Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Μονή Αγίου Παύλου


Βρίσκεται πλάι σ' ένα μεγάλο χείμαρρο της δυτικής ποδιάς του Αθω και απέχει είκοσι λεπτά από τη θάλασσα, όπου ο αρσανάς της, και μιάμιση ώρα από το γειτονικό μοναστήρι του Διονυσίου. Σήμερα η μονή Αγίου Παύλου τιμάται στην Υπαπαντή του Κυρίου (2 Φεβρουαρίου), ενώ παλαιότερα, σε διάφορες εποχές, ήταν αφιερωμένη στον Σωτήρα Χριστό, στη Θεοτόκο και τον άγιο Γεώργιο. Μια παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της μονής στο τέλος του 8ου ή στις αρχές του 9ου αιώνα, συγχέοντας προφανώς δύο συνώνυμα πρόσωπα, τον όσιο Παύλο, που δήθεν μόναζε σε ένα ασκητήριο στην περιοχή της σημερινής μονής, και τον Παύλο Ξηροποταμηνό, που ήταν σύγχρονος του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Αλλη παράδοση αναφέρει ότι εδώ υπήρχε ένα παλαιό μοναστήρι, τιμώμενο στα Εισόδια της Θεοτόκου, που είχε ιδρυθεί από κάποιο Στέφανο στα χρόνια του αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το πιο πιθανό είναι πως ο Παύλος Ξηροποταμηνός στο τέλος της ζωής του αποτραβήχτηκε από το μοναστήρι του σε τούτα εδώ τα μέρη, που ανήκαν επίσης στη μονή Ξηροποτάμου και ασκήτευσε σε κάποιο κελλί, που έκτισε μεταξύ των δύο χειμάρρων το β'μισό του 10ου αιώνα. Η μονή, ιδρυμένη στον ίδιο αυτό χώρο, ονομαζόταν στην αρχή του Ξηροποτάμου και αργότερα επικράτησε το σημερινό της όνομα, όμοιο με του κτίτορά της, όπως άλλωστε έγινε και με άλλες αγιορειτικές μονές. Λίγο μετά την ίδρυσή της και για δυο αιώνες η μονή Αγίου Παύλου δεν αναφέρεται ανάμεσα στις άλλες μονές του Ορους, ίσως γιατί είχε στο μεταξύ υποβιβαστεί σε κελλί. Μόλις το 1259 γίνεται ξανά λόγος γι' αυτή -αφιερωμένη μάλιστα τώρα στον Σωτήρα Χριστό- σ' ένα χρυσόβουλλο του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, με το οποίο επικυρώθηκαν ορισμένα κτήματά της. 'Εγινε όμως πάλι κελλί υπαγόμενο στη μονή Ξηροποτάμου, ιδίως μετά τις φοβερές επιδρομές των πειρατών εναντίον της, ίσως και αυτών των Καταλανών, και τις γνωστές συνέπειές τους.
Το 1370 παραχωρήθηκε ως κελλί στους Σέρβους μοναχούς Γεράσιμο Ραδώνια και Αντώνιο Πηγάση και χάρη στις αδιάκοπες φροντίδες των δύο αυτών πήρε οριστικά πια τη θέση της ανάμεσα στα αθωνικά μοναστήρια. Σ' ένα παλαιότερο έγγραφο του Πρώτου Ισαάκ το 1316 υπογράφει και ο ηγούμενός της ως τριακοστός ένατος, ενώ στο Γ' Τυπικό του Αγίου Ορους η μονή Αγίου Παύλου βρίσκεται στη δέκατη όγδοη θέση. Τέλος, σε σιγίλλιο του πατριάρχη Ματθαίου (1404), που ρυθμίζει τις οριακές διαφορές της με τη μονή Διονυσίου, χαρακτηρίζεται «άρχαία», που σημαίνει την παλαιότερη ύπαρξή της εδώ. Στις αρχές του 15ου αιώνα τη μονή ενίσχυσαν ο αδελφός του παραπάνω Γερασίμου Νικόλαος; ο Ραδοσλάβος Σαμπίας (1405), ο Ιωάννης Ζ' Παλαιολόγος ως δεσπότης της Θεσσαλονίκης (1406), ο Σέρβος ηγεμόνας Γκιούρ και ο αδερφός του Λάζαρος (1416), ο Ιωάννης Η'Παλαιολόγος (1437) και ο επίσης Σέρβος ηγεμόνας Βράνκοβιτς, που χρηματοδότησε το πρώτο σοβαρό οικοδομικό πρόγραμμα της μονής και έκτισε νέο ευρύτερο καθολικό στο όνομα του αγίου Γεωργίου. Η κόρη του Βράνκοβιτς Μάρα, σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β ' και μητέρα του Μωάμεθ του Πορθητή, δώρισε στη μονή 1000 δουκάτα και δύο κτήματα, στις Σέρρες και στα Νέα Ρόδα. Οι Τούρκοι στην άλωση της Πόλης πήραν τα τεμάχια από τα δώρα των τριών μάγων, που φυλάσσονταν σ' αυτή, και τα δώρισαν στη μητέρα του σουλτάνου, η οποία διατηρούσε πάντα τη χριστιανική της πίστη. Εκείνη θέλησε να τα μεταφέρει αυτοπροσώπως στη μονή του Αγίου Παύλου μαζί με πολλά άλλα αντικείμενα, αλλά, σύμφωνα με μια παράδοση, μετά την αποβίβασή της στη στεριά και ενώ ήταν έτοιμη να ανηφορίσει για τη μονή, άκουσε μια φωνή που της έλεγε να μην προχωρήσει πιο πέρα, γιατί εδώ στο 'Ορος υπάρχει μια άλλη βασίλισσα, η Θεοτόκος. αμέσως η Μάρα σταμάτησε και σε ανάμνηση του γεγονότος κτίστηκε αργότερα στο ίδιο εκείνο σημείο ένα εκκλησάκι.

Στη συνέχεια ευεργέτησαν τη μονή οι ηγεμόνες των παραδουναβίων χωρών, 'Ελληνες και Ρουμάνοι, όπως ο Στέφανος ο μέγας, ο Νεάγκος Βασσαράβας που ξόδεψε για την ανέγερση του πύργου (1521) και ο Κωνσταντίνος Βασσαράβας Βραγκοβάνος, που φρόντισε για την ανακαίνιση και διεύρυνση των κτιρίων της και πολλοί άλλοι. Με τη συμπαράσταση των ηγεμόνων αυτών η μονή πέρασε μια σχετικά μεγάλη περίοδο ακμής, που συνεχίστηκε και στον επόμενο, 17ο, αιώνα οπότε μπορούσε και συντηρούσε 200 περίπου μοναχούς. Παρ' όλα όμως αυτά για ν' ανταποκριθεί στις μεγάλες οικονομικές της ανάγκες και μάλιστα στους βαρείς φόρους των Τούρκων και τις τοκογλυφίες των Εβραίων δανειστών της, αναγκάστηκε να πουλήσει σε λίγο πολλά από τα κτήματά της. Στα τέλη του 18ου αιώνα ο δραστήριος σκευοφύλακάς της Γρηγόριος περιόδευσε σε πολλά μέρη και συγκέντρωσε αρκετά χρήματα, με τα οποία μπόρεσε να αναλάβει κάπως η μονή. Μετά από αυτόν, στις αρχές του 19ου αιώνα, άλλος μοναχός της ο Ανθιμος Κομνηνός από τη Σηλυμβρία, ηγούμενος των μετοχίων της Ρουμανίας και φίλος του πατριάρχη Γ ρηγορίου Ε ' , έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ανακαίνιση της μονής, στην οποία επίσης δώρισε μερικά κτήματα στην Κασσάνδρα και τη Θάσο, καθώς και διάφορα εκκλησιαστικά σκεύη και άμφια. Στα χρόνια της ελληνικής επαναστάσεως έμεινε σχεδόν έρημη, αφού έφυγαν οι περισσότεροι μοναχοί της έξω από το 'Ορος είτε για να βοηθήσουν στον κοινό αγώνα ή για να αποφύγουν τις βαρβαρότητες των Τούρκων. Κατόπιν όμως τα πράγματα άλλαξαν πάλι προς το καλύτερο και κυρίως μετά από τις δωρεές των τσάρων της Ρωσίας Αλεξάνδρου Α ' και Νικολάου Α ' . Η μονή κτισμένη πάνω σε βράχο δε μπορούσε να επεκταθεί περισσότερο και γι' αυτό το λόγο αναγκάστηκε να αναπτύξει τις οικοδομές της σε ύψος. Πολλές φορές καταστράφηκε από διάφορες αιτίες, όπως είναι τελευταία η πυρκαγιά του 1902 και η πλημμύρα του 1911 , οπότε και ξανακτίστηκε σχεδόν από την αρχή, χρονολικά οι κτιριακές της εγκαταστάσεις αποδίδονται σε πολλές εποχές και συγκεκριμένα στον 150 αιώνα κτίστηκε η βορεινή πλευρά, στις αρχές του 16ου ο αμυντικός πύργος, στις αρχές του 18ου ανακαινίστηκε η τράπεζα και στους δύο τελευταίους αιώνες, 19ο και 20ο, ανοικοδομήθηκαν όλα τα άλλα κτίρια της μονής. Το καθολικό της, που τιμάται στην Υπαπαντή του Κυρίου, σύμφωνα με μια επιγραφή έξω από την κόγχη, άρχισε να κτίζεται το 1839 και τελείωσε στις 23 Απριλίου του 1844, ημέρα του αγίου Γεωργίου. Η τοιχοποιία του είναι ολόκληρη από μάρμαρο και ο χωρισμός στα διάφορα μέρη του ναού γίνεται με κίονες, γι' αυτό και σχηματίζεται πολύ άνετος και ευρύχωρος στο εσωτερικό του. Ο ναός, ως νεότερο κτίσμα, παραμένει ακόμη χωρίς τοιχογραφίες, ενώ από το παλαιότερο καθολικό σώζεται στη βιβλιοθήκη της μονής ένα κομμάτι πολύ αξιόλογης τοιχογραφίας με το κεφάλι του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Εκτός από το καθολικό, η μονή διαθέτει 12 παρεκκλήσια, από τα οποία τα δύο, του Αγίου Παύλου και του Αγίου Γεωργίου, βρίσκονται δεξιά και αριστερά της λιτής, ενώ τα υπόλοιπα σε διάφορα άλλα σημεία μέσα και έξω από τη μονή. Το αξιολογότερο είναι, πάλι του Αγίου Γεωργίου, στη βορεινή πλευρά, με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες Κρητικής τέχνης (1555). Η μονή έχει δικά της 3 κελλιά στις Καρυές, από τα οποία του Αγίου Ανδρέα χρησιμεύει για αντιπροσωπείο της, το μετόχι του Μονοξυλίτη μέσα στο 'Ορος και μερικά άλλα έξω από αυτό, Στη μονή Αγίου Παύλου υπάγονται ακόμη δύο σκήτες, η Νέα Σκήτη και του Αγίου Δημητρίου. Η Νέα Σκήτη, αφιερωμένη στο Γενέσιον της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου), είναι ελληνική, ιδιόρρυθμη και βρίσκεται νοτιοανατολικά της μονής προς την παραλία παλαιότερα ονομαζόταν σκήτη του Πύργου. Οργανώθηκε και πήρε τη μορφή σκήτης στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα και εδώ ασκήτευσε μεταξύ άλλων και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Περιλαμβάνει 28 καλύβες, κτισμένες όλες σε γραφικές τοποθεσίες, και το κυριακό όπου φυλάσσονται 200 χειρόγραφα, φορητές εικόνες και άμφια, Αριθμεί γύρω στους 35 μοναχούς. Στο χώρο της Νέας Σκήτης είναι πιθανό να υπήρχε άλλοτε μια από τις αρχαίες κωμοπόλεις του Αθω. Αυτό βγαίνει ως συμπέρασμα, ύστερα από τους τάφους και άλλα αντικείμενα, και μάλιστα και νομίσματα, που βρέθηκαν στο πάνω μέρος της σκήτης. Η άλλη σκήτη, του Αγίου Δημητρίου ή Λάκκου Σκήτη ή Λακκοσκήτη, βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου, ανάμεσα στη μονή και στον πύργο της Μορφωνού (Αμαλφινών). Κτισμένη στον 180 αιώνα είναι και αυτή ιδιόρρυθμη και αποτελείται από το κυριακό της και από 25 καλύβες, όπου κατοικούν, όχι σε όλες, λίγοι Ρουμάνοι μοναχοί Από τα πολλά κειμήλια, που έχει να παρουσιάσει η μονή Αγίου Παύλου, εκτός από τα δώρα των μάγων , που αναφέραμε παραπάνω, ξεχωρίζουμε ένα τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, λείψανα πολλών αγίων, εγκόλπια, σταυρούς, ιερά σκεύη και άμφια. Κυρίως όμως ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός και ένα δίπτυχο θεωρούνται από τα καλύτερα κειμήλια της μονής και γενικά του Αγίου 'Ορους για τις μικρογραφίες που περιέχονται σ' αυτά. Ακόμη στη μονή σώζονται πολλές φορητές εικόνες, όπως της Παναγίας Μυροβλύτισσας, του αγίου Γεωργίου, της Δεήσεως (υαλογραφία) κτλ. Η βιβλιοθήκη της μονής, πολύ καλά οργανωμένη, περιέχει 494 χειρόγραφα, από τα οποία λίγα είναι περγαμηνά, και 12.500 περίπου έντυπα βιβλία. Η μονή του Αγίου Παύλου ακολουθεί το κοινοβιακό σύστημα ζωής από το 1840 ( σιγίλλιο πατριάρχη Γ ρηγορίου ΣΤ .) και κατέχει τη δέκατη τέταρτη θέση ανάμεσα στις 20 μονές του 'Ορους. Οι μοναχοί της ξεπερνούν ως σύνολο τους 100, από τους οποίους οι 35 μένουν μέσα στη μονή, ενώ οι υπόλοιποι έξω στα εξαρτήματά της. Αλλοτε κατοικούσαν στη μονή και πολλοί Σέρβοι μοναχοί, γι' αυτό και η σφραγίδα της έφερε διπλή επιγραφή, ελληνική και σερβική, σε δύο κύκλους γύρω από την παράσταση του αγίου Γεωργίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου