Το
μοναστήρι αυτό βρίσκεται πάνω σε μια θαυμάσια πλαγιά γεμάτη από δένδρα
και πυκνούς θάμνους, κοντά στις Καρυές, και είναι αφιερωμένο στη
Μεταμόρφωση του Σωτήρος (6 Αυγούστου). ’λλες ονομασίες του μοναστηριού
είναι: «Μονή του βοεβόδα», «Λαύρα των Ρουμανικών χωρών» και «Μονή του
Χαρίτωνος». Σχετικά με την ονομασία που επικράτησε μέχρι σήμερα,
δεν υπάρχει για την ώρα μια τελική και γενικά παραδεκτή εξήγηση. Οι
ερευνητές διαφωνούν ακόμη μεταξύ τους και προτείνουν πολλές και διάφορες
γνώμες για την ιστορικοφι λολογική ερμηνεία της λέξεως. Οι
περισσότεροι ακολουθώντας βασικά την άποψη του Ουσπένσκυ, δέχονται την
ίδρυσή του από ένα Τούρκο με το όνομα Κουτλουμούς, που έζησε στο τέλος
του 130υ αιώνα και έγινε χριστιανός με το νέο όνομα Κωνσταντίνος.
Αναφέρουμε απλώς εδώ ότι σε έγγραφο της μονής, που είδαμε τελευταία και
όπου επιχειρείται η μετάφραση πολλών τουρκικών όρων, η λέξη κουτλουμούς
αντιστοιχεί προς «τον εξ Αιθιοπίας άγιον». Από έγγραφο όμως του αγίου
Παντελεήμονος με τη χρονολογία 1169, όπου υπογράφει και ο ιερομόναχος
ΗσαΙας «κε καθιγούμενος τής μονής Κουτλουμούσι», βγαίνει το συμπέρασμα
ότι από τον 120 κιόλας αιώνα υπήρχε ένα μοναστήρι στον ’θω με το
παραπάνω όνομα, που φυσικά θα πρέπει να ταυτιστεί με το σημερινό
Κουτλουμούσι. Επομένως η προηγούμενη υπόθεση μπορεί να σταθεί μόνο αν
παραδεχθούμε ότι ο Κουτλουμούς αυτός ήταν ένας αρχηγός των Αράβων , που
έζησε στον 11 ο αιώνα και ίδρυσε το μοναστήρι την εποχή αυτή ή λίγο
αργότερα, πάντως πιο νωρίς από το έτος 1169. ’λλοι ερευνητές εξάλλου,
που ασχολούνται γενικά με την ιστορία του Αγίου 'Ορους, προβάλλοντας τα
ανάλογα επιχειρήματά τους, τοποθετούν την ίδρυση του μοναστηριού άλλοτε
στον 10o και άλλοτε στον 11ο αιώνα.
Τον 12o αιώνα το μοναστήρι του Κουτλουμουσίου κατείχε την εικοστή θέση ανάμεσα στα άλλα μοναστήρια της εποχής εκείνης και μαθαίνουμε ότι περνούσε μεγάλη οικονομική κρίση, που συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 14oυ, οπότε δέχθηκε το τελειωτικό κτύπημα από τους φοβερούς Καταλανούς, που επιτέθηκαν εναντίον του και το καταλήστευσαν. Μπροστά στην κατάσταση αυτή και για να μπορέσει να επιζήσει το μοναστήρι τού παραχωρήθηκαν οι σχεδόν διαλυμένες μονές του Προφήτη Ηλία και του Σταυρονικήτα, καθώς και οι αρχαίες μονές του Αναπαυσά και του Φιλαδέλφου με πράξη του Πρώτου Ισαάκ (1334). Το Κουτλουμούσι γνώρισε μεγάλη ακμή τον καιρό που ηγούμενός του ήταν ο Χαρίτων από την ιμβρο, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το μοναστήρι και φρόντισε πολύ για τις διάφορες ανάγκες του και ιδίως για την ανοικοδόμησή του. Για το σκοπό αυτό ταξίδευσε πολλές φορές στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου κατόρθωσε να συγκεντρώσει πολλά χρήματα, με τα οποία ανακαίνισε ολόκληρο σχεδόν το μοναστήρι με το τείχος του και έκτισε τον αρσανά του. Από τους ηγεμόνες των χωρών αυτών το μοναστήρι ενίσχυσε ιδιαίτερα ο Ιωάννης Βλαδισλάβος και γι' αυτό δικαιολογημένα θεωρείται ένας από τους κτίτορές του. στην εποχή του, β .μισό 14oυ αιώνα, άρχισαν να έρχονται εδώ και πολλοί συμπατριώτες του μοναχοί, που όμως δεν ήταν εύκολο να προσαρμοστούν στην αυστηρή ζωή των Ελλήνων και στους αυστηρούς επίσης κανονισμούς του κοινοβίου. Γι' αυτό μετά την ανέγερση του μοναστηριού ο παραπάνω ηγεμόνας υποχώρησε στις απαιτήσεις του και ζήτησε από τον Χαρίτωνα να μετατρέψει αυτό από κοινόβιο σε ιδιόρρυθμο. Αυτό φυσικά δεν ήταν δυνατό να γίνει, αλλά για να μη σταματήσει η οικονομική ενίσχυση του Βλαδισλάβου, ο Χαρίτων έκανε μια μικρή υποχώρηση επιτρέποντας στους Ρουμάνους να ζουν σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιορρύθμου συστήματος και μάλιστα ο καθένας με δικά του έξοδα. 'Ετσι κτίστηκε το καθολικό και η τράπεζα και εξασφαλίστηκε για αρκετό διάστημα η συντήρηση και λειτουργία του μοναστηριού. Παράλληλα όμως ο αριθμός των Βλάχων αυξανόταν σημαντικά, με αποτέλεσμα, έχοντας και την υποστήριξη από τους ηγεμόνες τους, να επιδιώκουν με κάθε τρόπο την κυριαρχία τους πάνω στους 'Ελληνες μοναχούς και την απομάκρυνσή τους ακόμη. Παρ' όλα αυτά δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους χάρη στη σθεναρή στάση και την επίμονη άρνηση του Χαρίτωνα, που επισκέφθηκε ο ίδιος τον ηγεμόνα Ιωάννη και συζήτησε μαζί του για το θέμα που δημιουργήθηκε. Καρπός από την προσπάθειά του αυτή ήταν μια γραπτή διαβεβαίωση που πήρε από τον ηγεμόνα για το προβάδισμα των Ελλήνων και την αποκλειστικότητα να εκλέγονται οι ηγούμενοι μόνο από αυτούς. Γενικά οι σχέσεις των μοναχών μεταξύ τους καθορίστηκαν , όπως φαίνεται καθαρά, στην τρίτη διαθήκη του ηγεμόνα. Το 1372 ο Χαρίτων έγινε μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας, αλλά συνέχισε να υπηρετεί το Κουτλουμούσι ως ηγούμενός του. Μετά το θάνατό του τον διαδέχθηκε στην ηγουμενία ο Βλάχος Μελχισεδέκ, που αιχμαλωτίστηκε όμως από τους Τούρκους. Το αποκορύφωμα της λαμπρής αυτής περιόδου αποτέλεσε η ανακήρυξη του μοναστηριού σε πατριαρχικό και σταυροπηγιακό από τον πατριάρχη Αντώνιο, το 1393. Στις αρχές του 15oυ αιώνα οι Κουτλουμουσιανοί μοναχοί με το πρόσχημα ότι δεν χωρούσαν πια μέσα στο μοναστήρι τους, κατέλαβαν ξαφνικά το γειτονικό μοναστήρι του Αλυπίου, που ήταν σχεδόν έρημο. Για να νομιμοποιήσουν , εξάλλου, την πράξη τους αυτή επισκέφθηκαν τον πατριάρχη Ιωσήφ Β ., που επικύρωσε με σιγίλλιό του (1428) την ένωση των δύο μοναστηριών, αλλά με ορισμένους όρους, που ευνοούσαν οπωσδήποτε τη μονή Αλυπίου, μια και ο ίδιος έτυχε να προέρχεται από αυτή. Οι όροι όμως αυτοί έμειναν μόνο στα χαρτιά χωρίς να εφαρμοστούν και στην πράξη και το μοναστήρι του Αλυπίου προσαρτήθηκε από τότε στο Κουτλουμούσι ως μετόχι του. σήμερα ταυτίζεται με το κελλί των αγίων Αποστόλων. Αποτέλεσμα της ενώσεως αυτής ήταν να αποκτήσει το Κουτλουμούσι μεγάλη δύναμη και να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα μοναστήρια του Αγίου 'Ορους. Αυτοκράτορες και ηγεμόνες περνώντας από αυτό όλο και κάτι είχαν να του προσφέρουν . Την ακμή όμως αυτή του μοναστηριού διαδέχθηκε από τα μέσα του 150υ αιώνα η παρακμή και κατόπιν η ολοκληρωτική σχεδόν καταστροφή του από τη μεγάλη πυρκαγιά του έτους 1497. Για να μπορέσει κάπως να αναλάβει, ενίσχυσαν το Κουτλουμούσι ή όπως ονομαζόταν τότε «Λαύρα της Ρουμανικής χώρας», οι ηγεμόνες των παραδουναβίων χωρών με πολλούς τρόπους. Κάποτε όμως σταμάτησε η βοήθεια από τους ηγεμόνες αυτούς και άρχισαν να φροντίζουν πια για το μοναστήρι 'Ελληνες αξιωματούχοι ή απλώς φιλόχριστοι και ευσεβείς. Το 1767, δυστυχώς, συνέβη ακόμη μια φοβερή πυρκαγιά, που κατέστρεψε την ανατολική πλευρά του μοναστηριού. Τη φορά αυτή ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος Γ ., όντας προηγουμένως Κουτλουμουσιανός μοναχός, ήρθε εδώ μετά την παραίτησή του από τον πατριαρχικό θρόνο και φρόντισε yLQ την ανόρθωση του μοναστηριού, διαθέτοντας για το λόγο αυτό ολόκληρη την ατομική του περιουσία. Το έτος 1856, με σιγίλλιο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ζ ' , το μοναστήρι του Κουτλουμουσίου επέστρεψε στον κοινοβιακό τρόπο ζωής, αφού πέρασε πολλούς αιώνες ως ιδιόρρυθμο, Το ίδιο έτος, καθώς και το 1870, νέες πυρκαγιές κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού τείχους και πολλές άλλες οικοδομές στις τρεις πλευρές, δυτική, βόρεια και νότια. Ευτυχώς, από τις πυρκαγιές αυτές διασώθηκαν το καθολικό, η βιβλιοθήκη, ιερά άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη. Και μετά όμως από τη δοκιμασία αυτή άρχισαν οι επισκευές στο μοναστήρι και ιδιαίτερα χάρη στις προσπάθειες του ικανού ηγουμένου του Μελετίου από τη Λευκάδα. Τ ο καθολικό του μοναστηριού κτίστηκε στο μέσο της αυλής το έτος 1540, όταν ήταν ηγούμενος ο Μάξιμος. Ακολουθεί το σχήμα των άλλων καθολικών του Αγίου 'Ορους με 5 τρούλλους στη μολυβοσκέπαστη στέγη του, από τους οποίους ο κεντρικός είναι πολύ μεγαλύτερος και υψηλότερος η στέγη στη λιτή και στον εξωνάρθηκα είναι πολύ χαμηλότερη από αυτή του κυρίως ναού. Η τοιχογράφηση του καθολικού έγινε σύγχρονα με την ίδρυσή του ή λίγο αργότερα από αγιογράφους σίγουρα της Κρητικής σχολής. σήμερα δυστυχώς οι αξιόλογες αυτές τοιχογραφίες έχουν επιζωγραφηθεί στο μεγαλύτερο μέρος τους .Το 1744 ιστορήθηκε ο υαλόφρακτος εξωνάρθηκας με έξοδα του ιερομόναχου Ησαια. Το ξυλόγλυπτο μεταβυζαντινό τέμπλο του ναού κατασκευάστηκε στις αρχές του 19oυ αιώνα με επάλληλες ζώνες και πλούσιο φυτικό διάκοσμο, καθώς και διάφορες σκαλισμένες επάνω στο ξύλο παραστάσεις κάτω από τις δεσποτικές εικόνες. Μέσα στο ναό και σε διάφορα σημεία του υπάρχουν επίσης 150 περίπου φορητές εικόνες, από τις οποίες μερικές είναι πολύ αξιόλογες Δυτικά και απέναντι από την πρόσοψη του καθολικού βρίσκεται η τράπεζα του μοναστηριού, που την έκτισε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος Γ ' , και πλάι σ' αυτήν η φιάλη του αγιασμού, νεότερη (1813) τέλος σε ανεξάρτητο κτίσμα υψώνεται ο πύργος του κωδωνοστασίου (1808). Εκτός όμως από τον κεντρικό του ναό το Κουτλουμούσι διαθέτει και πολλά παρεκκλήσια. Από αυτά το σπουδαιότερο είναι της Φοβεράς Προστασίας, ενσωματωμένο στο αριστερό μέρος της λιτής του καθολικού, που κτίστηκε το 1733 από κάποιο Νικηφόρο Μέσα σ' αυτό φυλάσσεται η ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό -βρέφος -στο αριστερό της χέρι να κοιτάζει προς τα επάνω, όπου παριστάνονται τα όργανα του Πάθους γύρω γύρω από την κεντρική αυτή παράσταση εικονίζονται διάφοροι προφήτες. ’λλα παρεκκλήσια μέσα στο μοναστήρι είναι της Αγίας Ναταλίας στο αρχονταρίκι, τοιχογραφημένο, των αγίων Αναργύρων, των Αγίων Πάντων, του Αγίου Σπυρίδωνος, του Προδρόμου και των Αρχαγγέλων, ενώ έξω από αυτό τρία, του Αγίου Τρύφωνα, του Αγίου Νικολάου και των Αρχαγγέλων. σε όλα αυτά υπάρχουν μόνο φορητές εικόνες. Στο ίδιο μοναστήρι ανήκουν επίσης 18 κελλιά, από τα οποία του Τιμίου Προδρόμου στις Καρυές είναι εκείνο που έμενε ο ζωγράφος Διονύσιος από τη Φουρνά, καθώς και τρία ησυχαστήρια στον οικισμό της Καψάλας. Στο Κουτλουμούσι υπάγεται τέλος και η ιδιόρρυθμη, ελληνική σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, κοντά σ' αυτό, που αποτελείται από 23 καλύβες διασκορπισμένες μέσα στο δάσος οι δύο σήμερα είναι ερειπωμένες. Η συγκρότησή του οφείλεται σε κάποιον ιερομόναχο Χαράλαμπο το 1785, που έκτισε και το κυριακό της, επάνω στο παλαιότερο μικρό κελλί του αγίου Παντελεήμονος (1790). στην αυλή του υψώνεται το κωδωνοστάσιο και ένα πολύ ψηλό και παμπάλαιο κυπαρίσσι. Η σκήτη διαθέτει και βιβλιοθήκη, που περιέχει 40 περίπου χειρόγραφα, τα περισσότερα νεότερα χάρτινα, και 500 έντυπα βιβλία. Στο σκευοφυλάκιο του μοναστηριού φυλάσσονται πολύ ενδιαφέρουσες φορητές εικόνες, ιερά άμφια, εκκλησιαστικά σκεύη, σταυροί και πολλά άλλα κειμήλια. Επίσης στο ιερό βήμα του καθολικού καλά διακοσμημένες λειψανοθήκες περιέχουν 200 περίπου τεμάχια από λείψανα 70 αγίων . Η βιβλιοθήκη στεγάζεται σε ιδιαίτερη ασφαλή αίθουσα δίπλα στο σκευοφυλάκιο. Περιέχει 662 χειρόγραφα, από τα οποία τα 100 σε περγαμηνή, πολλά παλαιά έγγραφα και γύρω στις 3.500 έντυπα βιβλία. Από τα χειρόγραφα μερικά είναι εικονογραφημένα με πλούσια διακόσμηση και πολύ αξιόλογες μικρογραφίες (αριθμ. 60, 61 , 62, 29, 100, 412 κτλ.). Το μοναστήρι του Κουτλουμουσίου κατέχει την έκτη θέση στη σειρά των αθωνικών μοναστηριών και, καθώς σημειώσαμε παραπάνω, ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα διαβιώσεως από το 1856. Αριθμεί συνολικά 70 περίπου μοναχούς μέσα και έξω από αυτό.
Τον 12o αιώνα το μοναστήρι του Κουτλουμουσίου κατείχε την εικοστή θέση ανάμεσα στα άλλα μοναστήρια της εποχής εκείνης και μαθαίνουμε ότι περνούσε μεγάλη οικονομική κρίση, που συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 14oυ, οπότε δέχθηκε το τελειωτικό κτύπημα από τους φοβερούς Καταλανούς, που επιτέθηκαν εναντίον του και το καταλήστευσαν. Μπροστά στην κατάσταση αυτή και για να μπορέσει να επιζήσει το μοναστήρι τού παραχωρήθηκαν οι σχεδόν διαλυμένες μονές του Προφήτη Ηλία και του Σταυρονικήτα, καθώς και οι αρχαίες μονές του Αναπαυσά και του Φιλαδέλφου με πράξη του Πρώτου Ισαάκ (1334). Το Κουτλουμούσι γνώρισε μεγάλη ακμή τον καιρό που ηγούμενός του ήταν ο Χαρίτων από την ιμβρο, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το μοναστήρι και φρόντισε πολύ για τις διάφορες ανάγκες του και ιδίως για την ανοικοδόμησή του. Για το σκοπό αυτό ταξίδευσε πολλές φορές στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου κατόρθωσε να συγκεντρώσει πολλά χρήματα, με τα οποία ανακαίνισε ολόκληρο σχεδόν το μοναστήρι με το τείχος του και έκτισε τον αρσανά του. Από τους ηγεμόνες των χωρών αυτών το μοναστήρι ενίσχυσε ιδιαίτερα ο Ιωάννης Βλαδισλάβος και γι' αυτό δικαιολογημένα θεωρείται ένας από τους κτίτορές του. στην εποχή του, β .μισό 14oυ αιώνα, άρχισαν να έρχονται εδώ και πολλοί συμπατριώτες του μοναχοί, που όμως δεν ήταν εύκολο να προσαρμοστούν στην αυστηρή ζωή των Ελλήνων και στους αυστηρούς επίσης κανονισμούς του κοινοβίου. Γι' αυτό μετά την ανέγερση του μοναστηριού ο παραπάνω ηγεμόνας υποχώρησε στις απαιτήσεις του και ζήτησε από τον Χαρίτωνα να μετατρέψει αυτό από κοινόβιο σε ιδιόρρυθμο. Αυτό φυσικά δεν ήταν δυνατό να γίνει, αλλά για να μη σταματήσει η οικονομική ενίσχυση του Βλαδισλάβου, ο Χαρίτων έκανε μια μικρή υποχώρηση επιτρέποντας στους Ρουμάνους να ζουν σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιορρύθμου συστήματος και μάλιστα ο καθένας με δικά του έξοδα. 'Ετσι κτίστηκε το καθολικό και η τράπεζα και εξασφαλίστηκε για αρκετό διάστημα η συντήρηση και λειτουργία του μοναστηριού. Παράλληλα όμως ο αριθμός των Βλάχων αυξανόταν σημαντικά, με αποτέλεσμα, έχοντας και την υποστήριξη από τους ηγεμόνες τους, να επιδιώκουν με κάθε τρόπο την κυριαρχία τους πάνω στους 'Ελληνες μοναχούς και την απομάκρυνσή τους ακόμη. Παρ' όλα αυτά δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους χάρη στη σθεναρή στάση και την επίμονη άρνηση του Χαρίτωνα, που επισκέφθηκε ο ίδιος τον ηγεμόνα Ιωάννη και συζήτησε μαζί του για το θέμα που δημιουργήθηκε. Καρπός από την προσπάθειά του αυτή ήταν μια γραπτή διαβεβαίωση που πήρε από τον ηγεμόνα για το προβάδισμα των Ελλήνων και την αποκλειστικότητα να εκλέγονται οι ηγούμενοι μόνο από αυτούς. Γενικά οι σχέσεις των μοναχών μεταξύ τους καθορίστηκαν , όπως φαίνεται καθαρά, στην τρίτη διαθήκη του ηγεμόνα. Το 1372 ο Χαρίτων έγινε μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας, αλλά συνέχισε να υπηρετεί το Κουτλουμούσι ως ηγούμενός του. Μετά το θάνατό του τον διαδέχθηκε στην ηγουμενία ο Βλάχος Μελχισεδέκ, που αιχμαλωτίστηκε όμως από τους Τούρκους. Το αποκορύφωμα της λαμπρής αυτής περιόδου αποτέλεσε η ανακήρυξη του μοναστηριού σε πατριαρχικό και σταυροπηγιακό από τον πατριάρχη Αντώνιο, το 1393. Στις αρχές του 15oυ αιώνα οι Κουτλουμουσιανοί μοναχοί με το πρόσχημα ότι δεν χωρούσαν πια μέσα στο μοναστήρι τους, κατέλαβαν ξαφνικά το γειτονικό μοναστήρι του Αλυπίου, που ήταν σχεδόν έρημο. Για να νομιμοποιήσουν , εξάλλου, την πράξη τους αυτή επισκέφθηκαν τον πατριάρχη Ιωσήφ Β ., που επικύρωσε με σιγίλλιό του (1428) την ένωση των δύο μοναστηριών, αλλά με ορισμένους όρους, που ευνοούσαν οπωσδήποτε τη μονή Αλυπίου, μια και ο ίδιος έτυχε να προέρχεται από αυτή. Οι όροι όμως αυτοί έμειναν μόνο στα χαρτιά χωρίς να εφαρμοστούν και στην πράξη και το μοναστήρι του Αλυπίου προσαρτήθηκε από τότε στο Κουτλουμούσι ως μετόχι του. σήμερα ταυτίζεται με το κελλί των αγίων Αποστόλων. Αποτέλεσμα της ενώσεως αυτής ήταν να αποκτήσει το Κουτλουμούσι μεγάλη δύναμη και να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα μοναστήρια του Αγίου 'Ορους. Αυτοκράτορες και ηγεμόνες περνώντας από αυτό όλο και κάτι είχαν να του προσφέρουν . Την ακμή όμως αυτή του μοναστηριού διαδέχθηκε από τα μέσα του 150υ αιώνα η παρακμή και κατόπιν η ολοκληρωτική σχεδόν καταστροφή του από τη μεγάλη πυρκαγιά του έτους 1497. Για να μπορέσει κάπως να αναλάβει, ενίσχυσαν το Κουτλουμούσι ή όπως ονομαζόταν τότε «Λαύρα της Ρουμανικής χώρας», οι ηγεμόνες των παραδουναβίων χωρών με πολλούς τρόπους. Κάποτε όμως σταμάτησε η βοήθεια από τους ηγεμόνες αυτούς και άρχισαν να φροντίζουν πια για το μοναστήρι 'Ελληνες αξιωματούχοι ή απλώς φιλόχριστοι και ευσεβείς. Το 1767, δυστυχώς, συνέβη ακόμη μια φοβερή πυρκαγιά, που κατέστρεψε την ανατολική πλευρά του μοναστηριού. Τη φορά αυτή ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος Γ ., όντας προηγουμένως Κουτλουμουσιανός μοναχός, ήρθε εδώ μετά την παραίτησή του από τον πατριαρχικό θρόνο και φρόντισε yLQ την ανόρθωση του μοναστηριού, διαθέτοντας για το λόγο αυτό ολόκληρη την ατομική του περιουσία. Το έτος 1856, με σιγίλλιο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ζ ' , το μοναστήρι του Κουτλουμουσίου επέστρεψε στον κοινοβιακό τρόπο ζωής, αφού πέρασε πολλούς αιώνες ως ιδιόρρυθμο, Το ίδιο έτος, καθώς και το 1870, νέες πυρκαγιές κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού τείχους και πολλές άλλες οικοδομές στις τρεις πλευρές, δυτική, βόρεια και νότια. Ευτυχώς, από τις πυρκαγιές αυτές διασώθηκαν το καθολικό, η βιβλιοθήκη, ιερά άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη. Και μετά όμως από τη δοκιμασία αυτή άρχισαν οι επισκευές στο μοναστήρι και ιδιαίτερα χάρη στις προσπάθειες του ικανού ηγουμένου του Μελετίου από τη Λευκάδα. Τ ο καθολικό του μοναστηριού κτίστηκε στο μέσο της αυλής το έτος 1540, όταν ήταν ηγούμενος ο Μάξιμος. Ακολουθεί το σχήμα των άλλων καθολικών του Αγίου 'Ορους με 5 τρούλλους στη μολυβοσκέπαστη στέγη του, από τους οποίους ο κεντρικός είναι πολύ μεγαλύτερος και υψηλότερος η στέγη στη λιτή και στον εξωνάρθηκα είναι πολύ χαμηλότερη από αυτή του κυρίως ναού. Η τοιχογράφηση του καθολικού έγινε σύγχρονα με την ίδρυσή του ή λίγο αργότερα από αγιογράφους σίγουρα της Κρητικής σχολής. σήμερα δυστυχώς οι αξιόλογες αυτές τοιχογραφίες έχουν επιζωγραφηθεί στο μεγαλύτερο μέρος τους .Το 1744 ιστορήθηκε ο υαλόφρακτος εξωνάρθηκας με έξοδα του ιερομόναχου Ησαια. Το ξυλόγλυπτο μεταβυζαντινό τέμπλο του ναού κατασκευάστηκε στις αρχές του 19oυ αιώνα με επάλληλες ζώνες και πλούσιο φυτικό διάκοσμο, καθώς και διάφορες σκαλισμένες επάνω στο ξύλο παραστάσεις κάτω από τις δεσποτικές εικόνες. Μέσα στο ναό και σε διάφορα σημεία του υπάρχουν επίσης 150 περίπου φορητές εικόνες, από τις οποίες μερικές είναι πολύ αξιόλογες Δυτικά και απέναντι από την πρόσοψη του καθολικού βρίσκεται η τράπεζα του μοναστηριού, που την έκτισε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος Γ ' , και πλάι σ' αυτήν η φιάλη του αγιασμού, νεότερη (1813) τέλος σε ανεξάρτητο κτίσμα υψώνεται ο πύργος του κωδωνοστασίου (1808). Εκτός όμως από τον κεντρικό του ναό το Κουτλουμούσι διαθέτει και πολλά παρεκκλήσια. Από αυτά το σπουδαιότερο είναι της Φοβεράς Προστασίας, ενσωματωμένο στο αριστερό μέρος της λιτής του καθολικού, που κτίστηκε το 1733 από κάποιο Νικηφόρο Μέσα σ' αυτό φυλάσσεται η ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό -βρέφος -στο αριστερό της χέρι να κοιτάζει προς τα επάνω, όπου παριστάνονται τα όργανα του Πάθους γύρω γύρω από την κεντρική αυτή παράσταση εικονίζονται διάφοροι προφήτες. ’λλα παρεκκλήσια μέσα στο μοναστήρι είναι της Αγίας Ναταλίας στο αρχονταρίκι, τοιχογραφημένο, των αγίων Αναργύρων, των Αγίων Πάντων, του Αγίου Σπυρίδωνος, του Προδρόμου και των Αρχαγγέλων, ενώ έξω από αυτό τρία, του Αγίου Τρύφωνα, του Αγίου Νικολάου και των Αρχαγγέλων. σε όλα αυτά υπάρχουν μόνο φορητές εικόνες. Στο ίδιο μοναστήρι ανήκουν επίσης 18 κελλιά, από τα οποία του Τιμίου Προδρόμου στις Καρυές είναι εκείνο που έμενε ο ζωγράφος Διονύσιος από τη Φουρνά, καθώς και τρία ησυχαστήρια στον οικισμό της Καψάλας. Στο Κουτλουμούσι υπάγεται τέλος και η ιδιόρρυθμη, ελληνική σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, κοντά σ' αυτό, που αποτελείται από 23 καλύβες διασκορπισμένες μέσα στο δάσος οι δύο σήμερα είναι ερειπωμένες. Η συγκρότησή του οφείλεται σε κάποιον ιερομόναχο Χαράλαμπο το 1785, που έκτισε και το κυριακό της, επάνω στο παλαιότερο μικρό κελλί του αγίου Παντελεήμονος (1790). στην αυλή του υψώνεται το κωδωνοστάσιο και ένα πολύ ψηλό και παμπάλαιο κυπαρίσσι. Η σκήτη διαθέτει και βιβλιοθήκη, που περιέχει 40 περίπου χειρόγραφα, τα περισσότερα νεότερα χάρτινα, και 500 έντυπα βιβλία. Στο σκευοφυλάκιο του μοναστηριού φυλάσσονται πολύ ενδιαφέρουσες φορητές εικόνες, ιερά άμφια, εκκλησιαστικά σκεύη, σταυροί και πολλά άλλα κειμήλια. Επίσης στο ιερό βήμα του καθολικού καλά διακοσμημένες λειψανοθήκες περιέχουν 200 περίπου τεμάχια από λείψανα 70 αγίων . Η βιβλιοθήκη στεγάζεται σε ιδιαίτερη ασφαλή αίθουσα δίπλα στο σκευοφυλάκιο. Περιέχει 662 χειρόγραφα, από τα οποία τα 100 σε περγαμηνή, πολλά παλαιά έγγραφα και γύρω στις 3.500 έντυπα βιβλία. Από τα χειρόγραφα μερικά είναι εικονογραφημένα με πλούσια διακόσμηση και πολύ αξιόλογες μικρογραφίες (αριθμ. 60, 61 , 62, 29, 100, 412 κτλ.). Το μοναστήρι του Κουτλουμουσίου κατέχει την έκτη θέση στη σειρά των αθωνικών μοναστηριών και, καθώς σημειώσαμε παραπάνω, ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα διαβιώσεως από το 1856. Αριθμεί συνολικά 70 περίπου μοναχούς μέσα και έξω από αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου