλος, ο κατ’ εξοχήν θεοφόρος Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος κατέστησε την χριστιανική πίστη τρόπο ζωής και πολιτείας και τους πιστούς αληθινό «βασίλειον ιεράτευμα», όπως ψάλλουμε στο απολυτίκιο της εορτής του!    

« Ἐγκώμιο στὸν Μέγα Βασίλειο Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ



Χρήστου Γκότση
 Μ.ΒασίλειοςἝνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ὁ Μέγας Βασίλειος, μεγάλος Πατέρας καὶ Οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δυὸ φορὲς τὸ χρόνο (1 καὶ 30 Ἰανουαρίου) ἑορτάζεται ἡ μνήμη του καὶ δέκα φορὲς τελεῖται ἡ Λειτουργία του. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι μέγας καὶ οὐρανοφάντωρ.
Ἡ τελευταία προσωνυμία ὀφείλεται σ’ αὐτὰ πού πρόσφερε μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ τὴ ζωή του. Εἶναι δηλαδὴ αὐτὸς πού ἀποκάλυψε, φανέρωσε τὰ οὐράνια. Μὲ τὰ γραπτά του καὶ τὴ διδασκαλία του θεολόγησε βαθιὰ φανερώνοντας στοὺς ἀνθρώπους τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ: αὐτὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἐκεῖνο τῆς Θείας Οἰκονομίας, πῶς δηλαδὴ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε, σχεδίασε καὶ πραγματοποίησε τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Πρόσφερε ἀκόμη πολλὰ καὶ μὲ τὴ ζωή του. Ἦταν ὑπόδειγμα πιστοῦ κληρικοῦ, λειτουργοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλαμψε ὡς τὸν οὐρανὸ καὶ «ἡ λαμπρότης του εἰς ὕψος φαίνεται». Σ’ ὅλους ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν νόμος καὶ κανόνας ἀρετῆς· ὁ λόγος του ἦταν ζωή. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πού λέει τὰ τελευταῖα αὐτά προσθέτει; «Ὀμορφιά τοῦ Βασιλείου ἦταν ἡ ἀρετὴ·τῆς μεγαλοσύνης του, ἡ θεολογία· πορεία του, τὸ ἀεικίνητο πού τὸν ἔφερνε μὲ τὶς ἀναβάσεις τοῦ στοχασμοῦ του ὡς τὸν Θεό. Καὶ δύναμή του ἦταν ἡ σπορὰ καὶ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἐγὼ τουλάχιστον δὲν θὰ δίσταζα νὰ πῶ τοῦτο: σ’ ὅλη τὴ γῆ ἁπλώθηκε ἡ φωνή του καὶ στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης ἀκούστηκαν τὰ δυνατὰ λόγια του» (Ἐπιτάφιος… 66. ΕΠΕ 6,242). Εἶναι ὁ θεολόγος τοῦ μέτρου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως εὔστοχα παρατήρησε ἕνας βιογράφος του.
Αὐτά ἀκριβῶς λέει καὶ τὸ Ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λὸγον σου· δι’ οὗ (=μ’ αὐτόν) θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φὺσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας (= φανέρωσες τὰ μυστικά τους), τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».
Τὰ χαρίσματα αὐτὰ τὰ ἀπόλαυσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γιατί, ὅπως λέει ὁ στίχος τοῦ Συναξαρίου, «ζῆ καὶ παρ’ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐκ τῶν βιβλίων» του. Εἶναι ὁ «βασίλειος κόσμος (=ὀμορφιά) τῆς Ἐκκλησίας», «χαράκωμά της καὶ τεῖχος ὀχυρόν». Εἶναι αὐτὸς πού οἰκειοποιήθηκε «πάντων τῶν ἁγίων τὰς ἀρετάς» καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει ὅλοι μας «νὰ μιμηθοῦμε τὴν πίστιν, τὴν ζέσιν (=ζῆλο), τὴν ταπείνωσίν» του (ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς 1ης Ἰανουαρίου).
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἦταν φυσικὸ νὰ τὸν τιμήσει καὶ ἡ εἰκονογραφία. Ἔχουμε εἰκόνες, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, καθὼς καὶ μικρογραφίες πού ἀρχίζουν ἀπὸ πολὺ παλιά. Μὲ αὐτὴν τὴν ποικιλία τῶν ἀπεικονίσεων θέλησε ἡ Ἐκκλησία νὰ διασώσει τὰ χαρακτηριστικά τῆς μεγάλης μορφῆς του. Τὰ βρίσκουμε στὸν Ἔλπιο τὸν Ρωμαῖο (9ος-10ος αἰών) καὶ στὸ Συναξάριο τῆς ἰδιαίτερης ἑορτῆς του, καθὼς καὶ ἐκείνης τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τὰ παραθέτουμε σὲ μετάφραση τοῦ ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου:
«Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος ἦτο κατὰ τὴν θέσιν καὶ τὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος πολλὰ μακρύς, ξηρὸς καὶ ὀλιγόσαρκος, μαῦρος ὁμοῦ καὶ ὠχρός κατὰ τὸ χρῶμα, μακρομύτης, εἶχε τὰ ὀφρύδια στρογγυλά, τὸ δὲ δέρμα τὸ ἐπάνω τῶν ὀφρυδίων, συμμαζωμένον, ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ ἄνθρωπον συλλογιζόμενον καὶ προσέχοντα τὸν ἑαυτόν του. Εἶχε τὸ πρόσωπον ζαρωμένον μὲ ὀλίγας χαραγάς (=χαραγματιές, ρυτίδες), εἶχε τὰς παρειάς μακράς καὶ τοὺς μήνιγγας (=κροτάφους) δασεῖς ἀπὸ τρίχας συνεστραμμένας καὶ κυκλοειδεῖς. Ἐφαίνετο εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὅτι εἶχεν ὀλίγον κουρευμένας τὰς τρίχας· τὸ γένειον εἶχε μακρὸν ἀρκετά, καὶ τὰς τρίχας μαύρας ὁμοῦ καὶ λευκάς» (Συναξαριστής, τόμ. Α’, σ. 429).
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως τὴν ἀποτύπωσε ἡ βυζαντινὴ ζωγραφική, πρέπει νὰ προσέξουμε τούτη τὴ φράση ἀπὸ τὰ προσωπογραφικὰ του: «ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ ἄνθρωπον συλλογιζόμενον καὶ προσέχοντα τὸν ἑαυτόν του». Ἡ ζωὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἦταν γεμάτη ἀγωνίες, φροντίδες, πολυμέτωπους ἀγῶνες. Ἦταν ὑπόδειγμα ποιμένα. Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, δουλειὰ τοῦ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «νὰ ἐπιστρέφει (στὸ σωστὸ δρόμο) τὸν πλανεμένο ἄνθρωπο, νὰ φροντίζει τὸν πληγωμένο, νὰ γιατρεύει τὸν ἄρρωστο. Στὶς συμφορὲς τῶν ἄλλων νὰ βλέπουμε τὶς δικές μας καὶ νὰ μὴν προσβάλλουμε τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἀπανθρωπιά μας».
Γιὰ νὰ γίνονται ὅμως αὐτά, πρέπει νὰ ξεκινᾶμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ὅπως ἐκεῖνος. Γνώριζε στὸ βάθος τους τὶς ἀρρώστιες τῶν ἀνθρώπων -ψυχικὲς καὶ σωματικὲς- γιατί ἤξερε πολὺ καλὰ τὸν ἑαυτό του, τὴν ψυχή του. Γράφει στὴν ὁμιλία του «Πρόσεχε σεαυτῶ»: «ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ νὰ μάθεις ποιὸς εἶσαι, γνώρισε τὴ φύση σου, τὴ σύστασή σου γιὰ νὰ μάθεις πώς τὸ μὲν σῶμα σου εἶναι θνητό, ἡ δὲ ψυχή σου ἀθάνατη». Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαπίστωση, εἶναι πολὺ πειστικὸς ὁ λόγος του: «Νὰ μὴ δίνεις σημασία στὴ σάρκα, διότι περνάει καὶ διαβαίνει, ἀλλά νὰ καταγίνεσαι μὲ τὴν ψυχή σου, πού εἶναι πράγμα ἀθάνατο» (ΕΠΕ, 6,226 καὶ 222).
Εἶχε δίκιο λοιπὸν ὁ φίλος του Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πού γράφει πώς ὁ Ἅγιός μας εἶχε λιώσει τὴ σάρκα του ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια σὲ βαθμὸ πού φαινόταν σχεδὸν ἄσαρκος γιατί ἦταν ὀλιγοδίαιτος. Καὶ προσθέτει: «Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἀρετή τοῦ ἄνδρα καὶ τὸ πλεόνασμα τῆς δόξας του, ὥστε πολλὲς μικρὲς ἀρετές του, ἀκόμη δὲ καὶ μερικὰ σωματικά του ἐλαττώματα, μερικοὶ σκέφτηκαν πώς θὰ τοὺς ἔφερναν δόξα ἂν τὰ μιμοῦνταν. Ἐννοῶ τὴν ὠχρότητά του, τὴ γενειάδα του, τὸν τρόπο πού βάδιζε, τὸ ὅτι δὲν μιλοῦσε πρόχειρα καὶ ἀπρόσεκτα, ἀλλά συχνὰ ὕστερα ἀπὸ σκέψη καὶ βαθιὰ ἐξέταση τοῦ πράγματος» (ὅπ.π. 260-262).

Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας.
Ἀπὸ τὶς πολλὲς παραστάσεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἄλλες εἶναι ὁλόσωμες καὶ ἄλλες σὲ προτομή, ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω. Ἄλλοτε εἰκονίζεται μόνος καί ἄλλοτε μὲ ἄλλους Ἱεράρχες. Γνωστὴ εἶναι ἡ ἀπεικόνισή του εἴτε μὲ τοὺς δύο ἄλλους μεγάλους Ἱεράρχες, τὸν Γρηγόριο καὶ τὸν Χρυσόστομο, εἴτε ἐκείνη μαζὶ μὲ συλλειτουργοῦντες ἐπισκόπους. Ἡ τελευταία στολίζει τὴν κόγχη τοῦ Ἁγίου Βήματος καὶ ἔχει σχέση μὲ τὴ Θεία Λειτουργία, τὸ κείμενο τῆς ὁποίας αὐτοὶ ἔγραψαν ἤ φέρνει τὸ ὄνομά τους.
Σὲ ὥρα ἱερουργίας τὸν δείχνει καὶ ἡ τοιχογραφία μας. Βρίσκεται ὁ Ἅγιός μας στὴν κεντρικὴ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ. Παρουσιάζεται, ὅπως τὸν ξέρουμε ἀπὸ τὰ παραδοσιακὰ χαρακτηριστικά του καὶ τὶς παραπάνω μαρτυρίες τῶν βιογράφων του: ψηλός, λιπόσαρκος, ἐπιβλητικός, στοχαστικός. Φορεῖ τὴν ἀρχιερατική του στολὴ (στιχάριο, φελόνιο, ὠμοφόριο), φέρνει τὸ ἐπιγονάτιο μὲ τὸ ἑξαπτέρυγο καὶ τὸ πετραχήλι του. Μὲ τὸ ἀνυψωμένο δεξί του χέρι κρατεῖ εἰλητάριο, πού τὰ ἀνακρατεῖ τὸ ἄλλο, τὸ ἀριστερό. Σ’ αὐτὸ ἀναγράφεται ἡ ἀρχή τῆς εὐχῆς τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου- ΟΥΔΕΙΣ ΑΞΙΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΩΝ ΤΑΙΣ ΣΑΡΚΙΚΑΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΙΣ ΚΑΙ ΗΔΟΝΑΙΣ.
Οἱ πολύχρονοι ἀγῶνες του γιὰ τὸ καλό τῆς Ἐκκλησίας τὸν κρατοῦσαν πάντοτε σὲ ἐγρήγορση. Τὸ πλατὺ μέτωπο μὲ τὶς ρυτίδες, τὰ τοξωτὰ φρύδια, τὸ κουρασμένο, ὀξυδερκὲς καὶ αὐστηρό βλέμμα, καθὼς ἡ κλίση τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν ὤμων, δείχνουν ἕνα συγκεντρωμένο στὸν ἑαυτό του καὶ στὶς σκέψεις του πρόσωπο. Ἔχουμε μπροστὰ μας τὸν ποιμένα μὲ τὴν ἄγρυπνη φροντίδα, τὸν μεγάλο καὶ βαθὺ θεολόγο, τὸν γλαφυρὸ διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος «τὰ φρονήματα τῶν κακόδοξων καταβρόντησε (=καταπολέμησε), ρύθμισε τὴν ἠθικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀποσαφήνισε τὴ γνώση τῶν ὄντων. Ἔτσι μὲ τὴν ὅλη ἀρετή του ὁδήγησε στὴ σωτηρία τὸ λογικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ» (Ἀπὸ τὸ Συναξάριο τῆς ἑορτῆς του).
«Θαυμαστὴ ἑνότητα πνεύματος διέπει ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Βασιλείου. Αὐτὴ χαρίζει καὶ στὴ ζωὴ του ἄκρα συνέπεια. Ἰδανικό του νὰ φτάσει τὴν ἁγιότητα. Ὅλα αὐτά πηγὴ τους ἔχουν τὴν ὁλόθερμη ἀποδοχὴ τῆς πίστης. Ἀποστολικὸς ὁ ζῆλος τοῦ Βασιλείου· πρέπει νὰ πολεμήσει τὶς αἱρέσεις, νὰ οἰστρηλατήσει τὸ ποίμνιό του καὶ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ γίνει ἡ πίστη συνήθεια. Καὶ δουλεύει ἀκατάπαυστα, μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὸ νοῦ, νὰ ἀποκαλύψει τοὺς θησαυροὺς πού περιέχει ἡ χριστιανικὴ πίστη, νὰ θεμελιώσει τὴν πίστη, νὰ τὴν κάμει ἀπὸ ἄλογον, λογικήν.
Σὲ τοῦτο τὸ κολοσσιαῖο ἔργο ἀναλώθηκε ὁ Βασίλειος. Σκοπός του νὰ ἀνεβάσει τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ τὴ δική του καὶ τῶν ἄλλων στὴν κατανόηση τῶν μεγάλων ἀληθειῶν τοῦ χριστιανισμοῦ, κατανόηση πού θὰ τὴ συνοδεύει καὶ θὰ τὴν ὁλοκληρώνει τὸ ὁμόλογο ζήσιμο…» (Βασ. Τατάκης,Ἡ συμβολὴ τῆς Καππαδοκίας στὴ χριστιανικὴ σκέψη, Ἀθήνα 1960, σ. 138).

Ό μυστικός κόσμος τών βυζαντινών εικόνων,
ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία