Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ἤγουν, περὶ βίας καὶ πλάνης δαιμονικῆς

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Ἤγουν, περὶ βίας καὶ πλάνης δαιμονικῆς



ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΠΙ Τῌ ΜΝΗΜῌ
ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Ἤγουν, περὶ βίας καὶ πλάνης δαιμονικῆς.
«…Τ πο­νη­ρ πνε­μα, πο ­πο­τε­λε τ βα­σι­κ κ­φρα­ση το κα­κο, διτ­τς δι­α­στρέ­φει κα ν­τι­στρα­τεύ­ε­ται τν ν­το­λ το Χρι­στο, μ σκο­π ν πα­ρα­πλα­νή­σει τν ν­θρω­πο. Πρ­τα λοι­πν τν πεί­θει ­τι ­πι­κρά­τη­ση το ­γα­θο προ­ϋ­πο­θέ­τει τ δι­ά­κρι­ση τν ν­θρώ­πων σ «φί­λους» κα «­χθρούς». ­στε­ρα, ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τ ρ­γο τς πλά­νης, τν ­ναγ­κά­ζει ν ­πο­δε­χθε ς ­θι­κ ρ­θ κα ­ναγ­καί­α τ χρή­ση πο­νη­ρν κα δό­λι­ων μέ­σων γι τν ­περ­νί­κη­ση τν  «­χθρν» κα τν τε­λι­κ ­πι­κρά­τη­ση το ­γα­θο.…».

«…Ἂν τὸ κα­κὸ δὲν «νι­κη­θεῖ» πρῶ­τα σὲ αὐ­τὸν τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ καὶ πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ἡ ἀ­δι­κί­α ἀ­πὸ τὴ ζω­ή μας, ἀ­φοῦ, ἀ­κό­μη καὶ ἂν ἀ­φαι­ρε­θεῖ βί­αι­α ὁ πλοῦ­τος ἀ­πὸ τὸν ἕ­να πλού­σιο, ὁ ἑ­πό­με­νος ποὺ θὰ τὸν ἰ­δι­ο­ποι­η­θεῖ ἢ θὰ κλη­θεῖ νὰ τὸν δι­α­χει­ρι­στεῖ στὸ ὄ­νο­μα τῆς δι­και­ο­σύ­νης, ὅ­ποι­ος καὶ ἂν εἶ­ναι αὐ­τός, ἐ­φό­σον θὰ δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια πά­θη, θὰ κά­νει ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ καὶ τὰ ἴ­δια λά­θη (ἴ­σως καὶ με­γα­λύ­τε­ρα), μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ἀ­δι­ά­κο­πη ἀ­να­κύ­κλω­ση τῆς ἴ­διας ἀ­πο­τυ­χί­ας καὶ τὴ δι­αι­ώ­νι­ση, ἀν­τὶ γιὰ τὴν ἑ­ξά­λει­ψη, τῆς ἀ­δι­κί­ας…»

 «Πάντες ο τν λόγων ατν ρασταί,
συνελθόντες μνοις τιμήσωμεν.
Ατοί γάρ τῇ Τριάδι, πέρ μν εί πρεσβεύουσιν»
 
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΕΚΛΕΚΤΟ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΜΟΥ κ.  ΚΟΡΔΑ ΘΕΟΔΩΡΟ
ΣΕ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΕΤΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΡΠΟΦΟΡΟΥ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΙΣ ΣΗΜΕΙΟΝ ΕΞΟΔΙΟΝ.
 
Ε
ἶ­ναι πραγ­μα­τικὰ ἀ­να­τρε­πτι­κὸς καὶ αἰφ­νί­διος ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξε­λίσ­σε­ται ἡ ἱ­στο­ρί­α καὶ ὁ ἀν­θρώ­πι­νος βί­ος. Ἡ τρε­πτό­τη­τα τῆς ὕ­παρ­ξής μας πολὺ συχνὰ με­ταλ­λάσ­σει τὰ πάν­τα μὲ γρήγορους ρυθ­μούς, δι­α­ψεύ­δον­τας τὶς προ­βλέ­ψεις καὶ τὶς προσ­δο­κί­ες μας. Ὅ­σο ἀ­πρό­βλε­πτη καὶ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτη εἶ­ναι ἡ πο­ρεί­α τοῦ νε­ροῦ μέσα στὸ φυ­σι­κὸ κό­σμο, τό­σο ἀ­πρό­βλε­πτη καὶ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτη ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται καί ἡ πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς μας.
Θ
ύ­μα αὐτῆς τῆς τρε­πτό­τη­τας τοῦ βί­ου εἴ­μα­στε, τρόπον τινά, καὶ ἐ­μεῖς. Τὴν πε­ρα­σμέ­νη χρο­νιὰ πα­ρου­σι­ά­σα­με τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν γιὰ τὸν πλοῦ­το, ἀ­να­πτύσ­σον­τας πα­ράλ­λη­λα καὶ τὴ βα­θύ­τε­ρη ἔν­νοι­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­κτη­μο­σύ­νης. Ἀ­να­φέ­ρα­με τό­τε πώς: «…ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας...ἀ­ναγ­γέλ­λει στν ἄν­θρω­πο τν ἀ­λή­θεια της, ἀ­φή­νον­τας τ ὑ­πό­λοι­πα στν ἐ­λευ­θε­ρί­α του...» κα «…σ κα­νέ­ναν δν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τ δι­καί­ω­μα τς ἐ­πι­βο­λῆς το δι­καί­ου…». Σχο­λι­ά­ζον­τας αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ στά­ση της, εἴ­πα­με ὅ­τι ὁ­ρι­σμέ­νοι ὑ­πο­στη­ρί­ζουν πώς «…στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τό βρί­σκε­ται ἡ ἀ­χίλ­λει­ος πτέρ­να τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἤ, ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, πὼς ἐ­δῶ κρύ­βε­ται ἡ πρό­θε­σή της νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ τὸν πλοῦ­το καί νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει ἔ­τσι τὴ δι­αι­ώ­νι­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­δι­κί­ας...». Προ­α­ναγ­γεί­λα­με μάλιστα ὅ­τι κάποια στιγμὴ θὰ ἀ­παν­τή­σου­με σὲ αὐ­τὴ τὴν κα­τη­γο­ρί­α, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας ἔτσι ἔμ­με­σα στοὺς ἀκροατές μας τὸ θέ­μα τῆς σημερι­νῆς ὁ­μι­λί­ας.
Κ
αὶ ἐ­νῶ αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ ἀρχικὴ πρό­θε­ση καὶ ὁ σχε­δια­σμός μας, ἡ τραγικὴ πο­ρεί­α τῶν πραγ­μά­των ἀ­νέ­τρε­ψε ἐν πολ­λοῖς τὶς ἀ­πο­φά­σεις μας. Οἱ πρό­σφα­τες δο­λο­φο­νί­ες τρι­ῶν νέ­ων ἀν­θρώ­πων σὲ δύ­ο ἐρ­γα­τι­κὲς συ­νοι­κί­ες τῆς Ἀ­θή­νας, τὸ Κε­ρα­τσί­νι καὶ τὸ Νέ­ο Ἡ­ρά­κλει­ο, ποὺ μὲ τὴν ἀ­γρι­ό­τη­τά τους συγ­κλό­νι­σαν τὸ πα­νελ­λή­νιο, κα­θὼς καί ἡ ἐ­πα­πει­λού­με­νη ἐ­πα­νά­λη­ψη ἀ­νά­λο­γων πε­ρι­στα­τι­κῶν, μᾶς ἀ­νάγ­κα­σαν νὰ μὴν πε­ρι­ο­ρί­σου­με τὸ κεν­τρι­κὸ θέ­μα τοῦ λό­γου μας, ποὺ εἶ­ναι ἡ κα­τα­δί­κη τῆς ἱ­ε­ρο­ποί­η­σης τῆς βί­ας, στὴ στε­νὴ οἰ­κο­νο­μι­κή του δι­ά­στα­ση, ἀλ­λὰ νὰ τὸ το­πο­θε­τή­σου­με σὲ ἕ­να εὐ­ρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κὸ πλαί­σιο. Θὰ ἐ­πι­χει­ρή­σου­με λοι­πόν, τὸ κα­τὰ δύ­να­μιν, τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ ἐν λό­γῳ ζη­τή­μα­τος, γνω­ρί­ζον­τας πώς ἡ Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­χει πολ­λὰ νὰ προ­σφέ­ρει σὲ ὅ­σους ἀ­γα­ποῦν τὴν Ἀ­λή­θεια καί, κα­τὰ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου, ἔ­χουν «...ὦ­τα ἀ­κού­ειν…» (Μτθ. 11,15). Σὲ αὐ­τοὺς ἄλ­λω­στε τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­πευ­θύ­νεται, κυρίως, ὁ λό­γος μας.
Κ
α­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἀνθρωπολογία, τὸ κα­κὸ σὲ ὅ­λες ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τὶς μορ­φές του δὲν εἶ­ναι δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ συ­νε­πῶς δὲν ἔ­χει πραγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη. Τὸ κα­κὸ ὑ­πάρ­χει μό­νο ὡς ἡ ἀ­που­σί­α τοῦ ἀ­γα­θοῦ. Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια, τὸ κα­κὸ εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ἐ­μεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι βι­ώ­νου­με ὀν­το­λο­γι­κά ὡς ἀ­που­σί­α τοῦ ἀ­γα­θοῦ, δη­λα­δή ὡς τὴ μερικὴ ἢ ὁλικὴ ἄρ­ση τῆς ζω­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­πως τὸ σκο­τά­δι μέ­σα στὸ φυ­σι­κὸ κό­σμο δὲν ἔ­χει πραγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη, ἀλ­λὰ ὁ­ρί­ζε­ται ὀν­το­λο­γι­κά ὡς ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἄρ­σης τοῦ φω­τός, ἔ­τσι καὶ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ τὸ κα­κὸ δὲν ἔ­χει πραγ­μα­τι­κὴ ὕ­παρ­ξη, εἶ­ναι «…μὴ ὄν…», καὶ ὁ­ρί­ζε­ται ὡς ἡ ζῶ­σα ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἄρ­σης τοῦ ἀ­γα­θοῦ. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν τὸ κα­κὸ δὲν ἔ­χει ἀ­λη­θι­νὴ ὕ­παρ­ξη, «ζεῖ» πάν­τα πα­ρα­σι­τι­κὰ δί­πλα στὸ ἀ­γα­θὸ καὶ γιὰ νὰ πε­τύ­χει τὸν ὅ­ποι­ο σκο­πό του εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νο νὰ ἀ­να­ζη­τᾶ μί­α μορ­φὴ λο­γι­κῆς καὶ ἠ­θι­κῆς δι­καί­ω­σης. Ἔ­τσι τὸ κα­κὸ προσ­λαμ­βά­νει μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους τὸ ἔν­δυ­μα τοῦ ἀ­γα­θοῦ, μὲ ἀ­πώ­τε­ρο σκο­πὸ νὰ πα­ρα­πλα­νή­σει τὸν ἄν­θρω­πο, πα­ρου­σι­ά­ζον­τάς του τὴν ὅ­ποι­α ὑ­πο­τι­θέ­με­νη θε­τι­κὴ πλευ­ρά του ὡς τὴν ὕ­ψι­στη καὶ ὑ­πέρ­τα­τη ἀ­ξί­α, ἡ πραγ­μά­τω­ση τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι τά­χα τό­σο σπου­δαί­α καὶ ση­μαν­τι­κή, ὥ­στε γιὰ τὴν ὑ­λο­ποί­η­ση καὶ ἐ­πι­τυ­χί­α της εἶ­ναι ἐ­πι­τρε­πτὰ ὅ­λα τὰ μέ­σα. Τὸ κα­κὸ συ­νε­πῶς ἐ­νερ­γεῖ πάν­τα μὲ βα­σι­κὸ ὅ­πλο του τὴν ἀ­πά­τη, μὲ τὴν ἐ­πι­κά­λυ­ψη δη­λα­δὴ τοῦ ἀ­γα­θοῦ, ἐ­νῶ, κα­τὰ τὴν ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, τὸ πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θὸ δὲν χρει­ά­ζε­ται τὴ συ­νερ­γα­σί­α τοῦ κα­κοῦ γιὰ τὴ δι­καί­ω­ση καὶ τὴν πραγ­μά­τω­σή του.
­πὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες ἡ δι­ά­κρι­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θοῦ ἀ­πὸ τὸ κα­κὸ κα­θί­στα­ται συ­χνὰ δυ­σχε­ρής. Πό­τε ἆρα­γε μί­α ἠ­θι­κὴ ἐ­πι­λο­γὴ ὑ­πη­ρε­τεῖ τὸ πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θὸ καὶ πό­τε ὑ­πη­ρε­τεῖ τὸ ἀ­πα­τη­λὰ ἐν­δε­δυ­μέ­νο τὴ μορ­φὴ τοῦ ἀ­γα­θοῦ κα­κό; Στὸ κρί­σι­μο αὐ­τὸ ση­μεῖ­ο ἡ Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς ὑ­πο­δει­κνύ­ει τὸ ἀ­πό­λυ­τα ὀρ­θὸ καὶ ἀ­λάν­θα­στο κρι­τή­ριο δι­ά­κρι­σης, ποὺ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λο ἀ­πὸ τὴν ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τῶν μέ­σων τὰ ὁ­ποῖ­α προ­τεί­νον­ται ὡς ἡ ὁ­δὸς πρὸς τὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ. Κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α, ὅ­ταν προ­τεί­νον­ται δό­λια καὶ πο­νη­ρὰ μέ­σα γιὰ τὴν πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ, αὐ­τὸ ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­ναν­τίρ­ρη­τη καὶ ἀ­σφα­λῆ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ὕ­που­λης πα­ρου­σί­ας τοῦ κα­κοῦ. Ὅ­που προ­βάλ­λον­ται καὶ ἱ­ε­ρο­ποι­οῦν­ται δό­λια καὶ πο­νη­ρὰ μέ­σα, ὅ­πως γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὸ ψέ­μα, ἡ ἀ­δι­κί­α, ἡ ἐκ­με­τάλ­λευ­ση καὶ κυ­ρί­ως ἡ βί­α, ἐκεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ γνώ­ρι­σε πραγ­μα­τι­κὰ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Χά­ρι­τος αἰσθάνεται ἐναργῶς τὴ ζο­φε­ρὴ ἐ­νέρ­γεια τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ ἀν­τι­δί­κου τῆς σω­τη­ρί­ας μας, ὁ ὁ­ποῖ­ος «…ὡς λέ­ων ὠ­ρυ­ό­με­νος πε­ρι­πα­τεῖ ζη­τῶν τί­να κα­τα­πίῃ …» (Α΄ Πέτρ. 5,8). Στὸ ἐ­πί­πε­δο μάλιστα τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὕ­παρ­ξης, ἀκόμη καὶ ὅ­ταν προ­σω­ρι­νὰ φαί­νε­ται πὼς τὸ ἀ­γα­θὸ ἐ­πι­κρα­τεῖ μὲ τὴ χρή­ση δό­λι­ων καὶ πο­νη­ρῶν μέ­σων, ἡ ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι τὸ κα­κὸ ὁ­δή­γη­σε στὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ ἢ ὅ­τι τὸ ἀ­γα­θὸ ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς χρή­σης τοῦ κα­κοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἕ­να πο­λὺ σο­βα­ρὸ ἠ­θι­κὸ σφάλ­μα μὲ τεράστιες πο­λι­τι­κὲς καὶ κοι­νω­νι­κὲς δι­α­στά­σεις. Τὸ πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θὸ δὲν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται πο­τὲ μὲ δό­λια καὶ πο­νη­ρὰ μέ­σα, τὰ δὲ δό­λια καὶ πο­νη­ρὰ μέ­σα δὲν ἁ­γι­ά­ζον­ται πο­τὲ ἀπὸ τὴ δῆθεν ἱερότητα τῶν ὅ­ποι­ων σκο­πῶν τους.
­πί­σης, ὁ Χρι­στὸς στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μᾶς ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ τῆς ἀ­γά­πης ποὺ ἀγ­κα­λιά­ζει ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος: «…Ἐ­γὼ δὲ λέ­γω ὑ­μῖν· ἀ­γα­πᾶ­τε τοὺς ἐ­χθροὺς ὑ­μῶν, εὐ­λο­γεῖ­τε τοὺς κα­τα­ρω­μέ­νους ὑ­μᾶς, κα­λῶς ποι­εῖ­τε τοῖς μι­σοῦ­σιν ὑ­μᾶς, καὶ προ­σεύ­χε­σθε ὑ­πὲρ τῶν ἐ­πη­ρε­α­ζόν­των ὑ­μᾶς καὶ δι­ω­κόν­των ὑ­μᾶς…» (Μτθ. 5,44). Ἡ ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς ὑ­πο­δει­κνύ­ει μὲ σα­φή­νεια τὸ μέ­τρο ἔν­τα­σης τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ἀ­γά­πης, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι αὐτὴ ἐ­πε­κτεί­νε­ται ὁ­πωσ­δή­πο­τε καὶ πρὸς ὅ­σους μᾶς βλά­πτουν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀ­σφα­λὲς κρι­τή­ριο τῆς γνη­σι­ό­τη­τάς της, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη ποὺ δὲν ἐ­πε­κτεί­νε­ται καὶ πρὸς ὅ­σους μᾶς βλά­πτουν δὲν μπο­ρεῖ ποτὲ νὰ εἶ­ναι τέ­λεια καὶ ἀ­λη­θι­νή. Πιὸ ἁ­πλά, ὁ Κύ­ριος δὲν μᾶς ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸ δι­καί­ω­μα τῆς δι­ά­κρι­σης καὶ τῆς ἀ­πόρ­ρι­ψης τοῦ πλησίον μας.
Κ
α­τὰ τὴ νη­πτι­κὴ μάλιστα γραμ­μα­τεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ κάθε ἄν­θρω­πος τὸ συ­νάν­θρω­πό του εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γος μὲ τὴν προ­σω­πι­κή του πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση καὶ συνεπῶς ἀπὸ αὐτὸν μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ ἐ­κτι­μή­σει μὲ ἀ­κρί­βεια τὸ βαθ­μὸ τῆς Χά­ρι­τος ποὺ ἐ­νοι­κεῖ μέσα του. Ἔ­τσι, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἔ­λα­βε με­γά­λη πεί­ρα τῆς Χά­ρι­τος γνω­ρί­ζει πό­σο πο­λύ­τι­μη καὶ ἀ­γα­πη­τὴ εἶ­ναι γιὰ τὸ Θε­ὸ ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα «…τῶν ἀ­δελ­φῶν του τῶν ἐ­λα­χί­στων…» (πρβλ. Μτθ. 25,40) καὶ ὡς ἐκ τού­του πο­τὲ δὲν σκέ­πτε­ται καὶ δὲν ἐ­πι­θυ­μεῖ τὸ κα­κό τους, πο­λὺ δὲ μᾶλ­λον δὲν ἐ­πι­τρέ­πει στὸν ἑ­αυ­τό του νὰ προ­ξε­νή­σει βλά­βη σὲ αὐ­τοὺς ἢ νὰ τοὺς θλί­ψει μὲ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε τρό­πο. Ὁ ἄν­θρω­πος πάλι ποὺ ἁ­πλῶς πι­στεύ­ει στὸ Θε­ὸ καὶ ἔ­χει μέ­τρια πεί­ρα τῆς Χά­ρι­τος, ἀ­γω­νί­ζε­ται μὲν ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­γά­πη του πρὸς τὸν πλη­σί­ον εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἀ­τε­λής, καί ὡς ἐκ τού­του μπο­ρεῖ ἐνίοτε νὰ προ­σβάλ­λει ἢ καὶ νὰ βλά­πτει τὸν ἀ­δελ­φό του. Ὁ ἄν­θρω­πος τέ­λος ποὺ δὲν σπλα­χνί­ζε­ται τὸν πλη­σί­ον του ἢ χαί­ρε­ται μὲ τὴ δυ­στυ­χί­α του ἢ εἶ­ναι πρό­θυ­μος νὰ τὸν βλά­ψει γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει τὸ στε­νὰ ἀ­το­μι­κό του συμ­φέ­ρον δὲν γνώ­ρι­σε πο­τὲ τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ὸ καὶ δὲν βρῆ­κε τὴν Ὁ­δὸ ποὺ ὁ­δη­γεῖ σὲ Αὐ­τόν, ἀλλὰ δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ ἀ­κά­θαρ­το πνεῦ­μα καὶ βασανίζεται ὁ ἴδιος ἄσπλαχνα ἀπὸ αὐτό.
 ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι κα­νό­νας ἀ­πό­λυ­της καὶ ἀ­νυ­πέρ­βλη­της τε­λει­ό­τη­τας καί ἡ μό­νη ὁ­δὸς ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κὴ ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ. Τὸ πο­νη­ρὸ ὅ­μως πνεῦ­μα, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ βα­σι­κὴ ἔκ­φρα­ση τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ κα­κοῦ στὴ ζω­ή μας, διτ­τῶς δι­α­στρέ­φει καὶ ἀν­τι­στρα­τεύ­ε­ται τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ, μὲ σκο­πὸ νὰ πα­ρα­πλα­νή­σει τὸν ἄν­θρω­πο. Πρῶ­τα λοι­πὸν τὸν πεί­θει ὅ­τι ἡ ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀ­να­πό­φευ­κτα τὴ δι­ά­κρι­ση τῶν ἀν­θρώ­πων σὲ «φί­λους» καὶ «ἐ­χθρούς». Ὕ­στε­ρα, ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τὸ ἔρ­γο τῆς πλά­νης, τὸν ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ ὡς ἠ­θι­κὰ ὀρ­θὴ καὶ πρα­κτι­κὰ ἀ­ναγ­καί­α τὴ χρή­ση δό­λι­ων καὶ πο­νη­ρῶν μέ­σων γιὰ τὴν ὑ­περ­νί­κη­ση τῶν ὅ­ποι­ων «ἐ­χθρῶν» καὶ τὴν τε­λι­κὴ ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ. Ὅ­που ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος, πα­ρα­βαί­νον­τας τὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ, δι­α­κρί­νει «ἐ­χθρούς», ἀ­κο­λου­θεῖ ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ καί ἡ ἀ­πόρ­ρι­ψή τους, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ἀ­πο­κο­πή του ἀ­πὸ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς Χά­ρι­τος καὶ τὴν ἔκ­πτω­σή του ἀ­πὸ τὸ πλή­ρω­μα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς καὶ αἰ­ώ­νιας Ζω­ῆς.
Μ
έ­σα σὲ αὐ­τὸ τὸ εὐ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με ὀρ­θὰ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, ποὺ προ­τεί­νει τὸν ἀ­πό­λυ­το σε­βα­σμὸ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ πλού­σιου ὡς βα­σι­κὴ προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ἐ­πί­λυ­ση τοῦ προ­βλή­μα­τος τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀ­δι­κί­ας. Ἂν ὁ ἄν­θρω­πος δὲν νι­κή­σει μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς Χά­ρι­τος τὰ πά­θη τῆς ἀ­πλη­στί­ας καὶ τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸν πο­νη­ρὸ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ θε­σμοῦ τῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας καὶ νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὸν πραγ­μα­τι­κό του ρό­λο, ποὺ εἶ­ναι αὐ­τὸς τοῦ «οἰ­κο­νό­μου» (δι­α­χει­ρι­στῆ) τῶν πραγ­μά­των τοῦ Θε­οῦ, μὲ μο­να­δι­κὸ κί­νη­τρο τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον καὶ ὕ­ψι­στο κρι­τή­ριο τὶς ἀ­νάγ­κες τῶν συ­ναν­θρώ­πων του. Ἂν τὸ κα­κὸ δὲν «νι­κη­θεῖ» πρῶ­τα σὲ αὐ­τὸν τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ καὶ πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ἡ ἀ­δι­κί­α ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ καὶ τὶς κοι­νω­νί­ες μας, ἀ­φοῦ, ἀ­κό­μη καὶ ἂν ἀ­φαι­ρε­θεῖ βί­αι­α ὁ πλοῦ­τος ἀ­πὸ τὸν ἕ­να πλού­σιο, ὁ ἑ­πό­με­νος ποὺ θὰ τὸν ἰ­δι­ο­ποι­η­θεῖ ἢ θὰ κλη­θεῖ νὰ τὸν δι­α­χει­ρι­στεῖ στὸ ὄ­νο­μα τῆς κοι­νω­νι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης, ὅ­ποι­ος καὶ ἂν εἶ­ναι αὐ­τός, ἐ­φό­σον θὰ δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια πά­θη μὲ τὸν προ­η­γού­με­νο, θὰ κά­νει ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ καὶ τὰ ἴ­δια λά­θη μὲ αὐ­τόν (ἴ­σως καὶ με­γα­λύ­τε­ρα), μὲ τρα­γι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ἀ­δι­ά­κο­πη ἀ­να­κύ­κλω­ση τῆς ἴ­διας ἀ­πο­τυ­χί­ας καὶ τὴ δι­αι­ώ­νι­ση, ἀν­τὶ γιὰ τὴν ἑ­ξά­λει­ψη, τῆς ἀ­δι­κί­ας. Ἡ βί­α, ἄλ­λω­στε, ὅ­σες φο­ρὲς χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε –καὶ αὐ­τὲς δὲν ἦ­ταν δυ­στυ­χῶς λί­γες– πο­τὲ μέ­χρι σή­με­ρα δὲν ἔ­λυ­σε ὁ­ρι­στι­κὰ τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἀ­δι­κί­ας. Δὲν χρει­ά­ζον­ται περισσότερα λό­για. Ἡ πι­κρὴ πεί­ρα τῆς ἱ­στο­ρί­ας ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει πε­ρί­τρα­να τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν καὶ τὴν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Κ
αὶ φτά­νου­με στὸ καί­ριο ση­μεῖ­ο τοῦ λό­γου μας: «…Κα­λά…», ἀν­τι­λέ­γουν οἱ ἐ­πι­κρι­τὲς τῶν Πα­τέ­ρων, «…ν ὅ­μως δν χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με μ κά­ποι­ο τρό­πο τ βί­α κα πε­ρι­μέ­νου­με πλού­σιος μό­νος του ν ἀρ­νη­θεῖ τν πλοῦ­το, αὐ­τὴ στιγ­μὴ δν θ ἔρ­θει πο­τὲ, κα συ­νε­πῶς ἀ­δι­κί­α δν θ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ πο­τὲ ἀ­πὸ τ ζω­ή μας…». Ἐ­μεῖς λοιπὸν θαυ­μά­ζου­με πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα τὴν πο­νη­ρί­α τοῦ δαί­μο­νος καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ἀ­παν­τᾶ­με:
– Δν γνω­ρί­ζου­με, ἀ­γα­πη­μέ­νοι μας ἀ­δελ­φοί, ν κα πό­τε θ ἔρ­θει ἡ στιγ­μὴ πού πλού­σιος θ βρε τ σο­φί­α κα τ δύ­να­μη ν ἀρ­νη­θεῖ τν πλοῦ­το του, ἀλ­λὰ γνω­ρί­ζου­με πο­λὺ κα­λὰ πς δν εἶ­ναι δυ­να­τὸν ν ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ἡ ἀ­δι­κί­α ἀ­πὸ τ ζω­ή μας, χω­ρὶς ν ἔρ­θει αὐ­τὴ στιγ­μή. Τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἀ­δι­κί­ας εἶ­ναι κά­τι σὰν τὶς ἐ­ρω­τή­σεις «κλει­στοῦ τύ­που», ἔ­χει δη­λα­δὴ μό­νο μί­α σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση. Καί ἡ ἀ­πάν­τη­ση αὐ­τὴ βρί­σκε­ται στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ τὴν ὁ­δὸ ποὺ προ­τεί­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἂν ἀν­τὶ γιὰ αὐ­τὴ τὴν ὁ­δὸ ἀ­κο­λου­θή­σουμε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη, ὅ­πως αὐ­τὴ τῆς ἱ­ε­ρο­ποί­η­σης τῆς βί­ας, τότε ὄ­χι μό­νο δὲν θὰ ἐ­πι­λύ­σου­με πο­τὲ πραγ­μα­τι­κὰ καὶ ὁ­ρι­στι­κὰ τὸ πρό­βλη­μα τῆς ἀ­δι­κί­ας, ἀλ­λὰ ἀντίθετα θὰ προ­σθέ­σου­με ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρες ὀ­δύ­νες στὸ πο­λύ­πα­θο σῶ­μα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας.
Γ
νω­ρί­ζου­με καὶ κά­τι ἀ­κό­μα. Πώς ἡ ἄ­σκη­ση καί ἡ ἱ­ε­ρο­ποί­η­ση τῆς βί­ας, ὅ­πως δὲν ὁ­δη­γεῖ στὴν πραγ­μα­τι­κὴ λύ­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος τῆς ἀ­δι­κί­ας, ἔ­τσι δὲν ὁ­δη­γεῖ καὶ στὴν πραγ­μα­τι­κὴ λύ­ση κα­νε­νὸς ἄλ­λου κοι­νω­νι­κοῦ ἢ πο­λι­τι­κοῦ ζη­τή­μα­τος. Ὡς ἐκ τού­του κά­θε θρη­σκεί­α, πο­λι­τι­κὴ θε­ω­ρί­α, φι­λο­σο­φί­α ἰ­δε­ο­λο­γί­α ποὺ τὴν ἀ­πο­δέ­χε­ται καὶ τὴν προ­τεί­νει ὡς ὁ­δὸ γιὰ τν πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἀ­γα­θοῦ κι­νεῖ­ται μέσα στὴ σφαί­ρα ἐ­πιρ­ρο­ῆς τοῦ κα­κοῦ καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ἠ­θι­κὴ ἔκ­φρα­ση τῆς πα­ρου­σί­ας του στὴ ζω­ή μας. Γιὰ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α δὲν ἔ­χει κα­μί­α ση­μα­σί­α τὸ ποῦ θὰ χα­ρα­χθεῖ ἡ δι­α­χω­ρι­στι­κὴ γραμ­μὴ ποὺ ὁ­ρί­ζει τοὺς «ἐ­χθρούς». Ση­μα­σί­α ἔ­χει νὰ μὴν χα­ρα­χθεῖ αὐ­τὴ ἡ γραμ­μή, ἀ­φοῦ ὁ «ἐ­χθρός», ἄ­σχε­τα μὲ τὸ ἐ­ὰν χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς φυ­λε­τι­κός, τα­ξι­κός, ἐ­θνι­κὸς ἢ ἄ­πι­στος ἢ αἱ­ρε­τι­κὸς ἢ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, εἶ­ναι ἕ­να ἀν­θρώ­πι­νο πρό­σω­πο ποὺ ἀ­ξί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λο τὸν κό­σμο (πρβλ. Μτθ. 16,26) καὶ γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο «…Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νεν…» (Α΄ Κορ. 8,11), ὡς δὲ ἐκ τού­του ἀξίζει τὴν ἀ­γά­πη καὶ ὄ­χι τὸ μί­σος καὶ τὴν ἀ­πόρ­ρι­ψή μας.
­να τελευταῖο δίλ­η­μμα συ­νέ­χει τὴν καρ­διά μας. Ποι­ός, ἆρα­γε, δι­και­οῦ­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν ἀ­γά­πη μας, τὰ θύ­μα­τα τῆς πλά­νης τοῦ κα­κοῦ ἢ οἱ θύ­τες του; Δυστυχῶς, δὲν ὑ­πάρ­χει εὔ­κο­λη ἀ­πάν­τη­ση σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸ Θε­ὸ μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν νὰ ἐ­λε­ή­σει καὶ νὰ ἀ­να­παύ­σει τὶς ψυ­χὲς τῶν τρι­ῶν ἀ­δι­κο­χα­μέ­νων ἀ­δελ­φῶν μας καὶ νὰ χα­ρί­σει στοὺς ὑ­παί­τιους τοῦ βίαιου χα­μοῦ τους τὴν ἐ­πί­γνω­ση τῆς Ἀλήθειας καὶ τὴ Χάρη τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Ἀ­μήν.
 
Μπερ­κου­τά­κης Μι­χα­ήλ.
Θε­ο­λό­γος – Ἐκ­παι­δευ­τι­κός
Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 06/01/2014.

Υ.Γ. 1) Ἡ πα­ροῦ­σα ὁ­μι­λί­α ἑ­δρά­ζε­ται στὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ γέ­ρον­τος Σω­φρο­νί­ου Σα­χά­ρωφ. (βλ. «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ», Ἔκ­δο­σις Ἱ. Σ. Μ. Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, Ἔσ­σεξ Ἀγ­γλί­ας, 1995, Μέ­ρ. Α΄, Κεφ. Δ΄, παρ. «Πε­ρὶ τῆς στά­σε­ως πρὸς τὸν πλη­σί­ον» σελ. 124-127, παρ. «Πε­ρὶ τῆς πρὸς τοὺς ἐ­χθροὺς ἀ­γά­πης» σελ. 153-156 & παρ. «Ἡ δι­ά­κρι­σις τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ» σελ. 156-158.
2) Ἡ ὁ­μι­λί­α αὐτὴ ἐκ­φω­νή­θη­κε στὸ Κα­ρά­του­λα Ἠ­λεί­ας τὴν Πέμ­πτη 30/01/2014 κα­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ τῶν Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν.
3) Ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ ἀ­κρι­βὴς ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ καὶ ἔν­τυ­πη ἀ­να­πα­ρα­γω­γὴ τοῦ κει­μέ­νου μὲ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­τι θὰ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ καὶ θὰ μνη­μο­νεύ­ε­ται ὡς πη­γὴ προ­έ­λευ­σής του ἡ ἱ­στο­σε­λί­δα www.egolpion.com
 
ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΑΡΧΕΙΟ PDF (200 kb)  
 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΟΜΙΛΙΑ (Ἤγουν, περί κρίσεως καί πυραμίδος ἐπουρανίου) &  
ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΡΧΕΙΟ  

 
 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/peri_vias.el.aspx#ixzz2rllaNJ7O

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου