ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ἤγουν, περὶ βίας καὶ πλάνης δαιμονικῆς
ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περὶ βίας καὶ πλάνης δαιμονικῆς.
«…Τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ ἔκφραση τοῦ κακοῦ, διττῶς διαστρέφει καὶ ἀντιστρατεύεται τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ παραπλανήσει τὸν ἄνθρωπο. Πρῶτα λοιπὸν τὸν πείθει ὅτι ἡ ἐπικράτηση τοῦ ἀγαθοῦ προϋποθέτει τὴ διάκριση τῶν ἀνθρώπων σὲ «φίλους» καὶ «ἐχθρούς». Ὕστερα, ὁλοκληρώνοντας τὸ ἔργο τῆς πλάνης, τὸν ἀναγκάζει νὰ ἀποδεχθεῖ ὡς ἠθικὰ ὀρθὴ καὶ ἀναγκαία τὴ χρήση πονηρῶν καὶ δόλιων μέσων γιὰ τὴν ὑπερνίκηση τῶν «ἐχθρῶν» καὶ τὴν τελικὴ ἐπικράτηση τοῦ ἀγαθοῦ.…».
|
«…Ἂν τὸ κακὸ δὲν «νικηθεῖ» πρῶτα σὲ αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ καὶ πνευματικὸ ἀγώνα, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐξαφανιστεῖ ἡ ἀδικία ἀπὸ τὴ ζωή μας, ἀφοῦ, ἀκόμη καὶ ἂν ἀφαιρεθεῖ βίαια ὁ πλοῦτος ἀπὸ τὸν ἕνα πλούσιο, ὁ ἑπόμενος ποὺ θὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ ἢ θὰ κληθεῖ νὰ τὸν διαχειριστεῖ στὸ ὄνομα τῆς δικαιοσύνης, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι αὐτός, ἐφόσον θὰ διακατέχεται ἀπὸ τὰ ἴδια πάθη, θὰ κάνει ἀναγκαστικὰ καὶ τὰ ἴδια λάθη (ἴσως καὶ μεγαλύτερα), μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀδιάκοπη ἀνακύκλωση τῆς ἴδιας ἀποτυχίας καὶ τὴ διαιώνιση, ἀντὶ γιὰ τὴν ἑξάλειψη, τῆς ἀδικίας…»
|
«Πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί,
συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν.
Αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ἠμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν»
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΕΚΛΕΚΤΟ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΜΟΥ κ. ΚΟΡΔΑ ΘΕΟΔΩΡΟ
ΣΕ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΕΤΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΥ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΙΣ ΣΗΜΕΙΟΝ ΕΞΟΔΙΟΝ.
Ε
|
ἶναι πραγματικὰ ἀνατρεπτικὸς καὶ αἰφνίδιος ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐξελίσσεται ἡ ἱστορία καὶ ὁ ἀνθρώπινος βίος. Ἡ τρεπτότητα τῆς ὕπαρξής μας πολὺ συχνὰ μεταλλάσσει τὰ πάντα μὲ γρήγορους ρυθμούς, διαψεύδοντας τὶς προβλέψεις καὶ τὶς προσδοκίες μας. Ὅσο ἀπρόβλεπτη καὶ ἀνεξέλεγκτη εἶναι ἡ πορεία τοῦ νεροῦ μέσα στὸ φυσικὸ κόσμο, τόσο ἀπρόβλεπτη καὶ ἀνεξέλεγκτη ἀποδεικνύεται καί ἡ πορεία τῆς ζωῆς μας.
Θ |
ύμα αὐτῆς τῆς τρεπτότητας τοῦ βίου εἴμαστε, τρόπον τινά, καὶ ἐμεῖς. Τὴν περασμένη χρονιὰ παρουσιάσαμε τὴ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν γιὰ τὸν πλοῦτο, ἀναπτύσσοντας παράλληλα καὶ τὴ βαθύτερη ἔννοια τῆς χριστιανικῆς ἀκτημοσύνης. Ἀναφέραμε τότε πώς: «…ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας...ἀναγγέλλει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀλήθεια της, ἀφήνοντας τὰ ὑπόλοιπα στὴν ἐλευθερία του...» καὶ «…σὲ κανέναν δὲν ἀναγνωρίζει τὸ δικαίωμα τῆς ἐπιβολῆς τοῦ δικαίου…». Σχολιάζοντας αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ στάση της, εἴπαμε ὅτι ὁρισμένοι ὑποστηρίζουν πώς «…στὸ σημεῖο αὐτό βρίσκεται ἡ ἀχίλλειος πτέρνα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἤ, ἀκόμη χειρότερα, πὼς ἐδῶ κρύβεται ἡ πρόθεσή της νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν πλοῦτο καί νὰ ὑπηρετήσει ἔτσι τὴ διαιώνιση τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας...». Προαναγγείλαμε μάλιστα ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ ἀπαντήσουμε σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία, ἀποκαλύπτοντας ἔτσι ἔμμεσα στοὺς ἀκροατές μας τὸ θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας.
Κ |
αὶ ἐνῶ αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχικὴ πρόθεση καὶ ὁ σχεδιασμός μας, ἡ τραγικὴ πορεία τῶν πραγμάτων ἀνέτρεψε ἐν πολλοῖς τὶς ἀποφάσεις μας. Οἱ πρόσφατες δολοφονίες τριῶν νέων ἀνθρώπων σὲ δύο ἐργατικὲς συνοικίες τῆς Ἀθήνας, τὸ Κερατσίνι καὶ τὸ Νέο Ἡράκλειο, ποὺ μὲ τὴν ἀγριότητά τους συγκλόνισαν τὸ πανελλήνιο, καθὼς καί ἡ ἐπαπειλούμενη ἐπανάληψη ἀνάλογων περιστατικῶν, μᾶς ἀνάγκασαν νὰ μὴν περιορίσουμε τὸ κεντρικὸ θέμα τοῦ λόγου μας, ποὺ εἶναι ἡ καταδίκη τῆς ἱεροποίησης τῆς βίας, στὴ στενὴ οἰκονομική του διάσταση, ἀλλὰ νὰ τὸ τοποθετήσουμε σὲ ἕνα εὐρύτερο κοινωνικὸ καὶ πολιτικὸ πλαίσιο. Θὰ ἐπιχειρήσουμε λοιπόν, τὸ κατὰ δύναμιν, τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἐν λόγῳ ζητήματος, γνωρίζοντας πώς ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πολλὰ νὰ προσφέρει σὲ ὅσους ἀγαποῦν τὴν Ἀλήθεια καί, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, ἔχουν «...ὦτα ἀκούειν…» (Μτθ. 11,15). Σὲ αὐτοὺς ἄλλωστε τοὺς ἀνθρώπους ἀπευθύνεται, κυρίως, ὁ λόγος μας.
Κ |
ατὰ τὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία, τὸ κακὸ σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς μορφές του δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς δὲν ἔχει πραγματικὴ ὕπαρξη. Τὸ κακὸ ὑπάρχει μόνο ὡς ἡ ἀπουσία τοῦ ἀγαθοῦ. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὸ κακὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι βιώνουμε ὀντολογικά ὡς ἀπουσία τοῦ ἀγαθοῦ, δηλαδή ὡς τὴ μερικὴ ἢ ὁλικὴ ἄρση τῆς ζωοποιοῦ Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τὸ σκοτάδι μέσα στὸ φυσικὸ κόσμο δὲν ἔχει πραγματικὴ ὕπαρξη, ἀλλὰ ὁρίζεται ὀντολογικά ὡς ἡ ἐμπειρία τῆς ἄρσης τοῦ φωτός, ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τὸ κακὸ δὲν ἔχει πραγματικὴ ὕπαρξη, εἶναι «…μὴ ὄν…», καὶ ὁρίζεται ὡς ἡ ζῶσα ἐμπειρία τῆς ἄρσης τοῦ ἀγαθοῦ. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸ κακὸ δὲν ἔχει ἀληθινὴ ὕπαρξη, «ζεῖ» πάντα παρασιτικὰ δίπλα στὸ ἀγαθὸ καὶ γιὰ νὰ πετύχει τὸν ὅποιο σκοπό του εἶναι ἀναγκασμένο νὰ ἀναζητᾶ μία μορφὴ λογικῆς καὶ ἠθικῆς δικαίωσης. Ἔτσι τὸ κακὸ προσλαμβάνει μὲ διάφορους τρόπους τὸ ἔνδυμα τοῦ ἀγαθοῦ, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ παραπλανήσει τὸν ἄνθρωπο, παρουσιάζοντάς του τὴν ὅποια ὑποτιθέμενη θετικὴ πλευρά του ὡς τὴν ὕψιστη καὶ ὑπέρτατη ἀξία, ἡ πραγμάτωση τῆς ὁποίας εἶναι τάχα τόσο σπουδαία καὶ σημαντική, ὥστε γιὰ τὴν ὑλοποίηση καὶ ἐπιτυχία της εἶναι ἐπιτρεπτὰ ὅλα τὰ μέσα. Τὸ κακὸ συνεπῶς ἐνεργεῖ πάντα μὲ βασικὸ ὅπλο του τὴν ἀπάτη, μὲ τὴν ἐπικάλυψη δηλαδὴ τοῦ ἀγαθοῦ, ἐνῶ, κατὰ τὴν ἀντίστροφη ἔννοια, τὸ πραγματικὰ ἀγαθὸ δὲν χρειάζεται τὴ συνεργασία τοῦ κακοῦ γιὰ τὴ δικαίωση καὶ τὴν πραγμάτωσή του.
Ὑ |
πὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἡ διάκριση τοῦ πραγματικὰ ἀγαθοῦ ἀπὸ τὸ κακὸ καθίσταται συχνὰ δυσχερής. Πότε ἆραγε μία ἠθικὴ ἐπιλογὴ ὑπηρετεῖ τὸ πραγματικὰ ἀγαθὸ καὶ πότε ὑπηρετεῖ τὸ ἀπατηλὰ ἐνδεδυμένο τὴ μορφὴ τοῦ ἀγαθοῦ κακό; Στὸ κρίσιμο αὐτὸ σημεῖο ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ὑποδεικνύει τὸ ἀπόλυτα ὀρθὸ καὶ ἀλάνθαστο κριτήριο διάκρισης, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀξιολόγηση τῶν μέσων τὰ ὁποῖα προτείνονται ὡς ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν πραγμάτωση τοῦ ἀγαθοῦ. Κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ὅταν προτείνονται δόλια καὶ πονηρὰ μέσα γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ ἀγαθοῦ, αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀναντίρρητη καὶ ἀσφαλῆ ἀπόδειξη τῆς ὕπουλης παρουσίας τοῦ κακοῦ. Ὅπου προβάλλονται καὶ ἱεροποιοῦνται δόλια καὶ πονηρὰ μέσα, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸ ψέμα, ἡ ἀδικία, ἡ ἐκμετάλλευση καὶ κυρίως ἡ βία, ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε πραγματικὰ τὴν ἐνέργεια τῆς Χάριτος αἰσθάνεται ἐναργῶς τὴ ζοφερὴ ἐνέργεια τῆς παρουσίας τοῦ ἀντιδίκου τῆς σωτηρίας μας, ὁ ὁποῖος «…ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ …» (Α΄ Πέτρ. 5,8). Στὸ ἐπίπεδο μάλιστα τῆς ἱστορικῆς ὕπαρξης, ἀκόμη καὶ ὅταν προσωρινὰ φαίνεται πὼς τὸ ἀγαθὸ ἐπικρατεῖ μὲ τὴ χρήση δόλιων καὶ πονηρῶν μέσων, ἡ ἀντίληψη ὅτι τὸ κακὸ ὁδήγησε στὴν ἐπικράτηση τοῦ ἀγαθοῦ ἢ ὅτι τὸ ἀγαθὸ ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῆς χρήσης τοῦ κακοῦ ἀποτελεῖ κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία ἕνα πολὺ σοβαρὸ ἠθικὸ σφάλμα μὲ τεράστιες πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς διαστάσεις. Τὸ πραγματικὰ ἀγαθὸ δὲν ἐπιτυγχάνεται ποτὲ μὲ δόλια καὶ πονηρὰ μέσα, τὰ δὲ δόλια καὶ πονηρὰ μέσα δὲν ἁγιάζονται ποτὲ ἀπὸ τὴ δῆθεν ἱερότητα τῶν ὅποιων σκοπῶν τους.
Ἐ |
πίσης, ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ποὺ ἀγκαλιάζει ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος: «…Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν· ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς…» (Μτθ. 5,44). Ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μᾶς ὑποδεικνύει μὲ σαφήνεια τὸ μέτρο ἔντασης τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὐτὴ ἐπεκτείνεται ὁπωσδήποτε καὶ πρὸς ὅσους μᾶς βλάπτουν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀσφαλὲς κριτήριο τῆς γνησιότητάς της, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς ὅσους μᾶς βλάπτουν δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι τέλεια καὶ ἀληθινή. Πιὸ ἁπλά, ὁ Κύριος δὲν μᾶς ἀναγνωρίζει τὸ δικαίωμα τῆς διάκρισης καὶ τῆς ἀπόρριψης τοῦ πλησίον μας.
Κ |
ατὰ τὴ νηπτικὴ μάλιστα γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ὁ κάθε ἄνθρωπος τὸ συνάνθρωπό του εἶναι ἀνάλογος μὲ τὴν προσωπική του πνευματικὴ κατάσταση καὶ συνεπῶς ἀπὸ αὐτὸν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐκτιμήσει μὲ ἀκρίβεια τὸ βαθμὸ τῆς Χάριτος ποὺ ἐνοικεῖ μέσα του. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔλαβε μεγάλη πείρα τῆς Χάριτος γνωρίζει πόσο πολύτιμη καὶ ἀγαπητὴ εἶναι γιὰ τὸ Θεὸ ἡ προσωπικότητα «…τῶν ἀδελφῶν του τῶν ἐλαχίστων…» (πρβλ. Μτθ. 25,40) καὶ ὡς ἐκ τούτου ποτὲ δὲν σκέπτεται καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ τὸ κακό τους, πολὺ δὲ μᾶλλον δὲν ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ προξενήσει βλάβη σὲ αὐτοὺς ἢ νὰ τοὺς θλίψει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο. Ὁ ἄνθρωπος πάλι ποὺ ἁπλῶς πιστεύει στὸ Θεὸ καὶ ἔχει μέτρια πείρα τῆς Χάριτος, ἀγωνίζεται μὲν ἐναντίον τῶν παθῶν, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν πλησίον εἶναι ἀκόμη ἀτελής, καί ὡς ἐκ τούτου μπορεῖ ἐνίοτε νὰ προσβάλλει ἢ καὶ νὰ βλάπτει τὸν ἀδελφό του. Ὁ ἄνθρωπος τέλος ποὺ δὲν σπλαχνίζεται τὸν πλησίον του ἢ χαίρεται μὲ τὴ δυστυχία του ἢ εἶναι πρόθυμος νὰ τὸν βλάψει γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὸ στενὰ ἀτομικό του συμφέρον δὲν γνώρισε ποτὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ δὲν βρῆκε τὴν Ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ Αὐτόν, ἀλλὰ διακατέχεται ἀπὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα καὶ βασανίζεται ὁ ἴδιος ἄσπλαχνα ἀπὸ αὐτό.
Ἡ |
ἐντολὴ τοῦ Κυρίου εἶναι κανόνας ἀπόλυτης καὶ ἀνυπέρβλητης τελειότητας καί ἡ μόνη ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πραγματικὴ ἐπικράτηση τοῦ ἀγαθοῦ. Τὸ πονηρὸ ὅμως πνεῦμα, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ ἔκφραση τῆς παρουσίας τοῦ κακοῦ στὴ ζωή μας, διττῶς διαστρέφει καὶ ἀντιστρατεύεται τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ παραπλανήσει τὸν ἄνθρωπο. Πρῶτα λοιπὸν τὸν πείθει ὅτι ἡ ἐπικράτηση τοῦ ἀγαθοῦ προϋποθέτει ἀναπόφευκτα τὴ διάκριση τῶν ἀνθρώπων σὲ «φίλους» καὶ «ἐχθρούς». Ὕστερα, ὁλοκληρώνοντας τὸ ἔργο τῆς πλάνης, τὸν ἀναγκάζει νὰ ἀποδεχθεῖ ὡς ἠθικὰ ὀρθὴ καὶ πρακτικὰ ἀναγκαία τὴ χρήση δόλιων καὶ πονηρῶν μέσων γιὰ τὴν ὑπερνίκηση τῶν ὅποιων «ἐχθρῶν» καὶ τὴν τελικὴ ἐπικράτηση τοῦ ἀγαθοῦ. Ὅπου ὅμως ὁ ἄνθρωπος, παραβαίνοντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, διακρίνει «ἐχθρούς», ἀκολουθεῖ ἀναγκαστικὰ καί ἡ ἀπόρριψή τους, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀποκοπή του ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς Χάριτος καὶ τὴν ἔκπτωσή του ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθινῆς καὶ αἰώνιας Ζωῆς.
Μ |
έσα σὲ αὐτὸ τὸ εὐρύτερο πλαίσιο μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὴ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ προτείνει τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ τῆς ἐλευθερίας τοῦ πλούσιου ὡς βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν πραγματικὴ ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν νικήσει μὲ τὴ βοήθεια τῆς Χάριτος τὰ πάθη τῆς ἀπληστίας καὶ τῆς πλεονεξίας εἶναι ἀδύνατον νὰ κατανοήσει τὸν πονηρὸ χαρακτήρα τοῦ θεσμοῦ τῆς ἰδιοκτησίας καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν πραγματικό του ρόλο, ποὺ εἶναι αὐτὸς τοῦ «οἰκονόμου» (διαχειριστῆ) τῶν πραγμάτων τοῦ Θεοῦ, μὲ μοναδικὸ κίνητρο τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ ὕψιστο κριτήριο τὶς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων του. Ἂν τὸ κακὸ δὲν «νικηθεῖ» πρῶτα σὲ αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ καὶ πνευματικὸ ἀγώνα, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐξαφανιστεῖ ἡ ἀδικία ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὶς κοινωνίες μας, ἀφοῦ, ἀκόμη καὶ ἂν ἀφαιρεθεῖ βίαια ὁ πλοῦτος ἀπὸ τὸν ἕνα πλούσιο, ὁ ἑπόμενος ποὺ θὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ ἢ θὰ κληθεῖ νὰ τὸν διαχειριστεῖ στὸ ὄνομα τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι αὐτός, ἐφόσον θὰ διακατέχεται ἀπὸ τὰ ἴδια πάθη μὲ τὸν προηγούμενο, θὰ κάνει ἀναγκαστικὰ καὶ τὰ ἴδια λάθη μὲ αὐτόν (ἴσως καὶ μεγαλύτερα), μὲ τραγικὸ ἀποτέλεσμα τὴν ἀδιάκοπη ἀνακύκλωση τῆς ἴδιας ἀποτυχίας καὶ τὴ διαιώνιση, ἀντὶ γιὰ τὴν ἑξάλειψη, τῆς ἀδικίας. Ἡ βία, ἄλλωστε, ὅσες φορὲς χρησιμοποιήθηκε –καὶ αὐτὲς δὲν ἦταν δυστυχῶς λίγες– ποτὲ μέχρι σήμερα δὲν ἔλυσε ὁριστικὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἀδικίας. Δὲν χρειάζονται περισσότερα λόγια. Ἡ πικρὴ πείρα τῆς ἱστορίας ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τὴ διδασκαλία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Κ |
αὶ φτάνουμε στὸ καίριο σημεῖο τοῦ λόγου μας: «…Καλά…», ἀντιλέγουν οἱ ἐπικριτὲς τῶν Πατέρων, «…ἄν ὅμως δὲν χρησιμοποιήσουμε μὲ κάποιο τρόπο τὴ βία καὶ περιμένουμε ὁ πλούσιος μόνος του νὰ ἀρνηθεῖ τὸν πλοῦτο, αὐτὴ ἡ στιγμὴ δὲν θὰ ἔρθει ποτὲ, καὶ συνεπῶς ἡ ἀδικία δὲν θὰ ἐξαφανιστεῖ ποτὲ ἀπὸ τὴ ζωή μας…». Ἐμεῖς λοιπὸν θαυμάζουμε πρῶτα ἀπὸ ὅλα τὴν πονηρία τοῦ δαίμονος καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ἀπαντᾶμε:
– Δὲν γνωρίζουμε, ἀγαπημένοι μας ἀδελφοί, ἂν καὶ πότε θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ πού ὁ πλούσιος θὰ βρεῖ τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη νὰ ἀρνηθεῖ τὸν πλοῦτο του, ἀλλὰ γνωρίζουμε πολὺ καλὰ πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαφανιστεῖ ἡ ἀδικία ἀπὸ τὴ ζωή μας, χωρὶς νὰ ἔρθει αὐτὴ ἡ στιγμή. Τὸ πρόβλημα τῆς ἀδικίας εἶναι κάτι σὰν τὶς ἐρωτήσεις «κλειστοῦ τύπου», ἔχει δηλαδὴ μόνο μία σωστὴ ἀπάντηση. Καί ἡ ἀπάντηση αὐτὴ βρίσκεται στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ὁδὸ ποὺ προτείνει ἡ Ἐκκλησία. Ἂν ἀντὶ γιὰ αὐτὴ τὴν ὁδὸ ἀκολουθήσουμε ὁποιαδήποτε ἄλλη, ὅπως αὐτὴ τῆς ἱεροποίησης τῆς βίας, τότε ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπιλύσουμε ποτὲ πραγματικὰ καὶ ὁριστικὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἀδικίας, ἀλλὰ ἀντίθετα θὰ προσθέσουμε ἀκόμη μεγαλύτερες ὀδύνες στὸ πολύπαθο σῶμα τῆς ἀνθρωπότητας.
Γ |
νωρίζουμε καὶ κάτι ἀκόμα. Πώς ἡ ἄσκηση καί ἡ ἱεροποίηση τῆς βίας, ὅπως δὲν ὁδηγεῖ στὴν πραγματικὴ λύση τοῦ ζητήματος τῆς ἀδικίας, ἔτσι δὲν ὁδηγεῖ καὶ στὴν πραγματικὴ λύση κανενὸς ἄλλου κοινωνικοῦ ἢ πολιτικοῦ ζητήματος. Ὡς ἐκ τούτου κάθε θρησκεία, πολιτικὴ θεωρία, φιλοσοφία ἢ ἰδεολογία ποὺ τὴν ἀποδέχεται καὶ τὴν προτείνει ὡς ὁδὸ γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ ἀγαθοῦ κινεῖται μέσα στὴ σφαίρα ἐπιρροῆς τοῦ κακοῦ καὶ ἀποτελεῖ ἠθικὴ ἔκφραση τῆς παρουσίας του στὴ ζωή μας. Γιὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν ἔχει καμία σημασία τὸ ποῦ θὰ χαραχθεῖ ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ ποὺ ὁρίζει τοὺς «ἐχθρούς». Σημασία ἔχει νὰ μὴν χαραχθεῖ αὐτὴ ἡ γραμμή, ἀφοῦ ὁ «ἐχθρός», ἄσχετα μὲ τὸ ἐὰν χαρακτηρίζεται ὡς φυλετικός, ταξικός, ἐθνικὸς ἢ ἄπιστος ἢ αἱρετικὸς ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο (πρβλ. Μτθ. 16,26) καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο «…Χριστὸς ἀπέθανεν…» (Α΄ Κορ. 8,11), ὡς δὲ ἐκ τούτου ἀξίζει τὴν ἀγάπη καὶ ὄχι τὸ μίσος καὶ τὴν ἀπόρριψή μας.
Ἕ |
να τελευταῖο δίλημμα συνέχει τὴν καρδιά μας. Ποιός, ἆραγε, δικαιοῦται περισσότερο τὴν ἀγάπη μας, τὰ θύματα τῆς πλάνης τοῦ κακοῦ ἢ οἱ θύτες του; Δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχει εὔκολη ἀπάντηση σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν νὰ ἐλεήσει καὶ νὰ ἀναπαύσει τὶς ψυχὲς τῶν τριῶν ἀδικοχαμένων ἀδελφῶν μας καὶ νὰ χαρίσει στοὺς ὑπαίτιους τοῦ βίαιου χαμοῦ τους τὴν ἐπίγνωση τῆς Ἀλήθειας καὶ τὴ Χάρη τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Ἀμήν.
Μπερκουτάκης Μιχαήλ.
Θεολόγος – Ἐκπαιδευτικός
Πύργος Ἠλείας, 06/01/2014.
Υ.Γ. 1) Ἡ παροῦσα ὁμιλία ἑδράζεται στὴ διδασκαλία τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ. (βλ. «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ», Ἔκδοσις Ἱ. Σ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1995, Μέρ. Α΄, Κεφ. Δ΄, παρ. «Περὶ τῆς στάσεως πρὸς τὸν πλησίον» σελ. 124-127, παρ. «Περὶ τῆς πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ἀγάπης» σελ. 153-156 & παρ. «Ἡ διάκρισις τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ» σελ. 156-158.
2) Ἡ ὁμιλία αὐτὴ ἐκφωνήθηκε στὸ Καράτουλα Ἠλείας τὴν Πέμπτη 30/01/2014 κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
3) Ἐπιτρέπεται ἡ ἀκριβὴς ἠλεκτρονικὴ καὶ ἔντυπη ἀναπαραγωγὴ τοῦ κειμένου μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ καὶ θὰ μνημονεύεται ὡς πηγὴ προέλευσής του ἡ ἱστοσελίδα www.egolpion.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΟΜΙΛΙΑ (Ἤγουν, περί κρίσεως καί πυραμίδος ἐπουρανίου) &
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΙΛΙΑ (Ἤγουν, περί ἀκτημοσύνης καί πτωχείας πλουτοποιοῦ) &
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
Read more: http://www.egolpion.com/peri_vias.el.aspx#ixzz2rllaNJ7O
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου