Νοσταλγοί της αγιότητος
Γνωρίζουμε ὅλοι πολύ καλά ὅτι τήν ἁγιότητα τήν ἐξορίσαμε ἀπό τήν κοινωνική ζωή μας. Εἶναι πλέον κάτι ξένο πρός τόν πολιτισμό καί τίς ἀναζητήσεις τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου.Ὁ ἅγιος δέν ἀποτελεῖ πιά κάτι τό οἰκεῖο καί ἀνθρώπινο, ἀλλά ἔχει τοποθετηθεῖ στή σφαίρα τοῦ ὑπερανθρώπινου καί γενικά πιστεύεται πώς ἡ ἐμφάνισή του ἀνήκει στίς δυνατότητες μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς πού ἔχει πιά περάσει.
Γι’ αὐτό ἀναζητοῦμε τό λησμονημένο ὅραμα τῆς ἁγιότητος, γιατί θέλουμε νά μάθουμε, νά ἀκούσουμε, νά δοῦμε, νά ψηλαφήσουμε τό πῶς ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων τούτου τοῦ τόπου γιά τούς ἁγίους ἐνέπνεε τόν πολιτισμό τους καί ἀποτελοῦσε τό πρότυπό τους. Τοῦτος ὁ λαός, σέ ἐποχές πολύ πιό διαφορετικές ἀπ’ ὅ,τι ἡ σύγχρονη καί κοινωνικές συνθῆκες πολύ δυσκολότερες, βίωσε τήν ἁγιότητα καί τῆς ἔδωσε λόγο, ἐνῶ σήμερα ἀκούγεται ὡς ἀνεπίκαιρη καί ἀνέφικτη.
Οἱ διηγήσεις τῶν παλαιοτέρων γιά τά θαύματα τῶν ἁγίων, τά ἀκούσματα γιάτά μαρτύρια πού ὑπέστησαν, αὐξάνουν τή συγκίνησή μας καί μᾶς ὁδηγοῦν σέ κατάνυξη. Ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου μας ἀλλοιώνεται καί πρός στιγμή εἴμαστε βέβαιοι ὅτι βρισκόμαστε πολύ κοντά τους. Ὅταν ὅμως ἔλθει ἡ στιγμή τῆς πρόσκλησης γιά νά μιμηθοῦμε τή βιοτή τους, τότε συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁμολογοῦμε μέ τό στόμα τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ ἡ ὕπαρξή μας ἐπιθυμεῖ τά τοῦ κόσμου, τότε κατανοοῦμε γιατί ψάχνουμε τόν τόπο καί ὄχι τόν τρόπο γιά νά ἁγιασθοῦμε. Ἅγιος ὅμως δέν εἶναι ὁ τόπος στόν ὁποῖο συναθροίζονται οἱ πιστοί, ἀλλά ἡ ὑπαρξιακή κατάστασή τους: ἡ ἀκεραία πίστη καί ἡ ἀγάπη, προερχόμενη ἀπό καθαρή καρδιά καί καλή συνείδηση. Σ’ αὐτόν τόν «τόπο» πρέπει νά στεκόμαστε, κι ὄχι μόνο στόν τυπολατρικά ὁρισμένο χῶρο τελέσεως τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν ἱεροπραξιῶν.
Συνεπῶς ἅγιος εἶναι ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπό τό κακό κι ὄχι φυσικά ἀπό τόν κόσμο. Ἡ ἴδια ἐξάλλου ἡ ἔννοια «κόσμος» δέν ἔχει κοσμολογική, ἀλλά κοινωνικοπολιτική μάλιστα σημασία. Ὅποιος ἔχει διαχωρίσει τόν ἑαυτό του ἀπό τήν «ἐπιθυμία τοῦ κόσμου» καί ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό κάθε τάση παραγωγῆς τοῦ κακοῦ, αὐτός βρίσκεται μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων. Ὑπ’ αὐτό τό πνεῦμα, μποροῦμε νά κατανοήσουμε γιατί ἅγιος εἶναι ὅποιος δέν στηρίζεται ποτέ στούς «ἀνθρώπους», ἀλλά μόνο στό βίο πού ὑποδεικνύει ὁ Ἰησοῦς.
Ἐμεῖς ὅμως προτιμοῦμε νά προσκυνοῦμε τούς ἁγίους παρά νά γίνουμε κοινωνοί τοῦ πνεύματος καί τῆς μαρτυρίας τους. Θεωροῦμε πώς εἶναι πιό ἀνώδυνο νά τιμοῦμε μέ ὕμνους καί λόγια τούς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό νά δοξάζουμε τόν ἴδιο τόν Θεό «ἐν τῷ σώματι καὶ ἐν τῷ πνεύματι ἡμῶν» καί ἔτσι νά γίνουμε κοινωνοί τῆς ἁγιότητος πού μᾶς προσφέρει ὁ Θεός μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Υἱοῦ του. Ὁ χῶρος μέσα στόν ὁποῖο συντελεῖται τό γεγονός τῆς κατά χάριν μετάδοσης τῆς ἁγιότητος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ζωτικό κέντρο ἀποτελεῖ ἡ Θεία Εὐχαριστία. Στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ὅλοι Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτή τήν ἕνωση μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν ζοῦσαν ἔντονα οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Γι’ αὐτό ἀγαποῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως τόν ἑαυτό τους, ὡς μέλη τοῦ ἴδιου σώματος. Γι’ αὐτό ἀγαποῦσαν μέ ὅλη τους τήν ψυχή τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ἀφοῦ ἦταν μέλη τοῦ δικοῦ Του Σώματος. Γι’ αὐτό καί οἱ μάρτυρες προτιμοῦσαν νά τούς κόψουν τά μέλη τοῦ σώματός τους, παρά νά ἀποκοποῦν αὐτοί ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς θαυμάζουμε τά ὑπερφυσικά γεγονότα στούς βίους τῶν Ἁγίων καί λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἁγιότητα δέν ταυτίζεται μέ τά ἐπιτεύγματα τῆς ἠθικῆς καί τῆς ἀσκήσεως οὔτε μέ ὑπερφυσικές ἐμπειρίες.
Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἰδιότητα μόνο τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοί γινόμαστε μέτοχοι ἁγιότητός Του διά τῆς τοῦ «ζωοποιοῦ πνεύματος ἐπιφοιτήσεως». Οἱ ἅγιοι δέν διαθέτουν δική τους ἁγιότητα, ἀλλά μετέχουν στήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι μάρτυρες πέτυχαν ἀκριβῶς αὐτήν τήν ταύτισή τους μέ τόν Χριστό σέ μία ἀπόλυτη σχέση. Ὅλο τους τό εἶναι ἦταν δοσμένο στόν Χριστό καί δέν εἶχαν τόν διχασμό καί τή διάσπαση πού ἔχουμε ἐμεῖς. Νά, γιατί ἐξορίσαμε τήν ἁγιότητα στή σφαίρα τοῦ ὑπερφυσικοῦ καί τήν θεωροῦμε προνόμιο τῶν λίγων. Γιατί δέν μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε καί γιατί ἔτσι δικαιολογοῦμε τόν ἐγωϊσμό καί τή φιλαυτία μας. Ἔτσι ἐξαπατοῦμε ὅλους ἐκείνους πού πιστεύουν ὅτι τό κακό δείχνει πανάσχημο, ὅτι ὁ διάβολος φανερώνεται μέ οὐρά καί κέρατα, ἐνῶ σήμερα τό κακό μπορεῖ νά παρουσιασθεῖ πολύ πειστικά ὡς καλό.
Ὁ διάβολος ἐνδύεται περίτεχνα τήν ὀμορφιά ἑνός Ἀγγέλου. Ἡ ἀπειλή ὀνομάζεται προσφορά, ἡ ἐξουσία καί ἡ καταπίεση παρουσιάζονται ὡς διακονία καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού «θυσιαστικά» καί παθιασμένα πασχίζουν γιά τό «καλό μας» στήν οὐσία γίνονται οἱ σκληρότεροι δεσμοφύλακες καί μᾶς ἐγκλωβίζουν στά ἀδιέξοδα τῆς ζωῆς. Ἐμεῖς βρισκόμαστε ἴσως σέ δεινότερη θέση ἀπό τούς πρώτους μάρτυρες, διότι ἐκεῖνοι ζοῦσαν σέ μία ἐποχή εἰδωλολατρίας καί γνώριζαν ὅτι οἱ θεοί πού τούς ζητοῦσαν νά λατρέψουν ἦταν ψεύτικοι. Ἐμεῖς γκρεμίσαμε βέβαια τά εἴδωλα αὐτῶν τῶν θεῶν, στή θέση τους ὅμως τοποθετήσαμε τό δικό μας εἴδωλο, τόν ἑαυτό μας καί αὐτόν λατρεύουμε καί αὐτόν δοξάζουμε. Καί φυσικά εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι αὐτός, χωρίς τήν πνοή τοῦ Θεοῦ, χωρίς τήν ἐσταυρωμένη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, εἶναι ψεύτικος. Εἶναι πολύ ἐπώδυνο νά ὁμολογήσουμε ὅτι χωρίς ἀγάπη εἴμαστε ἕνα τίποτα: «καί ἐάν ἔχω πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν εἰμί». Ἐμεῖς ἐξαντλοῦμε τήν ἀγάπη μας σέ ἀγαθοεργίες πού τρέφουν τό ναρκισσισμό μας, ἐνῶ στό κέντρο τῆς ζωῆς μας, δίκην εἰδώλου, βρίσκεται μόνον τό ἐγώ μας, τό κύρος μας καί ἡ φήμη μας. Μιλοῦμε στούς ἄλλους γιά τά πνευματικά, γιατί στήν οὐσία φοβούμαστε ἢ δέν μποροῦμε νά τούς ἀγαπήσουμε. Πῶς λοιπόν θά φθάσουμε στό ὕψος τῶν ἁγίων;
Ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι ἕνα εἶδος πνευματικῆς ἐξουσίας πάνω στούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὁ σταυρός τῆς ταπεινῆς ἀγάπης πρός τούς πάντες καί τά πάντα. Ἁγιότητα σημαίνει ἐλευθερία, νά ἀγαποῦμε ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς μας, νά θυσιαζόμαστε γιά τούς ἄλλους μιμούμενοι τόν Χριστό ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Ἡ ζωή τῆς ἁγιότητος εἶναι ἕνας ὕμνος ἀγάπης καί ἡ ζωή τῆς ἀγάπης ἕνας ὕμνος ἁγιότητος. Ἐάν δέν ζοῦμε μέσα σ’ αὐτήν τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης, τότε καί αὐταπατώμεθα καί ἐξαπατοῦμε. Αὐταπατώμεθα, γιατί πιστεύουμε ὅτι ζοῦμε ὡς χριστιανοί, καί ἐξαπατοῦμε ἰσχυριζόμενοι ὅτι προσφέρουμε τή θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στήν οὐσία μιμούμεθα τό κοσμικό πνεῦμα τῆς ἐξουσίας καί τῆς δύναμης ζώντας στήν ἄνεση τῆς «πνευματικῆς» δόξας καί τοῦ ναρκισσισμοῦ. Οἱ ἅγιοι μᾶς φέρνουν τή φωνή τοῦ Κυρίου πού μᾶς προτρέπει: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί». Ἐμεῖς ὅμως ἀντιστεκόμαστε, γιατί γνωρίζουμε ὅτι ἀπό τή στιγμή πού θά ἀποδεχθοῦμε τήν ἀλήθεια τοῦ ἁγίου, τόν τύπο τοῦ ἁγίου ὡς πρότυπο ζωῆς, τότε θά ἀρχίσει τό προσωπικό μας μαρτύριο.
Ἀντιστεκόμαστε, γιατί γνωρίζουμε ὅτι ἡ διακονία καί μαρτυρία Χριστοῦ πληρώνεται ἀκριβά. Ἀντιστεκόμαστε, γιατί γνωρίζουμε ὅτι θά πρέπει νά δώσουμε μαρτυρία Χριστοῦ στήν οὐσία καί ὄχι στά λόγια. Ὁ μεγάλος κίνδυνος εἶναι νά σταματήσει νά ἀποτελεῖ ἡ πίστη μας μαρτύριο. Νά πάψει νά μᾶς παρέχει ὀδύνη, λύπη καί στεναγμό. Ἐάν αὐτά λείπουν δέν εἴμαστε μάρτυρες Χριστοῦ. Δέν εἴμαστε, γιατί δέν ἀντέχουμε τό μαρτύριο νά μήν εἴμαστε πρῶτοι. Δέν ἀντέχουμε νά εἴμαστε διάκονοι, δέν ἀντέχουμε νά μᾶς περιφρονοῦν. Ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τά πρωτεῖα, θέλουμε νά ἐξουσιάζουμε καί νά ἀπολαμβάνουμε τιμές καί δόξες. Γι’ αὐτό δέν μιλοῦμε γιά τό μαρτύριο, ἴσως γιατί καταλαβαίνουμε πώς ἡ ἁγιότητα δέν ἔχει πιά λόγο ἢ βαρέθηκε τά λόγια καί γιά νά τήν πλησιάσουμε, πρέπει νά σιωπήσουμε. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει παγιδευθεῖ ἄσχημα στό παιχνίδι τῶν πολλῶν λόγων. Ἔχει πιστέψει ὅτι θά σώσει τόν κόσμο μιλώντας πολύ, κάνοντας πολλά καί ἐπιτυγχάνοντας πολλά. Ἔχει λησμονήσει μία βασική ἀλήθεια: ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν σώζει μέ αὐτά πού λέγει, οὔτε μέ αὐτά πού κάνει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία σώζει μέ τό μαρτύριο καί τή μαρτυρία, σώζει μέ τόν τρόπο τῶν ἁγίων.
Ἐμεῖς ὅμως ἀντί νά ζήσουμε, προτιμοῦμε νά συλλογιζόμαστε καί νά φιλοσοφοῦμε. Οἱ ἅγιοι δέν ζητοῦν τίς προσευχές καί τά τάματά μας, ζητοῦν τήν καρδιά μας γιά νά ἐνσαρκώσουν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δέν θέλουν τή σκέψη καί τά δάκρυά μας, θέλουν τήν ὕπαρξή μας ὅλη γιά νά κατοικήσουν μέσα μας, θείᾳ χάριτι, ἔτσι ὥστε κατά σάρκα νά περιπατοῦμε «ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλά νά μήν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου». Νά γίνουμε «ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ» πρός τούς συνανθρώπους μας. Νά γίνουμε σημεῖο καί ἀναφορά σέ ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως καί ὄχι ἁπλῶς σέ ἄλλο τρόπο ἠθικῆς συμπεριφορᾶς.__
Ἐμεῖς ὅμως ἀντί νά ζήσουμε, προτιμοῦμε νά συλλογιζόμαστε καί νά φιλοσοφοῦμε. Οἱ ἅγιοι δέν ζητοῦν τίς προσευχές καί τά τάματά μας, ζητοῦν τήν καρδιά μας γιά νά ἐνσαρκώσουν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δέν θέλουν τή σκέψη καί τά δάκρυά μας, θέλουν τήν ὕπαρξή μας ὅλη γιά νά κατοικήσουν μέσα μας, θείᾳ χάριτι, ἔτσι ὥστε κατά σάρκα νά περιπατοῦμε «ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλά νά μήν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου». Νά γίνουμε «ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ» πρός τούς συνανθρώπους μας. Νά γίνουμε σημεῖο καί ἀναφορά σέ ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως καί ὄχι ἁπλῶς σέ ἄλλο τρόπο ἠθικῆς συμπεριφορᾶς.__
Του Καθηγητοῦ κ. Παναγιώτη Λαζ. Καλαϊτζίδη,
Δρ. Θεολογίας
πηγή : ἐν Ἐσόπτρῳ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου