Ησυχασμός
Ετικέτες ορθόδοξη ψυχοθεραπεία
Ετικέτες ορθόδοξη ψυχοθεραπεία
2. Ησυχασμός
Έχουμε μέχρι τώρα αναπτύξει, όσο ήταν δυνατόν, το τι είναι ησυχία, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα και ότι αυτή είναι απαραίτητη για την πνευματική μας ζωή. Συνιστάται από όλους τους αγίους Πατέρας, ως η καλύτερη μέθοδος καθάρσεως του ανθρώπου και επανόδου στον Θεό. Άλλωστε η Ορθοδοξία, όπως έχουμε επισημάνει, είναι μια θεραπευτική επιστήμη, που επιδιώκει την θεραπεία του ασθενούς ανθρώπου. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να παραθεωρήται, γιατί έτσι καταστρέφεται όλη η ουσία και το περιεχόμενο του Χριστιανισμού. Η κάθαρση, ως απαραίτητη προϋπόθεση θεώσεως, επιτυγχάνεται με την μέθοδο της ορθοδόξου ευσεβείας στην οποία η ησυχία κατέχει σημαντικότατη θέση.
Όλη αυτή η μέθοδος και ο τρόπος βιώσεώς της λέγεται ησυχασμός. Δηλαδή ο αγωνιζόμενος που βρίσκεται μέσα στην ατμόσφαιρα της ησυχίας λέγεται ησυχαστής και ο τρόπος βιώσεως της ησυχίας λέγεται ησυχασμός. Εμείς βέβαια γνωρίζουμε τον ησυχασμό σαν μια θεολογική κίνηση του ΙΔ’ αιώνος, που εκπροσωπείται κυρίως από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος χρησιμοποιεί μια ειδική ψυχοσωματική μέθοδο και επιδιώκει, με την βοήθεια της θείας Χάριτος, να ενώση τον νου με την καρδιά και έτσι να βιώση την κοινωνία με τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υποστήριζε ότι αυτό γίνεται και στο σώμα. Δηλαδή και το σώμα μπορεί να αποκτήση εμπειρία της ζωής τουΘεού. Ο Βαρλαάμ αντίθετα, αγνοώντας αυτήν την μέθοδο, έγινε πολέμιός της, με αποτέλεσμα να καταδικασθή από την Εκκλησία και τελικά να απομακρυνθή από τον ορθόδοξο χώρο. Η ησυχαστική έρις, όπως ονομάστηκε, τελείωσε με τις Συνόδους που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη το 1341, 1346 και 1351. Η τελευταία Σύνοδος που «δικαίωσε» τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, εκφραστή της ησυχαστικής ζωής, θεωρείται Οικουμενική. «Νομίζομεν όμως, ότι η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά το 1351, κρίνοντας τουλάχιστον βάσει του μεγάλου θεολογικού έργου της, δύναται και αξίζει να συναριθμήται εις τας Οικουμενικάς Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, των οποίων δεν υστερεί εις τίποτε ως προς την σωτηριολογικήν σημασίαν της θεολογίας της. Η Σύνοδος αύτη αποτελεί την απόδειξιν της συνεχείας της συνοδικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της ζώσης εμπειρίας και θεολογίας περί της εν Χριστώ σωτηρίας»[34].
Όμως αυτή η ησυχαστική κίνηση δεν εμφανίσθηκε τον ΙΔ’ αιώνα, αλλά υπάρχει από τους πρώτους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας. Την ησυχία την συναντούμε στην Αγία Γραφή, στους πρώτους Πατέρας της Εκκλησίας. Ήδη στα προηγούμενα δειγματοληπτικά αναφέραμε Πατέρας από όλους τους αιώνες της ιστορίας της Εκκλησίας. Αναφέραμε τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον Μ. Βασίλειο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον όσιο Θαλάσσιο, τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Άλλωστε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν είναι ο εισηγητής του ησυχασμού, αλλά ο εκφραστής, εκείνος που έζησε και εξέφρασε όλη αυτή την ιερά πορεία της ψυχής. Ο ησυχασμός λοιπόν αποτελεί την γνήσια μορφή της χριστιανικής ζωής.
Με τον όρο όμως ησυχασμό χαρακτηρίζουμε και την μέθοδο εκείνη που χρησιμοποιείται για την συγκέντρωση του νου στην καρδιά. Το θέμα είναι πάρα πολύ μεγάλο και θα ήθελα απλώς να εντοπίσω μερικές θέσεις.
Ο νους του ανθρώπου στην προσπάθεια να καθαρισθή ίσταται «ευκτικώς εν τη καρδία». Συνεχώς επαναλαμβάνει την μονολόγιστη ευχή του Ιησού, που λέγεται μονολόγιστη ακριβώς γιατί έχει μόνον ένα λόγο. Δεν ασχολείται με πολλούς λόγους. Διαρκώς μνημονεύει το Όνομα του Ιησού Χριστού. Ο νους συγχρόνως προσέχει τους λογισμούς για να μην εισχωρήσουν στην θύρα της καρδιάς. Έτσι, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, συνδυάζεται η νήψη με την προσευχή.
«Είναι όμως δυνατή και μία ακόμη βαθυτέρα κατάβασις του νοός εις την καρδίαν. Όταν κατ’ ενέργειαν Θεού συνενούται ο νους μετά της καρδίας, κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να απεκδύηται θετικώς πάσαν εικόνα και έννοιαν, ενώ ταυτοχρόνως αι είσοδοι της καρδίας κλείονται εις παν αλλότριον, τότε η ψυχή εισέρχεται εις «γνόφον» όλως ιδιαίτερως τάξεως, και κατόπιν αξιούται αφάτου συμπαραστάσεως ενώπιον του Θεού καθαρώ τω νοΐ»[35].
Χρησιμοποιούνται πολλοί τρόποι για να επιτευχθή αυτή η συγκέντρωση του νου και ο περιπλανόμενος νους να επιστρέψη στην καρδιά. Με τους τρόπους που χρησιμοποιούμε πρέπει απαραίτητα να συνδέεται η μετάνοια, γιατί διαφορετικά εκφυλίζεται σε μια μηχανική μέθοδο.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε ομιλία του την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου παρουσιάζει την τελωνική προσευχή, τον τρόπο με τον οποίο προσευχόταν ο Τελώνης, σαν τύπο της προσευχής του ησυχαστού. Στο Ευαγγέλιο αναφέρεται: «ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων∙ ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ιη’, 13). Ερμηνεύοντας αυτή την περικοπή ο άγιος λέγει χαρακτηριστικά. Το «εστώς» δείχνει «την επί πολύ παράστασιν της στάσεως. Ομού και το επίμονον της δεήσεως και των ιλαστηρίων ρημάτων». Ο τελώνης έλεγεν «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τίποτε περισσότερο. «Μηδέν έτερον μήτε προτιθείς, μήτε διανοούμενος, εαυτώ μόνω προσείχε και τω Θεώ, αυτήν εφ’ εαυτήν στρέφων και πολλαπλασιάζων μόνην την μονολόγιστον δέησιν, όπερ ανυσιμώτατόν εστι προσευχής είδος». Φαίνεται εδώ η αξία της μονολογίστου ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ο ησυχαστής, σαν τον Τελώνη, δεν διανοείται απολύτως τίποτε, αλλά συγκεντρώνει τον νου στα λόγια της ευχής. Την φράση του Χριστού ότι ο Τελώνης «ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν άραι» ερμηνεύει προβάλλοντας το σχήμα του ησυχαστού: «Αύτη η στάσις και στάσις ην ομού και υπόπτωσις και ουκ ευτελούς δούλου μόνον, αλλά και καταδίκου παράστασις». Με τον τρόπο και το σχήμα αυτό ο Τελώνης εδείκνυε «την οικείαν κατάγνωσιν και αυτομεμψίαν∙ ανάξιον γαρ εαυτόν ηγείτο και του ουρανού και του κατά την γην ιερού». Το ότι έτυπτε το στήθος αυτού δείχνει και την συμμετοχή του σώματος στο άλγος και το πένθος της ψυχής. «Υπό της σφοδράς κατανύξεως τύπτων το εαυτού στήθος και πληγών εαυτόν άξιον παριστάς εντεύθεν, βαρυπενθών και τους στεναγμούς αναπέμπων εκείθεν και την κεφαλήν ως κατάδικος κλίνων, αμαρτωλόν εκάλει και τον ιλασμόν πιστώς επεζήτει»[36].
Φαίνεται εδώ καθαρά ο Χριστός με την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ερμηνεύοντας «ησυχαστικά» την παραβολή, παρουσιάζουν την ησυχία και την προσευχή ως την καλυτέρα μέθοδο για να λάβη ο άνθρωπος έλεος από τον Θεό. Αυτή είναι η αρτιοτέρα προσευχή. Είναι μονολόγιστη, διακατέχεται από βαθειά μετάνοια, το σώμα συμμετέχει στην προσευχή, αφού και αυτό θα λάβη την Χάρη του Θεού, το κλίμα της προσευχής είναι η αυτομεμψία και η οικεία κατάγνωση.
Επειδή ο αιρετικός Βαρλαάμ ειρωνευόταν τους ησυχαστάς της εποχής του που χρησιμοποιούσαν μια ιδιαίτερη κλίση της κεφαλής και του σώματος για να επιτύχουν την συγκέντρωση του νου και την ενοειδή συνέλιξη των δυνάμεων της ψυχής, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανέφερε την περίπτωση του Προφήτου Ηλιού, που προσευχήθηκε προς τον Θεό, αφού έθεσε την κεφαλήν του μεταξύ των γονάτων: «Και αυτός ο την θεοπτίαν τελεώτατος Ηλίας, την κεφαλήν τοις γόνασιν ερείσας και ούτω τον νουν εις εαυτόν και τον Θεόν φιλοπονώτερον συναγωγών, τον πολυετή εκείνον έλυσαν αυχμόν»[37]. Στην συνέχεια συνιστά ο αγιορείτης άγιος έναν τέτοιο τρόπο για την συγκέντρωση του νου: «... τον τε οφθαλμόν μη ώδε κακείσε περιάγειν, αλλ’ οίον ερείσματί τινι τω οικείω στήθει ή τω ομφαλώ τούτον προσερείδειν και την δι’ όψεως έξω χεομένην δύναμιν του νου της καρδίας είσω πέμπειν αύθις δια του τοιούτου σχήματος του σώματος...»[38].
Αναφερόμενος στα θέματα αυτά, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ευχή, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης συνιστά: «Και από μεν πρωΐας καθεζόμενος εν σπιθαμιαία καθέδρα, άγξον τον νουν εκ του ηγεμονικού εν καρδία και κράτει αυτόν εν αυτή∙ κύπτων δε εμπόνως, και τα στέρνα, ώμους τε και τον τράχηλον σφοδρώς περιαλγών, επιμόνως κράζε νοερώς ή ψυχικώς το, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Επίσης παραγγέλλει να κρατούμε την αναπνοή για να συγκεντρωθή ο νους. «Κράτει δε και τον ανασασμόν του πνεύματος, ίνα μη αδεώς πνης∙ η γαρ αύρα των πνευμάτων από καρδίας αναδιδομένη, σκοτίζει τον νουν και ριπίζει την διάνοιαν εκείθεν αυτόν απείργων»[39].
Στο θέμα της αναπνοής προσάγει άλλες πατερικές μαρτυρίες[40].
Σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος (Γρηγόριος Σιναΐτης) περιγράφει τον τρόπο της ευχής που συγκεντρώνει τον νου, πράγμα το οποίο συνιστά τον λεγόμενο ησυχασμό. «Ποτέ μεν επί σκάμνου, το πλείστον, δια το επίπονον∙ ποτέ δε, και επί στρωμνής ολιγάκις, έως καιρού, δια την άνεσιν∙ εν υπομονή δε οφείλει είναι το κάθισμά σου, δια τον ειπόντα, τη προσευχή προσκαρτερούντες∙ και μη ταχέως ανίστασθαι ολιγωρούντα δια το επίπονον άλγος και την του νοός νοεράν βοήν και συνεχή πήξιν∙ ιδού γαρ, φησίν ο Προφήτης, ωδίνες συνέλαβόν με, ώσπερ τίκτουσαν∙ αλλά κύπτων κάτωθεν και τον νουν εν τη καρδία συνάγων, είπερ διήνοικται, επικαλού τον Κύριον Ιησούν εις βοήθειαν. Πονών δε τους ώμους και την κεφαλήν πολλάκις αλγών, καρτέρει επιπόνως και ερωτικώς εν αυτοίς, ζητών εν καρδία τον Κύριον. Βιαστών γαρ εστιν η Βασιλεία του Θεού και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν∙ την σπουδήν εν τούτοις και των τοιούτων πόνων ο Κύριος υπέδειξεν αληθώς. Υπομονή γαρ και καρτερία εν πάσι, γεννήτρια πόνων και σώματος και ψυχής»[41].
Πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η αξία της νοεράς ησυχίας, η αδιάλειπτη προσευχή, η επανάληψη της μονολογίστου ευχής του Ιησού, ο ιδιαίτερος τρόπος συγκεντρώσεως του νου και της ενώσεως του με την καρδιά, η στάση του σώματος κατά την προσευχή και ο περιορισμός των αισθήσεων, η διδασκαλία ότι η Χάρη του Θεού είναι άκτιστη και ότι ο άνθρωπος μπορεί να την δεχθή μέσα στην καρδιά του, ότι το Θαβώριο Φως είναι ανώτερο από την ανθρώπινη γνώση και όχι «χείρω νοήσεως», που όλα αυτά καθορίζουν τον λεγόμενο ησυχασμό, έχουν «δικαιωθή» από τις Συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως και επομένως ο αντιλέγων σ’ αυτά τα θέματα δεν βρίσκεται μέσα στον χώρο της Ορθοδόξου Παραδόσεως και δημιουργεί οπωσδήποτε προϋποθέσεις αποκοπής από την ζωή της.
Έχουμε μέχρι τώρα αναπτύξει, όσο ήταν δυνατόν, το τι είναι ησυχία, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα και ότι αυτή είναι απαραίτητη για την πνευματική μας ζωή. Συνιστάται από όλους τους αγίους Πατέρας, ως η καλύτερη μέθοδος καθάρσεως του ανθρώπου και επανόδου στον Θεό. Άλλωστε η Ορθοδοξία, όπως έχουμε επισημάνει, είναι μια θεραπευτική επιστήμη, που επιδιώκει την θεραπεία του ασθενούς ανθρώπου. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να παραθεωρήται, γιατί έτσι καταστρέφεται όλη η ουσία και το περιεχόμενο του Χριστιανισμού. Η κάθαρση, ως απαραίτητη προϋπόθεση θεώσεως, επιτυγχάνεται με την μέθοδο της ορθοδόξου ευσεβείας στην οποία η ησυχία κατέχει σημαντικότατη θέση.
Όλη αυτή η μέθοδος και ο τρόπος βιώσεώς της λέγεται ησυχασμός. Δηλαδή ο αγωνιζόμενος που βρίσκεται μέσα στην ατμόσφαιρα της ησυχίας λέγεται ησυχαστής και ο τρόπος βιώσεως της ησυχίας λέγεται ησυχασμός. Εμείς βέβαια γνωρίζουμε τον ησυχασμό σαν μια θεολογική κίνηση του ΙΔ’ αιώνος, που εκπροσωπείται κυρίως από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος χρησιμοποιεί μια ειδική ψυχοσωματική μέθοδο και επιδιώκει, με την βοήθεια της θείας Χάριτος, να ενώση τον νου με την καρδιά και έτσι να βιώση την κοινωνία με τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υποστήριζε ότι αυτό γίνεται και στο σώμα. Δηλαδή και το σώμα μπορεί να αποκτήση εμπειρία της ζωής τουΘεού. Ο Βαρλαάμ αντίθετα, αγνοώντας αυτήν την μέθοδο, έγινε πολέμιός της, με αποτέλεσμα να καταδικασθή από την Εκκλησία και τελικά να απομακρυνθή από τον ορθόδοξο χώρο. Η ησυχαστική έρις, όπως ονομάστηκε, τελείωσε με τις Συνόδους που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη το 1341, 1346 και 1351. Η τελευταία Σύνοδος που «δικαίωσε» τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, εκφραστή της ησυχαστικής ζωής, θεωρείται Οικουμενική. «Νομίζομεν όμως, ότι η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά το 1351, κρίνοντας τουλάχιστον βάσει του μεγάλου θεολογικού έργου της, δύναται και αξίζει να συναριθμήται εις τας Οικουμενικάς Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, των οποίων δεν υστερεί εις τίποτε ως προς την σωτηριολογικήν σημασίαν της θεολογίας της. Η Σύνοδος αύτη αποτελεί την απόδειξιν της συνεχείας της συνοδικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της ζώσης εμπειρίας και θεολογίας περί της εν Χριστώ σωτηρίας»[34].
Όμως αυτή η ησυχαστική κίνηση δεν εμφανίσθηκε τον ΙΔ’ αιώνα, αλλά υπάρχει από τους πρώτους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας. Την ησυχία την συναντούμε στην Αγία Γραφή, στους πρώτους Πατέρας της Εκκλησίας. Ήδη στα προηγούμενα δειγματοληπτικά αναφέραμε Πατέρας από όλους τους αιώνες της ιστορίας της Εκκλησίας. Αναφέραμε τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον Μ. Βασίλειο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον όσιο Θαλάσσιο, τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Άλλωστε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν είναι ο εισηγητής του ησυχασμού, αλλά ο εκφραστής, εκείνος που έζησε και εξέφρασε όλη αυτή την ιερά πορεία της ψυχής. Ο ησυχασμός λοιπόν αποτελεί την γνήσια μορφή της χριστιανικής ζωής.
Με τον όρο όμως ησυχασμό χαρακτηρίζουμε και την μέθοδο εκείνη που χρησιμοποιείται για την συγκέντρωση του νου στην καρδιά. Το θέμα είναι πάρα πολύ μεγάλο και θα ήθελα απλώς να εντοπίσω μερικές θέσεις.
Ο νους του ανθρώπου στην προσπάθεια να καθαρισθή ίσταται «ευκτικώς εν τη καρδία». Συνεχώς επαναλαμβάνει την μονολόγιστη ευχή του Ιησού, που λέγεται μονολόγιστη ακριβώς γιατί έχει μόνον ένα λόγο. Δεν ασχολείται με πολλούς λόγους. Διαρκώς μνημονεύει το Όνομα του Ιησού Χριστού. Ο νους συγχρόνως προσέχει τους λογισμούς για να μην εισχωρήσουν στην θύρα της καρδιάς. Έτσι, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, συνδυάζεται η νήψη με την προσευχή.
«Είναι όμως δυνατή και μία ακόμη βαθυτέρα κατάβασις του νοός εις την καρδίαν. Όταν κατ’ ενέργειαν Θεού συνενούται ο νους μετά της καρδίας, κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να απεκδύηται θετικώς πάσαν εικόνα και έννοιαν, ενώ ταυτοχρόνως αι είσοδοι της καρδίας κλείονται εις παν αλλότριον, τότε η ψυχή εισέρχεται εις «γνόφον» όλως ιδιαίτερως τάξεως, και κατόπιν αξιούται αφάτου συμπαραστάσεως ενώπιον του Θεού καθαρώ τω νοΐ»[35].
Χρησιμοποιούνται πολλοί τρόποι για να επιτευχθή αυτή η συγκέντρωση του νου και ο περιπλανόμενος νους να επιστρέψη στην καρδιά. Με τους τρόπους που χρησιμοποιούμε πρέπει απαραίτητα να συνδέεται η μετάνοια, γιατί διαφορετικά εκφυλίζεται σε μια μηχανική μέθοδο.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε ομιλία του την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου παρουσιάζει την τελωνική προσευχή, τον τρόπο με τον οποίο προσευχόταν ο Τελώνης, σαν τύπο της προσευχής του ησυχαστού. Στο Ευαγγέλιο αναφέρεται: «ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων∙ ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ιη’, 13). Ερμηνεύοντας αυτή την περικοπή ο άγιος λέγει χαρακτηριστικά. Το «εστώς» δείχνει «την επί πολύ παράστασιν της στάσεως. Ομού και το επίμονον της δεήσεως και των ιλαστηρίων ρημάτων». Ο τελώνης έλεγεν «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τίποτε περισσότερο. «Μηδέν έτερον μήτε προτιθείς, μήτε διανοούμενος, εαυτώ μόνω προσείχε και τω Θεώ, αυτήν εφ’ εαυτήν στρέφων και πολλαπλασιάζων μόνην την μονολόγιστον δέησιν, όπερ ανυσιμώτατόν εστι προσευχής είδος». Φαίνεται εδώ η αξία της μονολογίστου ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ο ησυχαστής, σαν τον Τελώνη, δεν διανοείται απολύτως τίποτε, αλλά συγκεντρώνει τον νου στα λόγια της ευχής. Την φράση του Χριστού ότι ο Τελώνης «ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν άραι» ερμηνεύει προβάλλοντας το σχήμα του ησυχαστού: «Αύτη η στάσις και στάσις ην ομού και υπόπτωσις και ουκ ευτελούς δούλου μόνον, αλλά και καταδίκου παράστασις». Με τον τρόπο και το σχήμα αυτό ο Τελώνης εδείκνυε «την οικείαν κατάγνωσιν και αυτομεμψίαν∙ ανάξιον γαρ εαυτόν ηγείτο και του ουρανού και του κατά την γην ιερού». Το ότι έτυπτε το στήθος αυτού δείχνει και την συμμετοχή του σώματος στο άλγος και το πένθος της ψυχής. «Υπό της σφοδράς κατανύξεως τύπτων το εαυτού στήθος και πληγών εαυτόν άξιον παριστάς εντεύθεν, βαρυπενθών και τους στεναγμούς αναπέμπων εκείθεν και την κεφαλήν ως κατάδικος κλίνων, αμαρτωλόν εκάλει και τον ιλασμόν πιστώς επεζήτει»[36].
Φαίνεται εδώ καθαρά ο Χριστός με την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, αλλά και ο άγιος Γρηγόριος ερμηνεύοντας «ησυχαστικά» την παραβολή, παρουσιάζουν την ησυχία και την προσευχή ως την καλυτέρα μέθοδο για να λάβη ο άνθρωπος έλεος από τον Θεό. Αυτή είναι η αρτιοτέρα προσευχή. Είναι μονολόγιστη, διακατέχεται από βαθειά μετάνοια, το σώμα συμμετέχει στην προσευχή, αφού και αυτό θα λάβη την Χάρη του Θεού, το κλίμα της προσευχής είναι η αυτομεμψία και η οικεία κατάγνωση.
Επειδή ο αιρετικός Βαρλαάμ ειρωνευόταν τους ησυχαστάς της εποχής του που χρησιμοποιούσαν μια ιδιαίτερη κλίση της κεφαλής και του σώματος για να επιτύχουν την συγκέντρωση του νου και την ενοειδή συνέλιξη των δυνάμεων της ψυχής, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανέφερε την περίπτωση του Προφήτου Ηλιού, που προσευχήθηκε προς τον Θεό, αφού έθεσε την κεφαλήν του μεταξύ των γονάτων: «Και αυτός ο την θεοπτίαν τελεώτατος Ηλίας, την κεφαλήν τοις γόνασιν ερείσας και ούτω τον νουν εις εαυτόν και τον Θεόν φιλοπονώτερον συναγωγών, τον πολυετή εκείνον έλυσαν αυχμόν»[37]. Στην συνέχεια συνιστά ο αγιορείτης άγιος έναν τέτοιο τρόπο για την συγκέντρωση του νου: «... τον τε οφθαλμόν μη ώδε κακείσε περιάγειν, αλλ’ οίον ερείσματί τινι τω οικείω στήθει ή τω ομφαλώ τούτον προσερείδειν και την δι’ όψεως έξω χεομένην δύναμιν του νου της καρδίας είσω πέμπειν αύθις δια του τοιούτου σχήματος του σώματος...»[38].
Αναφερόμενος στα θέματα αυτά, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ευχή, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης συνιστά: «Και από μεν πρωΐας καθεζόμενος εν σπιθαμιαία καθέδρα, άγξον τον νουν εκ του ηγεμονικού εν καρδία και κράτει αυτόν εν αυτή∙ κύπτων δε εμπόνως, και τα στέρνα, ώμους τε και τον τράχηλον σφοδρώς περιαλγών, επιμόνως κράζε νοερώς ή ψυχικώς το, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Επίσης παραγγέλλει να κρατούμε την αναπνοή για να συγκεντρωθή ο νους. «Κράτει δε και τον ανασασμόν του πνεύματος, ίνα μη αδεώς πνης∙ η γαρ αύρα των πνευμάτων από καρδίας αναδιδομένη, σκοτίζει τον νουν και ριπίζει την διάνοιαν εκείθεν αυτόν απείργων»[39].
Στο θέμα της αναπνοής προσάγει άλλες πατερικές μαρτυρίες[40].
Σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος (Γρηγόριος Σιναΐτης) περιγράφει τον τρόπο της ευχής που συγκεντρώνει τον νου, πράγμα το οποίο συνιστά τον λεγόμενο ησυχασμό. «Ποτέ μεν επί σκάμνου, το πλείστον, δια το επίπονον∙ ποτέ δε, και επί στρωμνής ολιγάκις, έως καιρού, δια την άνεσιν∙ εν υπομονή δε οφείλει είναι το κάθισμά σου, δια τον ειπόντα, τη προσευχή προσκαρτερούντες∙ και μη ταχέως ανίστασθαι ολιγωρούντα δια το επίπονον άλγος και την του νοός νοεράν βοήν και συνεχή πήξιν∙ ιδού γαρ, φησίν ο Προφήτης, ωδίνες συνέλαβόν με, ώσπερ τίκτουσαν∙ αλλά κύπτων κάτωθεν και τον νουν εν τη καρδία συνάγων, είπερ διήνοικται, επικαλού τον Κύριον Ιησούν εις βοήθειαν. Πονών δε τους ώμους και την κεφαλήν πολλάκις αλγών, καρτέρει επιπόνως και ερωτικώς εν αυτοίς, ζητών εν καρδία τον Κύριον. Βιαστών γαρ εστιν η Βασιλεία του Θεού και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν∙ την σπουδήν εν τούτοις και των τοιούτων πόνων ο Κύριος υπέδειξεν αληθώς. Υπομονή γαρ και καρτερία εν πάσι, γεννήτρια πόνων και σώματος και ψυχής»[41].
Πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η αξία της νοεράς ησυχίας, η αδιάλειπτη προσευχή, η επανάληψη της μονολογίστου ευχής του Ιησού, ο ιδιαίτερος τρόπος συγκεντρώσεως του νου και της ενώσεως του με την καρδιά, η στάση του σώματος κατά την προσευχή και ο περιορισμός των αισθήσεων, η διδασκαλία ότι η Χάρη του Θεού είναι άκτιστη και ότι ο άνθρωπος μπορεί να την δεχθή μέσα στην καρδιά του, ότι το Θαβώριο Φως είναι ανώτερο από την ανθρώπινη γνώση και όχι «χείρω νοήσεως», που όλα αυτά καθορίζουν τον λεγόμενο ησυχασμό, έχουν «δικαιωθή» από τις Συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως και επομένως ο αντιλέγων σ’ αυτά τα θέματα δεν βρίσκεται μέσα στον χώρο της Ορθοδόξου Παραδόσεως και δημιουργεί οπωσδήποτε προϋποθέσεις αποκοπής από την ζωή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου